Συμμέτοχος και παρουσιαστής στις εκδηλώσεις για την αφή της Ολυμπιακής Φλόγας στην αρχαία Ολυμπία εν όψει των Ολυμπιακών Αγώνων 2024 στο Παρίσι, γιος μεταναστών από το Μεσολόγγι, γεννημένος στη Γαλλία, αποτελεί αναγνωρισμένη εδώ και χρόνια προσωπικότητα, που συμβάλλει στη διαχείριση των πολιτιστικών δεσμών μεταξύ των δύο ισότιμων πατρίδων του, Ελλάδας και Γαλλίας.
Δέχτηκε, αντί της τυπικής μορφής συνέντευξης, να προσδιορίσει τις αρχές που τον διέπουν και τους στόχους που υπηρετεί, τα ερωτήματα που τον απασχολούν. Η φιλική μας σχέση ίσως τον διευκόλυνε.
Σε ώριμη ηλικία πια, ποιες υπήρξαν οι αξίες που αγάπησες και πώς τις υπηρετείς;
Κρατάω πάντα ως πυξίδα τα λόγια του Μαντέλα: «Δεν χάνω ποτέ. Είτε κερδίζω, είτε μαθαίνω». Ο Μαντέλα αποφυλακίστηκε στις 11 Φεβρουαρίου 1990 μετά από 27 χρόνια σε ένα μπουντρούμι. Θυμάμαι εκείνη την ημέρα. Ημουν νεαρός δημοσιογράφος και έπρεπε να περιγράψω στο μικρόφωνο του ραδιοφώνου τα πλάνα που μεταδίδονταν ζωντανά σε όλο τον κόσμο. Είχα μείνει άναυδος, διότι στο πρόσωπο ενός ανθρώπου που είχε στερηθεί το φως και την ελευθέρια για σχεδόν τρεις δεκαετίες δεν έβλεπα ούτε μίσος, ούτε θυμό. Χαμογελούσε γαλήνια. Είχε αποδεχτεί το ακατανόητο και το μετέτρεψε σε ελπίδα. Με ενέπνευσε εκείνη η στιγμή και κατά κάποιον τρόπο μού επέτρεψε να μη χάνω τον χρόνο μου σε μοιρολατρίες και κίβδηλες στρατηγικές επιβίωσης. Δεν ξέρω αν τα κατάφερα και τι κατάφερα στη ζωή μου. Η αυτοψία του χρόνου θα μας διδάξει τι άξιζε ή μη, αλλά σίγουρα έμαθα από τα λάθη μου και μαθαίνω ακόμα για τους ανθρώπους και τον εαυτό μου. Στην αρχή της σταδιοδρομίας μας θέλουμε να κατακτήσουμε, να γίνουμε «κάποιοι», αλλά στην πορεία καταλαβαίνουμε ότι δεν έχουν σημασία τα τρόπαια και ότι το να γίνεις «κάποιος» δεν είναι τόσο αξιοσημείωτο. Το να βρεις τον εαυτό σου και να συνδεθείς με τη μοίρα σου είναι δύσκολο θέμα. Το να προσπαθήσεις να κοιτάξεις τον εαυτό σου στον καθρέφτη και να συλλογιστείς αν «πήρες τη ζωή σου λάθος» σε προσκαλεί σε άλλους προβληματισμούς. Ο Πίνδαρος δεν είναι αυτός που μιλάει για αυτογνωσία; «Γένοιο οίος εσσί μαθών…». Εχω την αίσθηση ότι περισσότερο τα διδάγματα από τα λάθη μου παρά από τις όποιες επιτυχίες κατέγραψα στα κιτάπια του χρόνου. Με έναν περίεργο τρόπο δεν θυμάμαι πολλά πράγματα από αυτές. Με ενδιαφέρει πάντα το επόμενο βήμα, δεν παίρνεις τίποτα μαζί σου, ένα πέρασμα δεν είναι η ζωή; Μα πώς θα μάθεις αν δεν διακινδυνεύσεις; Το ζήτημα είναι να μη φτάσεις ως την πτώση του Ικαρου και να καταφέρεις να μάθεις από τον Δαίδαλο, που φτάνει στον προορισμό του.
