Αν κάτι έγινε αντιληπτό από τη χθεσινή έκκληση-καταγγελία του Πρωθυπουργού προς τις μεγάλες πολυεθνικές επιχειρήσεις για την τιμή πώλησης των προϊόντων τους στην Ελλάδα, είναι ότι η κυβέρνηση ακόμα αναζητεί τη λύση στο πρόβλημα της ακρίβειας. Τα μέτρα που ανακοινώθηκαν μόλις πριν από λίγους μήνες από το αρμόδιο υπουργείο Ανάπτυξης, τουλάχιστον ακόμα, δεν απέδωσαν τα αναμενόμενα, όπως φάνηκε και από τα τελευταία στοιχεία του πληθωρισμού για τον μήνα Απρίλιο. Μάλιστα αποδείχτηκε στην πράξη ότι με αφορμή την υψηλή ζήτηση των ημερών του Πάσχα αυξήθηκαν οι τιμές σε όλα σχεδόν τα δημοφιλή προϊόντα των ημερών. Από το αρνί και το κατσίκι, που υποτίθεται ότι θα το πληρώναμε στις περσινές τιμές, μέχρι το πακέτο διακοπών, που είχε πολύ μεγάλη ζήτηση λόγω των πολλών αργιών του φετινού Πάσχα και αυξήθηκε με διψήφια ποσοστά.
Οπότε αναζητείται νέα λύση. Το πρόβλημα στο οποίο αναφέρθηκε ο κ. Μητσοτάκης με τη διαφορετική τιμολόγηση των πολυεθνικών στην Ελλάδα είναι πρόβλημα, αλλά δεν είναι νέο πρόβλημα. Για την ακρίβεια είναι πολύ παλιό. Το βιώνουμε για δεκαετίες, ακόμα και στην περίοδο του μηδενικού ή αρνητικού πληθωρισμού, ακόμα και όταν τα εισοδήματα δέχονταν βίαιη μείωση κατά 20%-30% πριν από μερικά χρόνια. Το γιατί συμβαίνει αυτό και γιατί το ανεχόμαστε είναι κάτι που πρέπει να ρωτήσουμε τους αρμόδιους υπουργούς Ανάπτυξης ή Εμπορίου, όπως λέγαμε παλιότερα, των τριών-τεσσάρων τελευταίων δεκαετιών.
Το 2012, κατά το δεύτερο μνημόνιο με κυβέρνηση Σαμαρά, είχε εντοπιστεί το πρόβλημα με τις δυσανάλογα υψηλές τιμές χονδρικής (και κατά συνέπεια λιανικής) που πωλούσαν πολλές πολυεθνικές τα προϊόντα τους στη χώρα μας, μεταφέροντας στη συνέχεια τα κέρδη σε χώρες με ευνοϊκότερη φορολόγηση. Τότε με νομοσχέδιο που είχε συμφωνηθεί με την τρόικα είχε επιχειρηθεί να κλείσουν τα περισσότερα παράθυρα ενδοομιλικών συναλλαγών, που οδηγούσαν σε τιμές πώλησης προϊόντων ακριβότερα στη μνημονιακή Ελλάδα από ό,τι στην υπόλοιπη ακμάζουσα Ευρώπη.
Εκτοτε οι τακτικές των πολυεθνικών προσαρμόστηκαν και οι τιμές σχεδόν αμέσως πήραν ξανά τον… ανήφορο. Απλά μέχρι την επανεμφάνιση του πληθωρισμού, κρύβονταν πάνω στις σχετικά παγωμένες υπόλοιπες τιμές στην αγορά. Προσοχή, οι τιμές που φεύγουν τα προϊόντα από ένα εργοστάσιο αυτών των πολύ μεγάλων εταιρειών στο εξωτερικό είναι σχεδόν πάντα οι ίδιες. Το πρόβλημα αρχίζει όταν τα προϊόντα περνούν τα σύνορα κάθε χώρας. Συνήθως σε χώρες όπως η Ελλάδα, όπου δεν υπάρχει τοπική παραγωγή, οι πολυεθνικές διαθέτουν τα προϊόντα τους μέσω ενός τοπικού συνεργάτη ή μιας θυγατρικής. Αλλά ακόμα και αν υπάρχει τοπική παραγωγή, πολλές φορές αυτή τιμολογείται στη μητρική στο εξωτερικό. Αυτό συμβαίνει γιατί η συνήθης πρακτική που ακολουθείται είναι να επιβάλλουν οι μητρικές εταιρείες πολύ υψηλά δικαιώματα (royalties) στις συνεργαζόμενες επιχειρήσεις, τα οποία καταλήγουν να γίνει επιβάρυνση στο τελικό προϊόν που εισάγουν και να επιστρέφουν ως κέρδη στη μητρική. Πρόκειται σε απλά ελληνικά για ενδοομιλικά «χαράτσια». Με αυτόν τον τρόπο αποκτά οικονομικό ενδιαφέρον μια αγορά μικρή σε μέγεθος και με πολλά σημεία πώλησης, άρα κοστοβόρα, όπως η Ελλάδα.
Ολη αυτή η διαδικασία ευθύνεται για ένα σημαντικό μέρος από την τεράστια διαφορά που παρατηρείται μεταξύ των τιμών πώλησης δημοφιλών προϊόντων στη χώρα μας έναντι άλλων χωρών και δεν είναι βέβαιο ότι μπορεί να λυθεί με μια απλή έκκληση προς τις ευρωπαϊκές Αρχές.