Το τριήμερο συνέδριο που οργάνωσε ο Κύκλος Ιδεών του Ευάγγελου Βενιζέλου υπό τον γενικό τίτλο «Η Καμπύλη της Μεταπολίτευσης» υπήρξε στα αλήθεια εξαιρετικό. Αι γενεαί πάσαι, από εβδομηνταπεντάρηδες μέχρι εικοσιπεντάρηδες, ξεδίπλωσαν προφορικά αλλά και μουσικά και κινηματογραφικά τον τελευταίο μισό αιώνα μας.
Ο Βασίλης Παπαβασιλείου ως Φωκίων Καπνίδης, σπαρταριστή περσόνα που έχει ο ίδιος πλάσει, έδωσε το εναρκτήριο λάκτισμα. Εσβησε τα κεριά στην τούρτα της Τρίτης Ελληνικής Δημοκρατίας. «Βγαίνοντας από το σκοτάδι της χούντας», είπε, «λαχταρούσαμε την ευτυχία. Αρκεστήκαμε σε κάτι λιγότερο, καθόλου αμελητέο εντούτοις: στην επιτυχία. Ποτέ άλλοτε η χώρα μας δεν είχε περισσότερους αληθινά ή κατά φαντασίαν επιτυχημένους όσο από το 1974 μέχρι το 2010…». Ο Αγγελος Παπαδημητρίου, το προικισμένο αυτό καλλιτεχνικό πολυεργαλείο, τραγούδησε το «Καλαθάκι». Ενα επιθεωρησιακό σουξέ εκατό ετών που θρηνεί την απώλεια της παρθενίας, προτείνει ωστόσο τη λύση της παρθενορραφής. Ο Διονύσης Σαββόπουλος μας παρηγόρησε υπενθυμίζοντάς μας ότι σε πενήντα χρόνια οι περισσότεροι θα είμαστε νεκροί. Ας συνεχίσουμε, άρα, να αδράχνουμε τη μέρα – «carpe diem». Η Ελλάδα ωστόσο θα παραμείνει ζωντανή, έστω και πυρέσσουσα.
Ρουφούσα ό,τι άκουγα στο συνέδριο του Κύκλου Ιδεών. Απόλαυσα τον Παναγή Παναγιωτόπουλο να κάνει αξονική τομογραφία στην κοινωνία μας, η οποία υπερεπενδύει στον έρωτα, αποθεώνει τα παιδιά, αναγνωρίζει ως πυρήνα της την οικογένεια και υποτιμά τη σημασία της φιλίας. Ενιωσα ανακούφιση όταν ο καθηγητής της Αρχιτεκτονικής Ανδρέας Κούρκουλας τόνισε πως η Αθήνα είναι από τις πιο λειτουργικές πόλεις παγκοσμίως. Πως η αντιπαροχή – που επί δεκαετίες την καταριόμασταν – εξασφάλισε σε εκατομμύρια Ελληνες ιδιόκτητη στέγη, ειδάλλως με την κρίση του 2010 τα πεζοδρόμια και τα άσυλα θα είχαν ξεχειλίσει από ανέστιους και πένητες. Διδάχθηκα από τον σπουδαίο ζωγράφο Γιώργο Ρόρρη που – με συχνές αναφορές στον Μίλαν Κούντερα – μίλησε για τη μοίρα του καλλιτέχνη στο μικρό έθνος. Για τη δυσκολία του, όσο ταλαντούχος κι αν είναι, να αψηφήσει το συλλογικό υπερεγώ. Να υπερβεί τα όρια.
Το ενδιαφέρον μου κορυφώθηκε μόλις ο λόγος δόθηκε σε τρεις εκπροσώπους της γενιάς Ζ. Των γεννημένων μεταξύ του 1997 και του 2012 ή κατ’ άλλους μετά το 2000. Τι μας δήλωσαν οι Ζ; Οτι πολιτικοποιούνται αλλά δεν κομματικοποιούνται – δεν θα τους δεις ποτέ να ανεμίζουν σημαίες με πράσινους ήλιους, πυρσούς ή σφυροδρέπανα. Πως έχουν μάθει από τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης – και το εφαρμόζουν και στις εκτός Ιντερνετ σχέσεις τους – το ανφόλοου και το κάνσελ. Πως πάνε απενοχοποιημένοι στον ψυχολόγο. Οτι δουλεύουν για να ζουν, δεν ζουν για να δουλεύουν καθώς συνηθίζουν οι μεγαλύτεροί τους. Πως το να φτιάξουν οικογένεια, να κάνουν παιδιά, στην καλύτερη τους φαίνεται πολύ μακρινό, στη χειρότερη τους φέρνει και ως σκέψη ακόμα αλλεργία…
Κοίταζα εκείνα τα παιδιά, τα τόσο πληροφορημένα για όσα συμβαίνουν στον πλανήτη. Τα τόσο προικισμένα επικοινωνιακά. Με την παιγνιώδη αυθάδεια, την αφελή ενίοτε φιλοδοξία τους να ακουστούν, να επιδράσουν. Και είχα ολοένα και πιο έντονη την αίσθηση ότι δεν αντιπροσωπεύουν τη γενιά τους. Αλλά τη φωτεινή της όψη. Μια χαριτόβρυτη μειοψηφία. Πώς θα μιλούσε άραγε για την καθημερινότητα και τις προοπτικές της μια συνομήλική τους που βιοπορίζεται από το μανικιούρ – πεντικιούρ; Ενας εικοσιπεντάρης που οργώνει διαρκώς την πόλη με το μηχανάκι, μοιράζοντας πίτσες και πιτόγυρα; Κάποιος μετανάστης ή γιος μεταναστών, εγκλωβισμένος σε εντελώς διεκπεραιωτικά, προσωρινά μεροκάματα; Εκείνους θα λαχταρούσα να ακούσω. Και ας μην είχαν πλούσιο λεξιλόγιο. Και ας μη διέκριναν με ευκολία αποχρώσεις. Και ας εκφράζονταν με στίχους ραπ ή τραπ. Με τον κοινωνικό κατακερματισμό, με την προϊούσα απίσχνανση της μεσαίας τάξης, όσοι πέφτουν στους «κάτω ορόφους», όσοι ανήκουν στο λεγόμενο πρεκαριάτο, χάνονται από το οπτικό πεδίο εκείνων που στοχάζονται και αναστοχάζονται πάνω στις έμφυλες ταυτότητες και στον γλωσσικό σεξισμό. Σε ένα συνέδριο ελπίζω, όπου θα μιλούν νυχούδες και ντελιβεράδες. Από εκείνους θα μαθαίναμε τι μας περιμένει. Ή τι μας απειλεί.