Ποιες είναι σήμερα οι δράσεις που σε απασχολούν και για ποιον λόγο;
Εξακολουθώ να εργάζομαι ως δημοσιογράφος και παρουσιαστής στα γαλλικά οπτικοακουστικά μέσα. Ξεκίνησα πριν από τριάντα πέντε χρόνια στο ρεπορτάζ και συνειδητοποιώ ότι αυτό που με απασχολεί είναι οι ιστορίες των ανθρώπων, τόσο ειδησεογραφικά όσο και ψυχαγωγικά. Με μια προϋπόθεση όμως: τον σεβασμό προς το άλλον και το μέτρο. Βαθιά μέσα μου δεν θέλησα ή δεν μπόρεσα να κιτρινίσω κάποια ιστορία, χρησιμοποιώντας την κλειδαρότρυπα ως οπτική γωνία. Με χαλάει πολύ η εποχή μας ως προς αυτό. Ζούμε στη δικτατορία της εντύπωσης, όπου το αληθοφανές υπερισχύει απέναντι στο αληθινό, δεν υπάρχουν πλέον αποχρώσεις. Δεν είναι κάτι καινούργιο. Στην αρχαιότητα, σοφιστές και δημαγωγοί αυτό είχαν κάνει επάγγελμα. Σήμερα, με την αμεσότητα των κοινωνικών δικτύων, ο απόηχος γίνεται ντόρος και τροφή για τον όχλο. Ο σκοπός είναι να μη γίνουμε συνένοχοι σε αυτό και καθένας να συμβάλλει ώστε να μη θυσιάζονται τα πάντα στον βωμό του ανταγωνισμού και της τηλεθέασης. Η ευγένεια δεν αναιρεί την αναζήτηση της αλήθειας και είναι θέμα αξιοπρέπειας να μη γίνεις καρικατούρα του εαυτού σου. Κατάλαβα με τα χρόνια πως δεν χρειάζεται να προσπαθείς να αποδείξεις κάτι που δεν είσαι, αλλά να κάνεις όσο μπορείς καλυτέρα τη δουλειά σου. Στο δικό μου επάγγελμα προσπαθώ να είμαι συνεπής στην υπόσχεση που δίνω στον κόσμο, είμαι εκεί για να συνδέσω τους άλλους. Είτε ενημερώνω είτε ψυχαγωγώ, συνοδεύω τους συνομιλητές μου προς το φως και αφήνω το κοινό να βγάλει τα συμπεράσματά του. Η δημοσιότητα δεν μου ανήκει. Μου τη δανείζει το κοινό για κάποιο χρονικό διάστημα. Σε αυτόν τον χώρο δεν πρέπει να ξεχνάς αυτό που ερμηνεύει ο Καζαντζίδης με όλη του την ψυχή στο τραγούδι του Μάνου Λοΐζου «Ηρθα σαν ξένος στη ζωή και ξαναφεύγω ξένος».
Η συνέντευξή σου με τον Μακρόν αποτέλεσε γεγονός. Τι αποκόμισες; Δημιουργήθηκε μια «ανθρώπινη κατάσταση»;
Στις συνεντεύξεις με προέδρους και με άτομα που συναναστρέφονται την εξουσία με ενδιαφέρει η ανθρώπινη υπόστασή τους. Για να φτάσουν εκεί που είναι έχουν θυσιάσει ιδεώδη, έχουν επιβιώσει στην αρένα του αδηφάγου ρεαλισμού, έχουν προδώσει, έχουν προδοθεί και κυρίως ζουν μια βαθιά υπαρξιακή μοναξιά. Το έχω εισπράξει με τον Σαρκοζί, τον Βαλερί Ζισκάρ Ντεστέν, τον Ολάντ και άλλους. Ο Ουμπέρτο Εκο μού έλεγε πως οι πολιτικοί είναι όλοι δυστυχείς, επειδή παλεύουν να φτάσουν στην εξουσία και όταν αγγίξουν την κορυφή, η εξουσία εξαφανίζεται. Η εξουσία είναι άπιαστη και ίσως απατηλή ιδέα. Οσο για τον Μακρόν, είναι ένας ευφυής νέος πολιτικός, τάραξε τα νερά του δικομματισμού, αναθεώρησε το κλασικό στυλ διακυβέρνησης της Γαλλικής Δημοκρατίας, αλλά αντιμετώπισε και τα βαθιά κοινωνικά ρήγματα της κοινωνίας που τη διχάζουν ακόμα. Φαίνεται πως δεν φτάνει να ασκείς την εξουσία όταν είσαι πολιτικός. Πρέπει να διαισθάνεσαι την κοινωνία και να της το εκφράζεις. Ο Μακρόν πιστεύει στην ιδέα μιας ισχυρής Ευρώπης απέναντι σε Ρωσία, Κίνα, τις παλιές αυτοκρατορίες που αναβιώνουν, αλλά πίστεψε από την πρώτη στιγμή και στον αδιαπραγμάτευτο ρόλο της Ελλάδας στην ευρωπαϊκή οικογένεια. Μας στήριξε και μας στηρίζει. Είναι φιλέλληνας με την κλασική έννοια του γαλλικού φιλελληνισμού, έχουμε μιλήσει για την Εξοδο του Μεσολογγίου, για την Επανάσταση, για την αγάπη του προς τους φιλόσοφους της αρχαιότητας. Μου είχε πει χαρακτηριστικά: «Οταν θέλω να ηρεμήσω, καταφεύγω στην ισορροπία του Παρμενίδη, πάντα υπάρχει κάτι στον Αριστοτέλη που αγαπώ, το οποίο κατά βάση σημαίνει ότι πρέπει να γίνουμε ένα με αυτό που έπρεπε να είμαστε, και αυτό δεν είναι μια μορφή τετελεσμένου. Σημαίνει ότι υπάρχει κάτι ήδη στην αρχική υπόσταση ενός ατόμου και ότι στη συνέχεια τα γεγονότα αποκαλύπτονται σταδιακά, αλλά εκτυλίσσονται στο βάθος».
