Το ραντεβού μας με τη Μαρίνα Καρύδα, συγγραφέα του βιβλίου «ΜΑΤΙ 23 ΙΟΥΛΙΟΥ 2018» και κάτοικο της περιοχής από το 2002, είχε δοθεί σε ένα παραλιακό εστιατόριο στη Νέα Μάκρη. Φτάνοντας εκεί διαπίστωσα ότι από το τραπέζι μας είχαμε θέα στο οικόπεδο όπου βρήκαν τραγικό θάνατο οι 26 άνθρωποι. Στον ορίζοντα ήταν το λιμάνι της Ραφήνας από όπου αναμενόταν εκείνο το βράδυ η πλωτή βοήθεια από όσους είχαν προσεγγίσει την ακτή, η οποία απλωνόταν ακριβώς πίσω από τις καρέκλες μας. Το συγκεκριμένο εστιατόριο είχε πάρει κι αυτό φωτιά, με τις φιάλες γκαζιού να εκρήγνυνται, εκσφενδονίζοντας προς τους ανθρώπους αντικείμενα φλεγόμενα. Ρεαλιστικά εφέ ταινίας τρόμου βασισμένης σε αληθινή ιστορία. Οπως μου εξηγεί η ίδια, η ιδέα για το βιβλίο προέκυψε στα μισά της δίκης, επειδή έβλεπε πως η κοινωνία δεν είχε καταλάβει τι έγινε στο Μάτι. «Εξακολουθούμε να ακούμε, “ναι, αλλά έτσι όπως είχατε χτίσει…”. Ηθελα να καταλάβει ο κόσμος πόσο μόνοι ήμασταν εδώ, πόσο αβοήθητοι».
Παραγγέλνουμε και επιλέγω να πιάσω το νήμα της αιματοβαμμένης ιστορίας από το τελευταίο του εκατοστό, τη δίκη, που άφησε την αίσθηση μιας αναντιστοιχίας μεταξύ ύψους ποινών και μεγέθους τραγωδίας. «Ολοι το περιμέναμε γιατί ξέραμε ότι δικάζεται ένα πλημμέλημα. Ξέραμε ότι η δίκη δεν μας αντιπροσώπευε γιατί δεν υπήρχαν όλα τα στοιχεία. Δεν υπήρχε το Λιμενικό που δεν έσωσε τους ανθρώπους που πνίγονταν, δεν υπήρχε η Αστυνομία που έκανε εκτροπή της κίνησης προς τη φωτιά, δεν υπήρχαν οι υπουργοί που ήταν στο Κέντρο Επιχειρήσεων και έκαναν εκτροπή τα εναέρια, και αυτό φάνηκε στη δίκη. Η δίκη αυτή μιλά για 32 εγκαυματίες ενώ είναι 58. Οι υπόλοιποι είναι σε άλλη δίκη. Επίσης δεν ελήφθησαν υπόψη οι απειλές προς τον πραγματογνώμονα, τον Λιότσιο, αυτή η δίκη ξεκινά στις 31 Μαΐου. Και εμείς ως αυτόπτες μάρτυρες, ενώ ζητήσαμε να καταθέσουμε, δεν γίναμε δεκτοί».
Σύμφωνα με την ίδια, ελπίδα δεν υπάρχει να αλλάξει κάτι ούτε από την έφεση. «Εγιναν πολλά που δείχνουν μαγειρέματα πριν από τη δίκη. Στα αδιανόητα ηχητικά που απειλείται ο πραγματογνώμονας από την ηγεσία της Πυροσβεστικής, είναι ηχογραφημένο ότι πήρε εντολή να απειλήσει από υπουργό. Κι έπειτα, έχουμε τη μήνυση κατά του πραγματογνώμονα για την ηχογράφηση. Αυτό είναι ο ορισμός της συγκάλυψης». Οπως μου εξηγεί, ο παραλληλισμός με τα Τέμπη, όπου επίσης γίνεται λόγος για «συγκάλυψη», δεν τη βρίσκει σύμφωνη. «Μια τεράστια διαφορά είναι ότι εδώ πολλοί άνθρωποι ήταν παρόντες στον χαμό των δικών τους». Αλλες διαφορές που εντοπίζει είναι ότι οι τραυματίες μεταφέρθηκαν μόνοι τους ή από πολίτες σε νοσοκομεία. Οτι υπάρχουν οικογένειες με πάρα πολλά θύματα. Οτι τα νοσοκομεία ήταν απροετοίμαστα.
