Ο τρόπος που επανήλθε στην επικαιρότητα η Συμφωνία των Πρεσπών αποδεικνύει πόσο κενό πράγμα είναι ο εθνικισμός και οι κραυγές του. Από τη μια, έχουμε στη Βόρεια Μακεδονία την επαναφορά του εθνικιστικού VMRO-DPNE στην εξουσία, με τη νέα πρόεδρο της χώρας να αναφέρεται στην πατρίδα της ως «Μακεδονία», έτσι, «συμβολικά», ίσα για να γαργαλίσει τα αισθήματα των οπαδών, ενώ γνωρίζει ότι η νέα συνταγματική ονομασία της χώρας δεν αλλάζει. Και, μεταξύ μας, δεν θέλει και να την αλλάξει καθώς η Συμφωνία απέφερε και οφέλη που δύσκολα θα απαρνιόνταν ακόμη κι οι πιο φανατικοί βορειομακεδόνες πολέμιοί της.
Το ίδιο ισχύει και στην Ελλάδα. Στο off the record, από αυτούς που εναντιώθηκαν τότε στη Συμφωνία των Πρεσπών ελάχιστοι θα βρεθούν σήμερα να πουν ότι δεν χαίρονται που το λεγόμενο «Μακεδονικό» έληξε, με τον ΣΥΡΙΖΑ να εισπράττει το πολιτικό κόστος. Στη δημόσια ρητορική, όμως, το κυβερνητικό κόμμα εξακολουθεί να δικαιολογεί το ότι δεν την ψήφισε και ότι συνυπήρξε με την Ακροδεξιά και τους ψεκασμένους στα συλλαλητήρια. Παράλληλα, όμως, παραδέχεται ότι δεν μπορεί να την ακυρώσει.
Ολοι; Οχι. Από τη ΝΔ αυτή τη στιγμή βλέπουμε να εκπέμπονται δυο-τρεις διαφορετικές γραμμές για ένα θέμα στο οποίο, θεωρητικώς, μετά τις δηλώσεις της βορειομακεδόνισσας προέδρου, το δίκιο ήταν ξεκάθαρα με τη μεριά μας. Εχουμε μια επίσημη γραμμή που λέει πως κρατάμε κάποια μνημόνια, συνδεόμενα με τη Συμφωνία, ως «ασφαλιστική δικλίδα» απέναντι σε τυχόν μη συμμόρφωση της Βόρειας Μακεδονίας με τις υποχρεώσεις της. Εχουμε, από την άλλη, τον υπουργό Επικρατείας να λέει ότι δεν θα φέρουμε προς κύρωση τα μνημόνια γιατί η Συμφωνία «είναι κατασκευαστικά προβληματική». Εναν άλλον υπουργό που λέει πως εφόσον καταπατήσουν τη Συμφωνία οι Βορειομακεδόνες, «η καταγγελία της θα είναι μονόδρομος». Και μας προέκυψε χθες και μια υποψήφια ευρωβουλευτής που υποστηρίζει ότι μπορεί και τώρα να καταγγελθεί η Συμφωνία των Πρεσπών και ότι οι συριζαίοι πολιτικοί είναι «ανθέλληνες».
Τίποτα από όλα αυτά δεν θα συμβεί, παρά την υπονόμευση της Συμφωνίας που επιχειρείται. Κι αυτό διότι οι σοβαροί παίκτες αντιλαμβάνονται ότι ο κίνδυνος των εθνικισμών στα Βαλκάνια είναι, ειδικά αυτή την περίοδο, εξαιρετικά σοβαρός. Και αυτό ακριβώς καθιστά αυτά τα προεκλογικά παιχνίδια ανεύθυνα.