Ποιο το «μήνυμα» της συλλογής φωτογραφιών «L’ Esprit Grec» (το Ελληνικό Πνεύµα) που μόλις κυκλοφόρησε από τον περίφημο εκδότη Belles Lettres;
Το βιβλίο αυτό είναι μια συνάντηση μεταξύ φωτογραφιών που έχω τραβήξει στην Ελλάδα τα τελευταία δεκαπέντε χρόνια και αποφθεγμάτων της νεοελληνικής και κυρίως αρχαιοελληνικής λογοτεχνίας. Η ιδέα της Ελλάδας λειτούργησε ως πυξίδα στη ζωή μου, με κράτησε στο κέντρο. Ημουν παιδί μεταναστών στο μυαλό μου, έχοντας γεννηθεί στη Γαλλία. Κουβαλούσα εξαρχής μια διπλή υπόσταση. Ενα όνειρο επιστροφής, με τον νόστο που κληρονόμησα από τον πατέρα μου και δίψα για καινούργια επιτεύγματα που μου έδωσε η μητέρα μου ως τρόπο σκέψης. Η Ελλάδα με οδήγησε κατά κάποιον τρόπο σαν ιδεώδες, ενώ η Γαλλία μού έδωσε πρόσβαση στη δυτική μεθοδολογία σε συνδυασμό με τη δική της ανάγνωση του ελληνικού πολιτισμού. Με άλλα λόγια, μου δόθηκε η επιλογή να κρατήσω τα ορατά και αόρατα των δυο πολιτισμών και να προσπαθήσω να χτίσω γέφυρες συνύπαρξης μέσα μου. Είχα την τύχη να συναντήσω την ελληνίστρια Ζακλίν ντε Ρομιγί, με την οποία είχα ατελείωτες συζητήσεις για τη δύναμη της ελληνικής σκέψης και την ιδιοφυΐα του Θουκυδίδη, όπως επίσης και με τον αείμνηστο συγγραφέα Αρη Φακίνο που με τον δικό του τρόπο με «μύησε» στα ελληνικά γράμματα όταν ξεκίνησα τη δημοσιογραφία στα τέλη της δεκαετίας του ογδόντα. Καθοριστικό ρόλο έπαιξαν και οι καθηγητές μου, η Μάρω Πρεβελάκη στη Σορβόννη, η Γαρυφαλλιά Καλαμπόκη στον ίδρυμα της εκκλησίας του Σατενέ Μαλαμπρί, όπου με είχαν εγγράψει οι γονείς μου για να μάθω ελληνικά. Ποτίστηκα από τα γεννοφάσκια μου με τον πολιτισμό της Ελλάδας, ζώντας όμως στη Γαλλία. Οσο και αν φαίνεται παράδοξο, προσπάθησα να μην εγκλωβιστώ στο απόδημο στοιχείο, αλλά εντάχτηκα ενεργά στη γαλλική κοινωνία με μια ελληνική πολιτισμική κληρονομιά, την οποία η Γαλλία δεν μου ζήτησε ποτέ να απαρνηθώ. Το βιβλίο με τις φωτογραφίες εκφράζει όλες τις αποχρώσεις της ταυτότητάς μου. Πριν καλά-καλά μάθω την ελληνική γλώσσα, τη διαισθάνθηκα στην κοιλιά της μάνας μου ως κοσμογονικό απόηχο, μουσική πάντα παρούσα μέσα μου στην αμνιακή διάσταση της ύπαρξής μου. «Είμαστε τα παιδιά μιας γλώσσας…» έγραψε ο Βασίλης Αλεξάκης. Στη μητέρα μου Χαρούλα οφείλω την αγάπη για τα ελληνικά, ανεξάρτητα αν είναι αρχαία ή νέα, μου επιβλήθηκαν ως ένα άπειρο πεδίο δυνατοτήτων, έδαφος όπου τα σύνορα και οι οριοθετήσεις διαγράφηκαν, δεν διαχώρισα τον αρχαίο από τον σύγχρονο κόσμο. Ανακάλυπτα μια γλώσσα όπου τα πάντα μπορούσαν να ερμηνευτούν ως παιχνίδι, μια συνείδηση όπου όλα βιώνονταν σε ένα πλασματικό μυθιστόρημα του οποίου ήρωες είμαστε εμείς. Η μητέρα μου μού μάθαινε τη γενική, την αιτιατική, την κλητική, μου μάθαινε να ξεχωρίζω το όμικρον από το ωμέγα και κυρίως να καταλαβαίνω τη χρησιμότητά τους, τους τόνους, τα πνεύματα… Η ελληνική γλώσσα μού χάρισε έναν τρόπο σκέψης και οντολογική ταυτότητα. «Ολα έχουν νόημα και λόγο ύπαρξης» μου έλεγε σκυμμένη πάνω από τη ραπτομηχανή της, ενώ στεκόμουν στα πόδια της ξεφυλλίζοντας εικονογραφημένες περιπέτειες του Οδυσσέα. Περάσαμε δύσκολα χρονιά με θυσίες, αλλά η αγάπη μας για τον ελληνικό πολιτισμό υπήρξε αντίδοτο στον μόχθο της καθημερινότητας.