«Ημασταν τελείως μόνοι»
«Και πάμε στην άλλη μέρα που ήρθαν μπουλντόζες και μέσα σε λίγες ώρες μάζεψαν τα αυτοκίνητα ενώ ξέρουμε πολύ καλά πλέον πως είναι συγκεκριμένες οι συνθήκες με τις οποίες παρεμβαίνεις. Είχαν γίνει καταγγελίες τότε ότι δεν ελέγχθηκαν τα αυτοκίνητα να δουν αν υπήρχαν μέσα πτώματα. Δεν υπήρξε καμία πρόνοια από το κράτος για τους εγκαυματίες ή για ψυχική βοήθεια στους συγγενείς των θυμάτων. Ημασταν τελείως μόνοι μας και κατά τη διάρκεια της φωτιάς και μετά. Και υπάρχει και η συγκάλυψη στη συνέχεια, που ξεκίνησε με τη σύσκεψη σε ζωντανή σύνδεση και κορυφώθηκε με κάθε επόμενη κυνική δήλωση».
Από όλα όσα ακούστηκαν εκείνες τις μέρες, τα οποία ανακαλεί – από το «μου έτυχε η στραβή στη βάρδια μου» της Δούρου μέχρι τη δήλωση του Τόσκα που «προσπαθούσε να βρει λάθη μεγάλα επιχειρησιακά αλλά δεν μπορούσε» – εκείνο που ομολογεί ότι την ενόχλησε περισσότερο ήταν η ερώτηση του Τσίπρα για το τι ώρα θα ξεκινούσαν το επόμενο πρωί τα πτητικά μέσα. «Mέχρι εκείνη την ώρα, μας έλεγαν στο τηλέφωνο φίλοι ότι έχουν δει πτώματα. Ακουγα τη σύσκεψη και ούρλιαζα. Δεν μπορούσα φυσικά να διανοηθώ ότι ξεκινά μια συγκάλυψη, νόμιζα απλώς ότι είναι άσχετοι. Εχω παίξει αυτό το βιντεάκι πάνω από 500 φορές, μελετώντας κάθε φορά το πρόσωπο καθενός ξεχωριστά. Οταν το βλέπεις και το ξαναβλέπεις, καταλαβαίνεις από την αμηχανία τους τι θέατρο έπαιζαν». Κάτι ακόμη που την ενόχλησε ήταν η συνέντευξη του Καμμένου στο BBC όπου έκανε λόγο για «έγκλημα από το παρελθόν» και για «ιδιοκτησίες που καταπάτησαν την ακτή». «Ακόμα δεν είχαμε μαζέψει πτώματα, ο γιος της Αθηνάς Μουτάφη ξεβράστηκε μία βδομάδα μετά κι ο Καμμένος έδινε συνέντευξη και έλεγε αυτό το ψέμα που έστησαν από την αρχή. Δεν έχει υπάρξει μεγαλύτερη ύβρις προς θύματα και νεκρούς από την πολιτεία από ό,τι στο Μάτι. Δεν το λέω με κανένα πολιτικό πρόσημο. Είναι η ωμή αλήθεια και όποιος το βλέπει κομματικά είναι ανεκδιήγητος».
