Παρά τις αρχικές αμερικανικές προειδοποιήσεις στο Ισραήλ, ότι μια ευρεία επίθεσή στη Ράφα θα ισοδυναμούσε με διακοπή αμερικανικών εξοπλισμών, τελικά το Κογκρέσο αποφάσισε να στείλει στρατιωτική βοήθεια.
Αν και οι τρέχουσες εντάσεις μεταξύ του Ισραήλ και της κυβέρνησης Μπάιντεν δεν είναι λίγες, ωστόσο δίχως αμφιβολία, ο πρόεδρος των ΗΠΑ Τζο Μπάιντεν έχει υποστηρίξει τους πολεμικούς στόχους του Ισραήλ όσο κανείς άλλος πρόεδρος των ΗΠΑ στο παρελθόν.
Ωστόσο, ο πρώην πρέσβης των ΗΠΑ στο Ισραήλ, Ντάνιελ Κούρτζερ, και ο συνεργάτης του Carnegie Endowment for International Peace Άαρον, Ντέιβιντ Μίλερ, θέτουν σοβαρά ερωτήματα για τη μελλοντική σχέση ΗΠΑ-Ισραήλ.
Αυτή η σχέση βασίζεται σε τρεις κρίσιμους πυλώνες που είναι άρρηκτα συνδεδεμένοι: κοινές αξίες, κοινά συμφέροντα και μια ισχυρή βάση εσωτερικής υποστήριξης. Ωστόσο, σήμερα και οι τρεις αυτοί πυλώνες, όπως περιγράφουν οι δύο εμπειρογνώμονες στο περιοδικό Foreign Policy, δοκιμάζονται όσο ποτέ άλλοτε.
Πως να συμφωνήσεις με έναν Σμότριχ
Πρώτον, η κυβέρνηση και οι περισσότεροι Αμερικανοί δεν μοιράζονται αξίες με την πιο ακραία, δεξιά κυβέρνηση στην ιστορία του Ισραήλ. Ακόμη και πριν από τις 7 Οκτωβρίου, η κυβέρνηση Νετανιάχου ακολούθησε πολιτικές αντίθετες με τις αξίες και τα συμφέροντα των ΗΠΑ, λένε οι δύο ειδικοί, ιδίως μια πρόταση δικαστικής αναθεώρησης που θεωρείται ως μια προσπάθεια σοβαρού περιορισμού της εξουσίας του ισραηλινού δικαστικού σώματος.
«Οι φιλοδοξίες του κυβερνητικού συνασπισμού φάνηκε να υπονομεύουν τη δέσμευση του Ισραήλ στη δημοκρατία» λένε οι Κούρτζερ και Μίλερ.
Θα αντέξει η αξιακή «συγγένεια» που ενώνει τις ΗΠΑ και Ισραήλ μετά τα όσα έχει διαπράξει το Τεβ Αβίβ;
Ταυτόχρονα, ο Νετανιάχου έδωσε ευρείες εξουσίες σε δύο εξτρεμιστές υπουργούς που ήταν αυτοαποκαλούμενοι Εβραίοι ρατσιστές. Διακήρυξαν ανοιχτά την πρόθεσή τους να προωθήσουν τις πολιτικές προσάρτησης στη Δυτική Όχθη και να αναγκάσουν τους Παλαιστίνιους να επιλέξουν τη συναίνεση στην πολιτική ζωή δεύτερης κατηγορίας, την εξορία ή τη σύγκρουση.
Αυτή η προσπάθεια ευλογήθηκε από έναν πρωθυπουργό που δικάζεται για δωροδοκία, απάτη και παραβίαση εμπιστοσύνης, ο οποίος έπρεπε να εξυπηρετήσει τους εξτρεμιστές για να παραμείνει στην εξουσία.
Το τέλος της διακομματικής συναίνεσης
Δεύτερον, τις τελευταίες δεκαετίες, το πολιτικό τοπίο των ΗΠΑ έχει επίσης αλλάξει. Η διακομματική υποστήριξη προς το Ισραήλ εξακολουθεί να είναι ισχυρή, αλλά οι Ρεπουμπλικάνοι και οι Δημοκρατικοί είναι περισσότερο διχασμένοι από ποτέ ως προς το είδος του Ισραήλ που θα έπρεπε να υποστηρίζουν. Το Ρεπουμπλικανικό Κόμμα σε γενικές γραμμές έχει γίνει το «κόμμα του Ισραήλ».
Οι Δημοκρατικοί διχάζονται όλο και περισσότερο, με έναν μικρό αλλά αυξανόμενο αριθμό προοδευτικών που θέλουν να επιβάλουν περιορισμούς και κόστος στην κυβέρνηση Νετανιάχου για τη μεταχείριση των Παλαιστινίων.