Πώς ήρθε η φωτογραφία στη ζωή σου;
Σαν ανησυχία απέναντι στο ακαταμάχητο πέρασμα του χρόνου, σαν αντίσταση στο «τα πάντα ρει». Ο χρόνος δεν φεύγει, εμείς είμαστε αυτοί που τον διασκορπίζουμε, επειδή πιστεύουμε ότι μας ανήκει. Προσπαθούμε να τον ξεχάσουμε, να τον κρύψουμε, να τον μεταμορφώσουμε. Μάταια! Μακάριοι όσοι τον υποδέχονται χωρίς να τον φοβούνται, η φωτογραφία ίσως με βοηθά στην αποδοχή του. Δεν φωτογραφίζω ανθρώπους για να βρω άρον-άρον απαντήσεις, αλλά για να αισθανθώ τις σιωπές και τις περιπλανήσεις της ύπαρξής μας. Λατρεύω μια εικόνα όταν δεν είναι σκλάβα της εποχής της, όταν καταφέρνει να παρακάμψει τη φθαρτή ουσία της για να αγγίξει το ανέκφραστο, το διαχρονικό. Οι φωτογραφίες του Κουντέλκα ή της Σαμπίν Βάις αγγίζουν αυτό το μυστήριο. Η Σαμπίν πριν πεθάνει μου έλεγε: «Δεν είμαι καλλιτέχνης, προσπάθησα απλώς να δώσω μια μαρτυρία». Οι άνθρωποι που δεν αναζητούν το φως και αποδέχονται τον χρόνο με εμπνέουν, αυτούς φωτογραφίζω ακατάπαυστα. Μου αρέσει η φωτογραφία που ξεφεύγει από το χρονολογικό πλαίσιο, αυτή που χαράζει μια διαδρομή μεταξύ του φαινομένου και του λανθάνοντος. Σαν ένα παρελθόν που δεν έχει αποκαλύψει ακόμα όλα του τα μυστικά. Ο Eντγκάρ Μορέν λέει πως «ό,τι φωτίζει μένει πάντα στη σκιά». Είναι αυτή η σκιά, τόσο ζωντανή και τόσο εύθραυστη που με ελκύει, η απειροελάχιστη προβολή του εαυτού μας, η εικόνα που αναπτύσσεται στο σκοτεινό δωμάτιο του μυαλού μας, συχνά εν αγνοία μας. Δεν ξέρω πώς, μια λάμψη επιλέγει το στρατόπεδό της. Αν είναι αντικατοπτρισμός ή το θαύμα της ύπαρξης, η φωτογραφία εμπεριέχει κάτι ιερό. Ο φακός καταγράφει και απλώς ακολουθώ την περίεργη διαίσθηση που με καθοδηγεί. Ακόμη και πριν αντιληφθώ ξεκάθαρα τα περιγράμματα του κάδρου, προβάλλεται μπροστά μια επείγουσα ανάγκη, μια στιγμή που διαρκεί μιαν αιωνιότητα ή ένα καρδιοχτύπι. Νιώθω αυτό που νομίζω ότι αναγνωρίζω σαν μακρινή ηχώ, μια ανάμνηση, έναν προγονικό κρίκο που με συνδέει με την ανθρώπινη αλυσίδα της ύπαρξης. Κρατώντας την αναπνοή μου, ψάχνω σε αυτόν τον χρονότοπο κάτι που με προσκαλεί και που με ξεπερνά. Εισπράττω το φως που μου προσφέρει κάθε στιγμή. Στο φωτογραφικό μου όνειρο, ό,τι πεθαίνει ξαναγεννιέται, όλα είναι δρόμος, κίνηση, αμφιβολία και προσευχή. Δεν μπορώ να συλλάβω μια εικόνα, όσο κοινότοπη και αν είναι, χωρίς την ιερότητά της. Υπάρχει κάτι πολύτιμο και εύθραυστο σε μια αιωνόβια ελιά, στα ηλιοκαμένα χέρια ενός ψαρά, στο ρυτιδιασμένο πρόσωπο ενός βοσκού, κάτι κρυφό που με συνδέει με τον ίδιο μου τον εαυτό. Γιατί από εκεί προέρχομαι.
