Ο Πέδρο Αρίσπε δεν ήξερε τι σημαίνει πατρίδα. Πατρίδα ήταν το μέρος όπου είχε γεννηθεί, αλλά τι τον ένοιαζε, άλλωστε τον είχε ρωτήσει κανείς; Ηταν και το μέρος όπου τσάκιζε τη μέση του δουλεύοντας εργάτης σε ένα παρασκευαστήριο κρέατος, αλλά και πάλι τι τον ένοιαζε όποιο κι αν ήταν το αφεντικό, όποια κι αν ήταν η γεωγραφία. Οταν όμως η εθνική ομάδα της Ουρουγουάης κέρδισε στη Γαλλία το χρυσό μετάλλιο στους Ολυμπιακούς Αγώνες του 1924, ο Αρίσπε ήταν ανάμεσα στους θριαμβευτές παίκτες της. Και καθώς έβλεπε τη σημαία της Ουρουγουάης, με τον ήλιο και τις τέσσερις γαλάζιες γραμμές, να υψώνεται αργά στην τιμητική θέση, πάνω από όλες τις άλλες, ο Αρίσπε ένιωσε ότι το στήθος του πήγαινε να σπάσει.
Τέσσερα χρόνια αργότερα η Ουρουγουάη κέρδισε και στους Ολυμπιακούς Αγώνες της Ολλανδίας. Και ο Ατίλιο Ναράνσιο, ένας από τους ηγέτες της Ουρουγουάης, που το 1924 είχε υποθηκεύσει το σπίτι του για v’ αγοράσει τα εισιτήρια των παικτών, είπε: «Δεν είμαστε πια εκείνη η μικρή κουκίδα στον χάρτη του κόσμου». Η γαλάζια φανέλα ήταν η απόδειξη ότι η Ουρουγουάη δεν ήταν ένα λάθος, ήταν ένα έθνος, και το ποδόσφαιρο είχε ανασύρει αυτή τη μικρή χώρα από τα σκοτάδια της παγκόσμιας ανωνυμίας.
Οι πρωταγωνιστές των θαυμάτων εκείνων του 1924 και του 1928 ήταν εργάτες και πλανόδιοι, που από το ποδόσφαιρο εισέπρατταν μόνο την ανείπωτη χαρά να παίζουν. Ο Πέδρο Αρίσπε δούλευε στα σφαγεία, ο Χοσέ Νασάτσι έκοβε μάρμαρα, ο Περούτσο Πετρόνε ήταν μανάβης, o Πέδρο Σέα μοίραζε πάγο, ο Χοσέ Λεάνδρο Ανδράδε ήταν οργανοπαίχτης στα καρναβάλια και λούστρος.
Ολοι τους εικοσάρηδες πάνω κάτω, αν και στις φωτογραφίες μοιάζουν με μεσήλικες. Γιάτρευαν τις πληγές τους με αλατόνερο, έμπλαστρα με ξίδι και κανένα ποτηράκι κρασί. Το 1924 έφτασαν στην Ευρώπη ταξιδεύοντας τρίτη θέση, και στη συνέχεια δανείστηκαν για να μετακινηθούν με βαγόνια δεύτερης θέσης, ενώ κοιμόντουσαν σε ξύλινα καθίσματα, κι έπαιζαν τον έναν αγώνα μετά τον άλλο, με αντάλλαγμα στέγη και τροφή.
Πριν φτάσουν στο Παρίσι, έπαιξαν εννιά αγώνες στην Ισπανία και κέρδισαν και τους εννιά. Ηταν η πρώτη φορά που μια χώρα της Λατινικής Αμερικής έπαιζε στην Ευρώπη. Στον πρώτο της αγώνα η Ουρουγουάη αντιμετώπισε τη Γιουγκοσλαβία. Οι Γιουγκοσλάβοι έστειλαν κατασκόπους στην προπόνηση. Οι Ουρουγουανοί το αντιλήφθηκαν κι άρχισαν να βαράνε κλοτσιές στο χορτάρι, να στέλνουν την μπάλα στον… ουρανό, να σκοντάφτουν και να κουτουλάνε μεταξύ τους.