Στο βιβλίο της υπάρχει διάλογος εγκλωβισμένης γυναίκας στη φωτιά που ζητά βοήθεια από την Πυροσβεστική και της απαντούν «δεν είναι ταξί κυρία μου να το παραγγείλουμε». «Εμείς φωνάζαμε πάντα “δείτε τι έγινε στο Μάτι για να προλάβουμε το επόμενο”. Γιατί αν το είχαμε δει, πιθανόν να είχαμε πιάσει τα Τέμπη, ίσως και την Κυριακή Γρίβα. Το Μάτι όμως πολεμήθηκε πολύ – και από τους πολιτικούς και από τον κόσμο». Ανάμεσα στη διαχείριση επί του πεδίου και τη διαχείριση μετά, η ίδια βρίσκει χειρότερη τη δεύτερη. «Η προσπάθεια συγκάλυψης “μετά” στοιχειώνει τους συγγενείς ακόμα και σήμερα. Από το κράτος περιμένεις δύο πράγματα. Το πρώτο είναι να σε σώσει. Να είναι εκεί όταν το χρειάζεσαι. Το δεύτερο είναι, αν τα κάνει θάλασσα, να το παραδεχτεί. Εδώ είχαμε το τραγικό να σε αφήσουν αβοήθητο και να προσπαθούν να πείσουν ότι δεν έγινε τίποτα, όχι μόνο εσένα, όλο τον ελληνικό λαό». «Ξεχωρίζετε έστω έναν που να έκανε τότε σωστά τη δουλειά του;» ρωτάω. «Τον Λιότσιο» λέει. «Σκέφτεστε τι θα είχε γίνει αν ο Λιότσιος είχε ενδώσει στις απειλές; Και θα μπορούσε να το είχε κάνει. Πόσοι δεν θα έλεγαν από μέσα τους “Εγώ θα βγάλω το φίδι από την τρύπα; Εδώ είναι ολόκληρη μαφία. Εδώ τρώνε ένας τον άλλον”. Στα ηχητικά που ακούσαμε του είπαν ότι θα τον στείλουν κάπου και στην πρώτη φωτιά θα θέλει εναέρια και θα πουν “μην του σηκώνεις τίποτα”. Δηλαδή τι ειπώθηκε; Οτι μπορεί αύριο να υπάρχει μια φωτιά και να μη σηκώσουν τα εναέρια για να εκδικηθούν; Ποιον, τον Λιότσιο ή τους κατοίκους που θα μείνουν αβοήθητοι; Και αυτό το ακούν οι έλληνες πολίτες και δεν έχουν βγει στους δρόμους; Στα δικαστήρια του Λιότσιου θα έπρεπε να είναι όλη η Ελλάδα απ’ έξω».
«Τρύπαγε τον εγκέφαλο»
Κάνουμε μια αναγκαία παύση αποφόρτισης και παίρνω δύναμη να ανοίξω το πιο δύσκολο κομμάτι της υπόθεσης. «Από όσα βίωσες εκείνες τις μέρες, υπάρχει κάτι που δεν έχει βγει ποτέ από το μυαλό σου;» τη ρωτάω. «Η μυρωδιά της καμένης σάρκας την άλλη μέρα το πρωί. Σκέφτηκα ότι κάπως έτσι πρέπει να μύριζε η περιοχή γύρω από τα κρεματόρια. Σου τρύπαγε τον εγκέφαλο». Αναρωτιέμαι αν κάποια από τις μαρτυρίες των επιζώντων, που περιγράφονται στο βιβλίο της, έχει επιδράσει στην ίδια πιο οδυνηρά. «Είναι όλες το ίδιο. Δεν μπορώ να πω ότι μπορεί να πονέσει λιγότερο ένας άνθρωπος που αφήνει την ηλικιωμένη μητέρα του να καίγεται μπροστά στα μάτια του, σε σχέση με κάποιον που βλέπει να χάνει το παιδί του. Η Κωνσταντάκη ξέρεις τι είπε στο δικαστήριο; “Με καταδίκασαν να ζω με τις ενοχές ότι άφησα τη μάνα μου να καεί”. Αλλά εκείνη την ώρα καίγεσαι κι εσύ. Η ίδια ήταν εγκαυματίας» εξηγεί.
Η σερβιτόρα μάς ρωτά αν μπορεί να μαζέψει τα πιάτα. Την ευχαριστούμε και παραγγέλνουμε δύο καφέδες ζεστούς, σκέτους. Κοιτάζουμε για λίγο γύρω τη γνώριμη τοποθεσία. «Φοβάστε ότι μπορεί να ξαναζήσετε κάτι ανάλογο εδώ;» της λέω σπάζοντας πρώτη τη σιωπή. «Αν με ρωτάς» μου λέει, «άμα πιστεύω ότι μπορεί να υπάρξει ξανά τόση ανικανότητα μαζεμένη μέσα σε ένα απόγευμα σε όλους τους τομείς, πιστεύω πως όχι». «Αισθάνεσαι πιο δυνατή μετά το Μάτι;» συνεχίζω. «Υπάρχουν στιγμές που θα ήθελα να πάθω αμνησία και να ξαναγυρίσω στις 23 Ιουλίου το πρωί. Δεν ξέρω αν ισχύει πως “ό,τι δεν σε σκοτώνει σε κάνει πιο δυνατό”. Νομίζω ότι πιο δυνατοί θα έπρεπε να γινόμαστε μέσα από την εμπιστοσύνη μας στους θεσμούς και όχι μέσα από το αντίθετο».