Tι επιδίωξες να αναδείξεις στις τελετές αφής και παράδοσης της φλόγας των Ολυμπιακών Αγώνων;
Ως παρουσιαστής, έζησα μια εμπειρία μοναδική και αξέχαστη, γιατί συνδέθηκα με τους δύο πολιτισμούς που έχουν ενσαρκωθεί μέσα μου όλα αυτά τα χρόνια. Η Ελλάδα με τα διαχρονικά της σύμβολα δεν παραδίδει μόνο τη φλόγα στη Γαλλία: της επιβεβαιώνει τον λόγο ύπαρξης των Αγώνων. Ισως να φαίνεται κάπως ουτοπικό να μιλάμε για εκεχειρία, όταν τα τύμπανα του πολέμου ηχούν στη Μέση Ανατολή, στην Ουκρανία και άλλα μέρη του κόσμου. Αν όμως εμείς δεν ασπαστούμε μια ιδέα μεγαλύτερη από εμάς, ποιος θα το κάνει; Από κάπου δεν πρέπει να ξεκινήσει; Οταν εισήλθα στο στάδιο της αρχαίας Ολυμπίας φαντάστηκα τις ιαχές των τότε θεατών που αποθέωναν τον Θεμιστοκλή μετά τη νίκη στη Σαλαμίνα ή όταν παρότρυναν τον Διαγόρα να πεθάνει την ύψιστη στιγμή του, μεταφερόμενος στους ώμους από τους Ολυμπιονίκες γιους του. Η Ολυμπιακή νίκη ήταν η μεγαλύτερη τιμή που μπορούσε να έχει θνητός. Από τους ύμνους των ποιητών και τα αγάλματα που θα σμιλεύονταν προς τιμήν τους και τοποθετούνταν στην ιερή Αλτη, θα γίνονταν αθάνατοι. Δεν είναι λίγα αυτά. Η Ιστορία που γράφτηκε σε τούτο τον ευλογημένο τόπο είναι ακόμα παρούσα, ως παρακαταθήκη για τις επόμενες γενιές. Οταν άκουσα την πρωθιέρεια Μαίρη Μηνά να ζητάει από τον Απόλλωνα, θεό του Ηλιου και της ιδέας του φωτός, να ανάψει την ιερή δάδα αισθάνθηκα ρίγος, καθώς και όταν είδα νέα παιδιά να ενώνουν τα σώματά τους και τις ψυχές τους στη χορογραφία της Αρτέμιδας Ιγνατίου. Πρέπει να ομολογήσω ότι συγκινήθηκα. Ηταν τόσο δυνατή η στιγμή που δεν θα μπορούσα να μην την απαθανατίσω με τη φωτογραφική μου μηχανή. Αισθάνθηκα το «θρόισμα της ιεράς σιωπής», για το οποίο μιλούσε η χορογράφος στις πρόβες και απλά ακολούθησα τον ένστικτό μου μέσα από τον φακό. Ετσι γεννήθηκε αυτή η εικόνα. Εύχομαι η Γαλλία να καταφέρει να διοργανώσει ωραίους Αγώνες, η κοινωνία είναι διχασμένη και έχει ανάγκη να ζήσει στιγμές ενότητας και συμφιλίωσης.