Η επιπόλαιη αντιμετώπιση των θεμάτων εξωτερικής πολιτικής, κυρίως με όρους εσωτερικής ή εκλογικής πολιτικής, είναι μέρος των παραδόσεων του κομματικού ανταγωνισμού. Πόσες φορές δεν έχουν κατηγορηθεί ελληνικές κυβερνήσεις, πρόσωπα ή κόμματα είτε για εθνική μειοδοσία είτε για λαϊκιστική πλειοδοσία. Τα θέματα όμως στη δομική τους διάσταση παραμένουν είτε ανεπίλυτα είτε σε ύπνωση, πάντως επίμονα και σε πείσμα των βιαστικών και εφετζίδικων τηλεοπτικών ή σοσιαλμιντιακών χειρισμών ή μεγαληγοριών. Και το Κυπριακό ως το μείζον (και περιθωριοποιημένο) θέμα και τα διάφορα θέματα (υποσυστήματα της κυπριακής ασυμμετρίας) που εγείρουν οι Τούρκοι στο Αιγαίο, αλλά και τα διάφορα ζητήματα της βαλκανικής βιοποικιλότητας (όπως τα πρόσφατα με τους βόρειους γείτονες) παραμένουν και αναδύονται ή καταδύονται, αναλόγως.
Είτε μια πολιτικάντικη κουβέντα (όπως αυτές που κολακεύουν τους «Γκρίζους Λύκους» στις προεκλογικές περιόδους) είτε μια τηλεοπτική πομφόλυγα (συνήθως απόστρατου τούρκου στρατηγού) είτε και μια επεξεργασία ομάδας μελέτης πανεπιστημίου, think tank κ.λπ. αρκούν και συνήθως έχουν το ίδιο αποτέλεσμα: αντί ψύχραιμης, μεθοδικής και πολυσύνθετης πολιτικής απάντησης, έναν κατακλυσμό εσχατολογικών «αναλύσεων» πάνω στο ιδεολογικό κέντρο για το περίκλειστο (και μισούμενο) έθνος. Φυσικά η αναθεωρητική ατζέντα και η επεκτατική κουλτούρα παραμένουν, σε πείσμα της πολιτικής δημοσίων σχέσεων ή της ανορθολογικής ή συναισθηματικής αντίδρασης. Κομψά το παρουσίασε ο κ. Φιντάν λέγοντας «είπαμε να αποφεύγουμε προκλήσεις» (άρα μην οριοθετήσετε τα θαλάσσια πάρκα γιατί κρύβετε πονηρά μια επικύρωση της ιδιοκτησίας του Αιγαίου). Εκτός όμως από τη μονιμότητα των θεμάτων (που κυρίως θέτει ο ισχυρός γείτονας και αντηχούν στις βαλκανικές επιρροές του) υπάρχουν και άλλες σταθερές. Ο κ. Βορίδης π.χ. μιλάει συχνά για ελαττωματική (ιδεολογία της Αριστεράς), ελαττωματική κατασκευή (για τη Συμφωνία των Πρεσπών) κλπ. Μου κάνει εντύπωση το προσδιοριστικό. «Ελαττωματικός, ελαττωματική , ελαττωματικό». Εχει στο μυαλό του κάτι αρτιμελές, ένα δικό του, κατάδικό του «όλον», έναντι του οποίου κάποιοι ή κάποιες πολιτικές αποκλίνουν.
Η αποκλίνουσα του δικού του «όλου» δεν αποτελεί π.χ. το «άλλο» (όπως προϋποθέτει μια στοιχειώδης δημοκρατική αντίληψη ), αλλά κουσούρι, ατέλεια, υστέρηση. Το ενδιαφέρον δεν είναι η κριτική αποτίμηση των πολιτικών του αντιπάλων , όσο το προσδιοριστικό. Ο κ. Βορίδης χωρίς πρόβλημα αντιδίκησε με τη θέση της κυρίας Μπακογιάννη, που στηρίζει τη Συμφωνία των Πρεσπών, μέμφεται (προσεκτικά) την καθυστέρηση της κύρωσης των τριών μνημονίων (των απολύτως διασφαλιστικών της συμφωνητικής λειτουργικότητας και της συμβολικής ισορροπίας των μερών) αλλά φυσικά, στηρίζοντας την κυβερνητική επιλογή, θεωρεί ότι δεν πρέπει να κυρωθούν αυτή τη στιγμή.
Μπερδεύει η θέση της κυβέρνησης. Διά του κ. Γεραπετρίτη ομνύει επισήμως στη Συμφωνία εκλαμβάνοντας τη ρήση της νέας προέδρου και του νέου πρωθυπουργού (υπό την ιδεολογική σκέπη του VMRO) ως διασάλευση, όμως συγχρόνως βάζει στελέχη να θολώσουν την εικόνα. Οχι μόνο ο κ. Βορίδης (ο κεντρικός θεωρητικός και σηματωρός της υπερδεξιάς) αλλά και ο τέως υπουργός Αμυνας κ. Παναγιωτόπουλος. Ο οποίος είπε ότι η κατάργηση της Συμφωνίας είναι μέσα στις ελληνικές επιλογές και αυτό το διατύπωσε ως μορφή απειλής για τη Βόρεια Μακεδονία. Την οποία όμως Συμφωνία υποτίθεται δεν την επιθυμούν οι του VMRO, άρα δεν απειλούνται καθόλου και από την κατάργησή της! Σύγχυση. Αντίθετα όμως με τις υπόρρητες ή κραυγαλέες παλινωδίες, αντιφάσεις και χειρισμούς μικρόνοιας της κυβερνητικής πλευράς, εκείνο που βγαίνει ως σταθερά είναι η πολυμήχανη εκλογική ευφυΐα της. Η «ιδεολογική» γλώσσα του κ. Βορίδη εναλλάσσεται με τον πολιτικό καθωσπρεπισμό και τη «θεσμοφάνεια» του κ. Γεραπετρίτη, οργανώνοντας ένα πολιτικό «όλον», ασύμμετρο, αναποτελεσματικό, εκλογικίστικο, αλλά συντεταγμένο.
Ο Δημήτρης Σεβαστάκης είναι καθηγητής στη Σχολή Αρχιτεκτόνων Μηχανικών του ΕΜΠ