Οι κατάσκοποι ανέφεραν: «Τα καημένα τα παιδιά, κι έκαναν τόσο ταξίδι…». Μόνο δύο χιλιάδες άτομα παρακολούθησαν εκείνο τον πρώτο αγώνα. Η σημαία της Ουρουγουάης υψώθηκε ανάποδα, με τον ήλιο στην κάτω μεριά, κι αντί για τον εθνικό ύμνο ακούστηκε ένα βραζιλιάνικο εμβατήριο. Εκείνο το απόγευμα η Ουρουγουάη κέρδισε τη Γιουγκοσλαβία 7-0.
Και τότε συνέβη κάτι σαν τη δεύτερη ανακάλυψη της Αμερικής. Από παιχνίδι σε παιχνίδι, τα πλήθη έτρεχαν να δουν εκείνους τους άνδρες που γλιστρούσαν σαν σκίουροι, που έπαιζαν σκάκι με την μπάλα. Η αγγλική σχολή είχε επιβάλει τη μακρινή πάσα και το ψηλό παιχνίδι, αλλά αυτοί οι τυχάρπαστοι, από την άλλη άκρη της γης, αγνοούσαν τον δάσκαλο.
Προτιμούσαν να επινοούν ένα παιχνίδι με κοντινές πάσες κατευθείαν στο πόδι, με αστραπιαίες αλλαγές στον ρυθμό και ταχύτατες ντρίμπλες. Ο Ανρί ντε Μοντερλάν, αριστοκράτης και συγγραφέας, δημοσίευσε με ενθουσιασμό: «Μια αποκάλυψη. Ιδού το αληθινό ποδόσφαιρο. Ο,τι γνωρίζαμε και ό,τι παίζαμε μέχρι σήμερα, σε σύγκριση με αυτό που βλέπουμε, δεν ήταν παρά παιχνίδι για μαθητούδια».
Εκείνο το ποδόσφαιρο της Ουρουγουάης των Ολυμπιακών Αγώνων του 1924 και του 1928, που στη συνέχεια κέρδισε τα Παγκόσμια Κύπελλα του 1930 και του 1950, οφείλεται, σε μεγάλο βαθμό, στην πολιτική της προαγωγής του αθλητισμού, χάρη στην οποία δημιουργήθηκαν γήπεδα σε ολόκληρη τη χώρα. Εχουν περάσει πολλά χρόνια, και από εκείνο το κράτος με κοινωνική ευαισθησία απέμεινε μόνο η νοσταλγία.
Από εκείνο το ποδόσφαιρο επίσης. Μερικοί παίκτες, όπως ο πολύς Εντσο Φραντσεσκόλι, κατάφεραν να κληρονομήσουν και να ανανεώσουν την παλιά τεχνική, αλλά σε γενικό βαθμό το ποδόσφαιρο της Ουρουγουάης βρίσκεται πολύ μακριά από εκείνο που ήταν. Ολοένα και λιγότερα παιδιά το παίζουν, ολοένα και λιγότεροι οι άνδρες που το παίζουν με χάρη. Ομως δεν υπάρχει Ουρουγουανός που να μην αισθάνεται ειδήμονας σε θέματα τακτικής και στρατηγικής του ποδοσφαίρου, ή ακαδημαϊκός ως προς την ιστορία του.
Το πάθος των Ουρουγουανών για το ποδόσφαιρο προέρχεται από εκείνα τα βάθη του χρόνου και οι ρίζες του είναι ακόμα ορατές: κάθε φορά που παίζει η εθνική ομάδα, κόβεται η ανάσα της χώρας, κλείνουν το στόμα τους οι πολιτικοί, οι τραγουδιστές και οι σαλτιμπάγκοι, οι ερωτευμένοι σταματούν τα χάδια τους και οι μύγες σταματούν να πετάνε.
