Για τις πρώτες στιγμές μετά τη γυναικοκτονία στο Μενίδι μίλησε μία κάτοικος της περιοχής, η οποία βρισκόταν στον τόπο του εγκλήματος την ώρα που η κόρη του θύματος σε κατάσταση σοκ μιλούσε στο τηλέφωνο δίπλα στη σορό της μητέρας της.
Όπως ανέφερε συγκεκριμένα η μάρτυρας, για ώρες μετά το αποτρόπαιο έγκλημα, την ώρα που η γυναίκα κείτονταν νεκρή στο οδόστρωμα, ο δράστης «παρέμενε στο παρακάτω στενό και περιφερόταν», την ώρα που στο σημείο βρισκόταν η Αστυνομία αλλά και δημοσιογράφοι.
«Ήταν σαν να τους κορόιδευε. Πήγαινε πέρα – δώθε, μιλούσε στο τηλέφωνο, πλησίαζε να δει το συμβάν, απομακρυνόταν και ξανά το ίδιο» πρόσθεσε.
«Τον είδε ο σύντροφός μου που εργάζεται σε μια οικοδομή» είπε μιλώντας στον ΑΝΤ1, προσθέτοντας ότι η «ήρθε μια κοπελίτσα και είπε ότι ‘ίσως να είναι η μαμά μου’ ενώ έκλαιγε και ωρυόταν’.
Να σημειωθεί ότι η φωτογραφία του δράστη, δεν είχε δοθεί ακόμα στη δημοσιότητα ώστε να αναγνωριστεί από τον κόσμο που βρισκόταν εκεί. Παρ’ όλα αυτά, η αυτόπτης μάρτυρας όπως λέει πήγε σε έναν αστυνομικό και του είπε ότι «υπάρχει ένας εύσωμος άνδρας που φέρεται αμήχανα», χωρίς να γνωρίζει τι έκανε στη συνέχεια ο άνδρας της Αστυνομίας.
«Ήμουν από νωρίς εκεί, παρατηρούσα τι γίνεται, προσπαθούσα να βοηθήσω όπως μπορούσα γιατί κι εγώ μάνα δύο παιδιών είμαι κι αυτό με τις γυναικοκτονίες πρέπει κάποια στιγμή να σταματήσει», σημείωσε η μάρτυρας.
Κάποια στιγμή «ήρθε το κοριτσάκι, ζητούσε να πλησιάσει για να δει αν είναι η μητέρα της η δολοφονημένη γυναίκα και δεν την άφηναν. Μετά την πλησίασαν κάποιοι αστυνομικοί και της είπαν αν έχει κάποια φωτογραφία μαζί της να τους δείξει, το έκανε λέγοντας ότι η γυναίκα είχε κάνει ανταύγειες πρόσφατα και τότε της επιβεβαίωσαν ότι όντως αυτή ήταν η μαμά της».
Μετά το κορίτσι άρχισε να κλαίει σπαρακτικά και πήρε τηλέφωνο συγγενικό του πρόσωπο, όπως είπε η μάρτυρας, η οποία πιθανολογεί ότι η κοπέλα μίλησε με τον αδελφό της και είπε «σκότωσαν τη μαμά μας» και αμέσως μετά «ο μπαμπάς σκότωσε την μαμά».
«Ήταν ανατριχιαστικό, το κορίτσι ήταν σε σοκ εννοείται» πρόσθεσε.
Ως προς την αστυνόμευση στην περιοχή, η γυναίκα είπε ότι είναι ανύπαρκτη και μετά τις 11 το βράδυ δεν μπορούν να κυκλοφορήσουν.
Σοκάρει ο δράστης – «Δεν μετανιώνω»
Αμετανόητος και κυνικός εμφανίστηκε από την πρώτη στιγμή της σύλληψής του ο 50χρονος που σκότωσε την εν διαστάσει σύζυγό του με 17 μαχαιριές στον λαιμό και στον θώρακα, τα ξημερώματα της Πέμπτης.
«Την σκότωσα και δεν το μετανιώνω» φέρεται να είπε στους αστυνομικούς, λίγο μετά τον εντοπισμό του σε οικοδομή – κοντά στο σημείο της δολοφονίας – σε κατάσταση μέθης.
Ο 50χρονος είχε στήσει καρτέρι στην 40χρονη γυναίκα, με την οποία βρίσκονταν σε διάσταση από τον Μάρτιο. Σημειώνεται πως είχαν αποκτήσει και δύο παιδιά, 21 και 15 ετών.
«Μου έτρωγε λεφτά. Διατηρούσε εξωσυζυγική σχέση εδώ και πολλά χρόνια με διαφορετικούς άνδρες. Δεν μπορούσα να βλέπω τον φίλο της να οδηγεί το αυτοκίνητο και φωτογραφίες του στο Facebook», είπε στην ανάκρισή του ο καθ’ ομολογίαν δράστης.
Δημογλίδου: Υπήρχε επικοινωνία της υπηρεσίας με τη 40χρονη
Σύμφωνα με όσα ανέφερε η εκπρόσωπος Τύπου της Ελληνικής Αστυνομίας, Κωνσταντία Δημογλίδου, αναφερόμενη στη γυναικοκτονία στο Μενίδι, ο προϊστάμενος του γραφείου Αντιμετώπισης Ενδοοικογενειακής Βίας είχε έρθει πολλές φορές σε επικοινωνία με το θύμα για να την πείσει να πάει σε ένα safe house.
Μάλιστα όταν άκουσε την είδηση, «ήταν σίγουρος ότι η γυναίκα που δολοφονήθηκε ήταν αυτή που έφτασε στις 7 του μηνός εκεί και έκανε την καταγγελία».
«Είναι πολύ άδικο που η γυναίκα αυτή δεν βρίσκεται στη ζωή» λέει η κ. Δημογλίδου μιλώντας στον ΑΝΤ1, «επειδή ακριβώς ο τρόπος που λειτούργησαν οι αστυνομικοί σε αυτήν την περίπτωση στο Γραφείο Αντιμετώπισης Ενδοοικογενιειακής Βίας είναι υποδειγματικός και θα έπρεπε να είναι παράδειγμα για όλους τους αστυνομικούς που χειρίζονται τέτοιες υποθέσεις».
«Όταν επικοινώνησα με τον προϊστάμενο του γραφείου Αντιμετώπισης Ενδοοικογενειακής Βίας στην περιοχή για να μάθω τι ιστορικό υπήρχε, ο άνθρωπος αυτός μου περιέγραψε ότι όταν άκουσε την είδηση ήταν σίγουρος ότι η γυναίκα που δολοφονήθηκε ήταν η γυναίκα που έφτασε στις 7 του μήνα εκεί και κατήγγειλε».
Σύμφωνα με την εκπρόσωπο Τύπου της ΕΛ.ΑΣ., οι αστυνομικοί είδαν τον κίνδυνο και πρότειναν στη 40χρονη να μεταφερθεί σε ένα safe house: «Είναι δύσκολο να φύγει από το δικό της περιβάλλον, όμως θα μπορούσε να μεταφερθεί μαζί με τα παιδιά της έστω για κάποιο μικρό χρονικό διάστημα».