Της ζητώ να μου περιγράψει πώς νιώθει για τα όσα ακούγονται για τη Δικαιοσύνη, με βάση το δικό της βίωμα. «Κάτσε τώρα να δω πώς θα στο πω αυτό» λέει. Σκέφτεται λίγο αναζητώντας τις σωστές λέξεις προκειμένου να μην αδικήσει κανέναν. Με συγκινεί η προσπάθειά της αλλά δεν της το λέω. Το βλέμμα της χάνεται στο βάθος, μερικές δεκάδες μοίρες πιο αριστερά από τα αραγμένα πλοία στη Ραφήνα, από όπου δεν απέπλευσε, όπως μου έλεγε νωρίτερα, ποτέ η βοήθεια που περίμεναν εκείνο το βράδυ οι κάτοικοι. «Θα ήθελα να σου πω τι με ενοχλεί» μου λέει. «Με ενοχλεί ότι έχει δημιουργηθεί η εικόνα ότι η Δικαιοσύνη δεν είναι ανεξάρτητη. Γιατί αυτή η εικόνα παίρνει στον λαιμό της και περιπτώσεις που λειτουργεί σωστά και κάνει τον κόσμο να σκέφτεται “Μήπως υπάρχει κάτι άλλο από πίσω;”. Θα ήθελα χωρίς κανέναν ενδοιασμό, όταν ακούω μια απόφαση, να είμαι 1.000% σίγουρη ότι είναι ακριβώς έτσι όπως πρέπει να είναι».
Ανεπούλωτα τραύματα
Φέρνω στην κουβέντα μας τα λόγια της Κατερίνας Σακελλαροπούλου που πρόσφατα έκανε λόγο για τρία ανεπούλωτα τραύματα, τη Marfin, τα Τέμπη και το Μάτι. «Αισθάνομαι ότι πρέπει και τα τρία αυτά να κλείσουν» αναφέρει. «Να βρεθεί για κάθε υπόθεση ο ένοχος. Είναι τραγωδία το ότι διαχωρίζουμε τα γεγονότα. Θα έπρεπε να ζητάμε όλοι μαζί δικαιοσύνη για αυτά τα θύματα». Και καθώς γίνεται πολύς λόγος τελευταία για τις λέξεις που περιγράφουν αυτές τις υποθέσεις, της ζητώ να μου πει αν εκείνη το Μάτι το έχει καταχωρίσει στο μυαλό της ως έγκλημα. «Οχι, όχι, όχι» απαντά όπως θα έκανε αν κάποιος την είχε ξαφνικά προσβάλει. «Το Μάτι δεν είναι στο δικό μου μυαλό καταχωρισμένο ως έγκλημα. Το Μάτι, τόσο ο ανακριτής Μαρνέρης που ζητούσε αναβάθμιση του κατηγορητηρίου και έβλεπε ενδεχόμενο δόλο όσο και ο ίδιος ο εισαγγελέας στην αγόρευσή του, άσχετα από τις ποινές που επεβλήθησαν, περιέγραφε ότι “όταν γνωρίζεις ότι υπάρχει μια φωτιά που έχει μια συγκεκριμένη πορεία και στην πορεία της υπάρχουν άνθρωποι που δεν έχουν ενημερωθεί, αυτό ενέχει ενδεχόμενο δόλο”. Ε, όταν υπάρχει κάτι που ενέχει ενδεχόμενο δόλο, δεν είναι έγκλημα;» αναρωτιέται. Η νύχτα είναι πια προ των πυλών, βάφοντας τον ορίζοντα με ένα μοβ βαθύ πένθιμο κι έτσι αποφασίζουμε να φύγουμε αφού, ούτως ή άλλως, όσο δεν μπαίνει η τελεία της Δικαιοσύνης, η κουβέντα αυτή δεν έχει τέλος. Ρίχνω μια τελευταία ματιά στον τόπο όπου τόσοι άνθρωποι χάθηκαν και την ακούω να μου λέει: «Πάντως θα ήθελα να υπήρχαν μνημεία εδώ κι εκεί που να θυμίζουν με σεβασμό ό,τι έγινε στο Μάτι».