Μια είδηση από την ατζέντα των τελευταίων ημερών μού προκάλεσε, στο πρώτο άκουσμα, οργή. Μιλάω για το πεντάχρονο παιδί που ξέχασαν μέσα στο σχολικό λεωφορείο στην Κηφισιά. Και επειδή, τον τελευταίο καιρό, υπήρξαν ανάλογα συμβάντα με τραγική κατάληξη (δεν μπορώ να φανταστώ πιο μαρτυρικό και αγωνιώδη θάνατο από ένα παιδί που, ύστερα από ώρες απόγνωσης μέσα σε ένα αυτοκίνητο, ξεψυχά από ασφυξία), στη συγκεκριμένη περίπτωση η απαράδεκτη αυτή αμέλεια ανέδειξε μια συμπεριφορά που μόνο θαυμασμό μπορεί να προκαλέσει. Και μια τόση δα ελπίδα.
Ο πεντάχρονος, όπως ακούμε από τα ρεπορτάζ, όταν συνειδητοποίησε ότι τον είχαν ξεχάσει μέσα στο πούλμαν, άνοιξε την πόρτα και κατέβηκε στον δρόμο. Εναν δρόμο μεγάλης κυκλοφορίας που εκείνη, ειδικά, την ημέρα, επειδή πιο κάτω είχε λαϊκή, ήταν ιδιαίτερα επικίνδυνος για ένα μικρό παιδί, καθώς κυκλοφορούσαν μεγάλα οχήματα φορτηγά. Θυμήθηκε αμέσως ότι οι γονείς του τού είχαν πει να μην κυκλοφορεί μόνος του ανάμεσα σε αυτοκίνητα, ξαναμπήκε στο σχολικό, κάθισε στη θέση του και έβαλε τη ζώνη ασφαλείας. Μία κίνηση που δείχνει τη μεγάλη ανάγκη του παιδιού να νιώσει, εκείνες τις ώρες, ασφάλεια. Και κάλυψε αυτή την ανάγκη του με έναν τρόπο απλοϊκό μεν αλλά καθησυχαστικό για την ψυχούλα του. Οταν ενήλικοι πανικοβάλλονται μόλις βρεθούν σε ένα περιβάλλον όπου δεν αισθάνονται ασφαλείς και παραδίδονται στον πανικό τους, ο πεντάχρονος έκανε ό,τι μπορούσε, ό,τι ήξερε, ό,τι καταλάβαινε για να οχυρωθεί.
Η συνέχεια όμως είναι ακόμη καλύτερη. Το παιδί πήρε ένα βιβλίο από την τσάντα του και άρχισε να διαβάζει. Για να περάσει η ώρα του; Για να ξορκίσει τον φόβο του; Δεν έχει σημασία. Το σημαντικό και άκρως υποσχετικό για το μέλλον είναι ότι κατέφυγε στο διάβασμα. Ενα πεντάχρονο σε μια χώρα όπου, σύμφωνα με στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, σχεδόν τρεις στους πέντε, τον τελευταίο χρόνο, δεν έχουν διαβάσει ούτε ένα βιβλίο. Ενα παιδί του νηπιαγωγείου. Και αναρωτιέμαι πόσα παιδιά του νηπιαγωγείου, στη σημερινή Ελλάδα, ξέρουν να διαβάζουν; Οχι να συλλαβίζουν. Να διαβάζουν, να μπαίνουν μέσα στο νόημα των λέξεων, και αυτό να τα προφυλάσσει από τις δυσάρεστες – στην προκειμένη περίπτωση, ευτυχώς, προσωρινές – συνθήκες της πραγματικότητας;
Ενα πεντάχρονο δεν έχει ακόμη εντρυφήσει στην ατμόσφαιρα του Διαδικτύου. Δεν έχει κινητό ούτε σόσιαλ μίντια. Αντε, το πολύ πολύ, να του έχουν κατεβάσει ένα δυο παιχνίδια. Και είναι ακόμη στην ηλικία που επηρεάζεται περισσότερο από τους γονείς του παρά από τους φίλους του. Νομίζω ότι ένα «μπράβο» σε αυτούς τους γονείς είναι πολύ λίγο.
Από την άλλη, βλέπω 15χρονα κορίτσια, στην Καλαμάτα, να πλακώνονται στα χαστούκια και μετά σε άγριο ξυλοδαρμό. Και τριγύρω οι συνομήλικές τους να χαζεύουν το θέαμα και να τις βιντεοσκοπούν. Σε αντιπαράθεση με τους γονείς του πεντάχρονου, φταίνε οι γονείς των κοριτσιών; Θα ήταν πολύ επιπόλαιη μια καταφατική απάντηση. Δεν έχω παιδιά, αλλά η εμπειρία των χρόνων μου μού λέει ότι δεν υπάρχει η «συνταγή του καλού γονέα». Και τι σημαίνει τελικά, στην εποχή μας, «καλός γονιός»; Τι απομένει λοιπόν; Η τύχη και οι συγκυρίες; Το εξωοικογενειακό περιβάλλον; Η θωράκιση που δίνει σε έναν νέο άνθρωπο η γνώση; Δύσκολες ερωτήσεις, μετέωρες απαντήσεις.
«Ο μπαμπάς σκότωσε τη μαμά»
Βλέπω την κόρη της γυναίκας που κατακρεούργησε ο άντρας της στο Μενίδι. Η μάνα της έφευγε αξημέρωτα για τη δουλειά κι εκεί της είχε στήσει ο δράστης την ενέδρα θανάτου. Δύο και πλέον ώρες αργότερα το κορίτσι κατέβηκε κι αυτό από το σπίτι. Το πτώμα ήταν ακόμη στον δρόμο. Αναγνώρισε τα ρούχα, έδειξε από το κινητό τη φωτογραφία της μητέρας της στους αστυνομικούς και είπε «ίσως είναι η μαμά μου». Και μετά τηλεφώνησε στον αδελφό της για να του πει αυτήν τη φράση που δεν ξέρω αν φτάνει μια ζωή για να την ξεπεράσεις: «Ο μπαμπάς σκότωσε τη μαμά».
Γι’ αυτό το κορίτσι με την τραυματική, υποθέτω, παιδική ηλικία λόγω της ενδοοικογενειακής βίας, τώρα αρχίζουν τα δύσκολα. Οπως για τη μητέρα της Κυριακής Γρίβα που, όπως διάβασα, βρίσκεται σε ψυχιατρική κλινική. Αυτά τα άγρια φονικά έχουν πολύ περισσότερα θύματα από τους νεκρούς.