Από το σενάριο έχουμε περάσει στην πραγματικότητα. Και η πραγματικότητα, από τα χείλη του Γενικού Γραμματέα των Ηνωμένων Εθνών και 380 ειδικών επιστημόνων από όλο τον κόσμο (έρευνα της εφημερίδας The Guardian, 8 και 9 Μαΐου 2024), είναι ότι βαδίζουμε ολοταχώς προς την οικολογική καταστροφή. Ο αγώνας έναντι της κλιματικής αλλαγής όχι μόνο δεν πάει καλά αλλά βρίσκεται πολύ κοντά στο να χαθεί: η θερμοκρασία είναι σε πορεία αύξησης κατά 2,7 βαθμούς Κελσίου, έναντι του 1,5 βαθμού, που τέθηκε ως στόχος-όριο στη Διάσκεψη του Παρισιού, το 2015. Το 80% των επιστημόνων προβλέπει αύξηση τουλάχιστον κατά 2,5 βαθμούς, ενώ το 42% πιστεύει ότι η θερμοκρασία θα ανέβει περισσότερο από 3 βαθμούς μέχρι το 2050 (χρονιά που, θεωρητικά, θα σφράγιζε την επίτευξη μηδενικών εκπομπών). Κι επειδή όλα αυτά φαίνονται, ακόμα, πολύ θεωρητικά και συνεχίζουν να μη συγκινούν, τόσο οι επιστήμονες όσο και εκείνοι που πιστεύουμε στην επιστήμη είμαστε αναγκασμένοι να τα κάνουμε εικόνα.
Ηδη, όπως είναι τα πράγματα, με αύξηση της θερμοκρασίας κατά 1,2 βαθμούς, η ανθρωπότητα υποφέρει σε πρωτοφανή βαθμό και με πρωτοφανή ρυθμό: λιώσιμο των πάγων, ξηρασία, διαταραχή του φυσικού κύκλου προκαλούν κάθε χρόνο περισσότερα πρώην «ακραία» και νυν τακτικά και επαναλαμβανόμενα φαινόμενα – καύσωνες, πυρκαγιές, ξηρασίες, πλημμύρες, θύελλες, τυφώνες. Αν, με κάποιον μαγικό τρόπο που δεν φαίνεται πουθενά, η άνοδος σταματήσει στον 1,5 βαθμό και έχουν εν τω μεταξύ γίνει οι προσαρμογές για μια ριζική αλλαγή στον τρόπο παραγωγής και κατανάλωσης – μηδέν εξορύξεις ορυκτών καυσίμων, πλήρως καθαρή ενέργεια, μόνο ηλεκτρικά μεταφορικά μέσα, εντελώς άλλη αγροτική παραγωγή, νέες υποδομές στις πόλεις και τις επιχειρήσεις –, τότε η καταστροφή είναι δυνατόν να ανασχεθεί και, σταδιακά, να αναστραφεί. Με 2,7 βαθμούς άνοδο, 2 δισεκατομμύρια άνθρωποι θα βρεθούν εκτός «κλιματικού καταφυγίου», δηλαδή θα (επιχειρούν να) ζουν υπό χειρότερες συνθήκες από αυτές υπό τις οποίες εξελίχθηκε και προόδευσε η ανθρωπότητα, και ο πολιτισμός, τα τελευταία 10.000 χρόνια. Ο κόσμος θα γίνει αφιλόξενος για τον άνθρωπο. Με αύξηση τριών βαθμών, θα υπάρξουν εκατομμύρια νεκροί, πόλεις σαν τη Σαγκάη, το Ρίο ντε Τζανέιρο, το Μαϊάμι, αλλά και τη Χάγη, θα πλημμυρίσουν, τεράστιες αγροτικές εκτάσεις θα χαθούν, λιμοί, πόλεμοι (πρώτα απ’ όλα για το νερό) και μαζικές μετακινήσεις πληθυσμών θα αποτελούν μέρος της «νέας κανονικότητας». Το περιβάλλον θα είναι εχθρός. Το λέω ξανά: αυτά δεν είναι σενάρια και δεν λέγονται για να φοβίσουν, μόνο για να ξυπνήσουν.
Γιατί δεν ξυπνάμε λοιπόν; Ισως αυτό να είναι το σταυρικό πολιτικό ερώτημα της εποχής μας. Πάντως όχι από την έλλειψη πληροφόρησης ή φωνών που να καλούν σε εγρήγορση και αγώνα – ένα από τα ελάχιστα θετικά στοιχεία αυτού του εφιάλτη, μαζί με τη βοήθεια που προσφέρει η τεχνολογία στην «πράσινη μετάβαση», είναι η κινητοποίηση των νέων. Και η επιστήμη αγρυπνεί και διεθνή συνέδρια γίνονται και συμφωνίες υπογράφονται και (χιλιάδες) βιβλία κυκλοφορούν και κόμματα ιδρύονται. Το έξοχο βιβλίο των Κόκκαλη και Κοντιάδη που κυκλοφόρησε πρόσφατα στη χώρα μας («Ο κόσμος καίγεται. Αλλάξτε το σύστημα, όχι το κλίμα») δίνει όλα τα στοιχεία και τα συνδέει με την αναγκαία πολιτιστική επανάσταση: να αλλάξουμε τρόπο αντίληψης της προόδου και του γενικού καλού. Κι όμως: οι δυνάμεις της άρνησης ή της απάθειας, καθώς και ιδιωτικά συμφέροντα και κέρδη, συνεχίζουν να επιβάλλονται. Και να μας οδηγούν συλλογικά εκεί που ξέρουμε ότι μας οδηγούν.