Η Ευρώπη δεν είχε δει ποτέ της μαύρο να παίζει ποδόσφαιρο. Στους Ολυμπιακούς Αγώνες του 1924 o Χοσέ Λεάνδρο Ανδράδε έλαμψε με το αριστουργηματικό του παιχνίδι. Παίζοντας στη μεσαία γραμμή, εκείνος ο γίγαντας με το σώμα λάστιχο κυκλοφορούσε την μπάλα δίχως v’ αγγίζει ποτέ αντίπαλο, κι όταν ξεχυνόταν στην επίθεση, λύγιζε το σώμα του με τρόπο που τους έκανε να σκορπίζουν. Σε έναν αγώνα διέσχισε το μισό γήπεδο με την μπάλα αποκοιμισμένη στο κεφάλι του. Το κοινό τον αποθέωνε, ο γαλλικός Τύπος τον αποκαλούσε το «Μαύρο θαύμα». Οταν τέλειωσαν οι αγώνες, o Ανδράδε παρέμεινε για λίγο καιρό στο Παρίσι, κάνοντας μποέμικη ζωή, κι έγινε ο βασιλιάς των καμπαρέ.
Τα μποτίνια από λουστρίνι αντικατέστησαν τα πάνινα ξεφτισμένα παπούτσια που είχε φέρει από το Μοντεβιδέο, κι ένα ημίψηλο καπέλο πήρε τη θέση του φθαρμένου κασκέτου. Οι εφημερίδες της εποχής μιλούσαν κολακευτικά για τον μονάρχη της νυχτερινής ζωής του Πιγκάλ: χορευτικό βήμα, ανάλαφρο, ασυνήθιστοι μορφασμοί, μισόκλειστα μάτια, απόμακρα, κι ένα στυλ ντυσίματος που έβγαζε μάτι: μεταξωτά μαντίλια, ριγέ σακάκι, κίτρινα γάντια και μπαστούνι με ασημένια λαβή.
Ο Ανδράδε πέθανε στο Μοντεβιδέο, πολλά χρόνια αργότερα. Οι φίλοι του προσπάθησαν να οργανώσουν κάποιες εκδηλώσεις για την οικονομική του στήριξη. Πέθανε φυματικός και πάμφτωχος. Το πρώτο είδωλο του παγκόσμιου ποδοσφαίρου ήταν μαύρος, Νοτιοαμερικανός και φτωχός.
Οι ουρουγουανοί παίκτες σχημάτιζαν διαδοχικά οχτάρια στο χορτάρι κι αυτές οι ντρίμπλες ονομάστηκαν φιογκάκια (monas). Οι γάλλοι δημοσιογράφοι θέλησαν να μάθουν το μυστικό εκείνων των ακροβατικών, που άφηναν στήλη άλατος τους αντιπάλους. Ο Χοσέ Λεάνδρο Ανδράδε τούς αποκάλυψε το μυστικό, μέσω διερμηνέα: οι παίκτες έκαναν εξάσκηση κυνηγώντας κότες, που διέγραφαν οχτάρια. Οι δημοσιογράφοι το πίστεψαν και το δημοσίευσαν. Πολλά χρόνια αργότερα, στο νοτιοαμερικανικό ποδόσφαιρο τα επιδέξια φιογκάκια ξεσήκωναν τον κόσμο όσο και τα γκολ. Ολοι θυμούνται τον Βάλτερ Γκόμες, εκείνη τη βολίδα που βούταγε στον βάλτο των ποδιών των αντιπάλων και τους άδειαζε όλους με αλλεπάλληλα οχτάρια. Οι κερκίδες τραγουδούσαν: Ο κόσμος δεν πάει να ξαποστάσει, το παιχνίδι του Γκόμες να μη χάσει.
Του Γκόμες του άρεσε να ζυμώνει την μπάλα. Οταν του την έπαιρναν, ήταν γι’ αυτόν προσβολή. Κανένας προπονητής δεν θα τολμούσε να του πει, όπως συνηθίζουν σήμερα: «Αν θες να ζυμώσεις, πήγαινε στον φούρνο». Το φιογκάκι, όχι μόνο επιτρεπόταν ως σκανταλιά, αλλά το απαιτούσαν και οι θεατές, γιατί τους έδινε χαρά. Σήμερα αυτές οι φιοριτούρες απαγορεύονται ή τουλάχιστον αντιμετωπίζονται με καχυποψία: θεωρούνται εγωιστική επιδειξιμανία, που προδίδει το ομαδικό πνεύμα, και είναι εντελώς άχρηστες απέναντι στα σιδερένια αμυντικά συστήματα του σύγχρονου ποδοσφαίρου.