Πριν από μια δεκαετία, θα ήταν αδιανόητο για τους γερουσιαστές Chris Murphy, Chris Coons και Chris Van Hollen να πιέσουν δημόσια αυτή την πορεία. Όχι έτσι σήμερα.
«Όπως πολλά ζητήματα στην πολιτική των ΗΠΑ, το Ισραήλ έχει γίνει ένα διχαστικό ζήτημα, οδηγώντας την κυβέρνηση Μπάιντεν να βαδίσει σε μια λεπτή κλωστή μεταξύ των Ρεπουμπλικανών που θέλουν άνευ όρων υποστήριξη για το Ισραήλ και πολλών Δημοκρατικών που πιέζουν για κάποιους όρους για τη βοήθεια».
Διχασμός Αμερικανών πολιτιών
Τρίτον, σε αντίθεση με οποιονδήποτε προηγούμενο αραβο-ισραηλινό πόλεμο ο μοναδικός χαρακτήρας του πολέμου Ισραήλ-Χαμάς έχει βαθύνει το χάσμα στο εσωτερκό. Είναι σαν οι διαδηλωτές να έχουν ξεχάσει την επίθεση της Χαμάς στο Ισραήλ. Αντίθετα, οι διαδηλωτές επικεντρώνονται μόνο στην απάντηση του Ισραήλ.
Για την κυβέρνηση Μπάιντεν, αυτό ήταν προβληματικό, γιατί από τη μία υποστηρίζει την εξουδετέρωση της Χαμάς, αλλά από την άλλη αντιτίθεται σθεναρά στη στρατηγική και τις τακτικές του Ισραήλ που έχουν προκαλέσει το θάνατο χιλιάδων των Παλαιστινίων αμάχων και την καταστροφή μεγάλου μέρους των υποδομών της Γάζας.
Έτσι, όπως αναφέρουν οι Αμερικανοί ειδικοί τόσο η ισραηλινή όσο και η αμερικανική κυβέρνηση έχουν διχαστεί, πώς να διεξάγουν τον πόλεμο ελαχιστοποιώντας τις απώλειες αμάχων, πώς να διασφαλιστεί η ανθρωπιστική βοήθεια και τι θα γίνει την επόμενη μέρα.
Το Ισραήλ έδωσε ανεπαρκή απάντηση στο αίτημα της κυβέρνησης για σχέδια. Πράγματι, ο Νετανιάχου έχει διπλασιάσει την αντίθεσή του σε οποιοδήποτε ρεαλιστικό σχέδιο για τη Ράφα – ή τη Γάζα συνολικά – ωθώντας τον υπουργό Άμυνας του και κάποιους εντός του ισραηλινού στρατού να μιλήσουν εναντίον της πολιτικής ολίσθησης της κυβέρνησης.
Οι Μίλερ και Κούρτζερ εκτιμούν ότι θα υπάρξει διαχείριση της κρίσης στις σχέσεις των δύο κρατών ενόψει των αμερικανικών εκλογών, αλλά δεν κρύβουν τον προβληματισμό τους.
«Ποιες είναι όμως οι γραμμές τάσης; Σε ποιο βαθμό έχει πληγεί ριζικά η εικόνα και η φήμη του Ισραήλ, τόσο στις ΗΠΑ όσο και διεθνώς, ως αποτέλεσμα του τρόπου με τον οποίο διεξήγαγε τον πόλεμο με τη Χαμάς; Θα αντέξει η αξιακή συγγένεια που ενώνει τις δύο χώρες;» λένε.
Στη συνέχεια ρωτάνε, αν μπορεί η τραυματισμένη πλέον αντίληψη των κοινών αξιών να επιβιώσει της δεξιάς μετατόπισης της ισραηλινής πολιτικής, της 57χρονης κατοχής της Δ. Όχθης και της Αν. Ιερουσαλήμ και της δυσαρέσκειας πολλών από τα 2 εκ. Παλαιστινίων πολιτών του Ισραήλ που δεν αντιμετωπίζονται ισότιμα από την ισραηλινή δημοκρατία.
«Θα εξελιχθεί το πολιτικό περιβάλλον στις ΗΠΑ σε σημείο που ένας αυξανόμενος αριθμός νεότερων Αμερικανών ΝΑ αμφισβητεί εάν το Ισραήλ αποτελεί περισσότερο βάρος, παρά όφελος, για τα συμφέροντα των ΗΠΑ;» λένε οι δύο ειδικοί, δείχνοντας προβληματισμό.