Στη σκαλέτα κάθε προεκλογικής εκστρατείας η οποία σχεδιάζεται σαν door to door εξόρμηση που θα παίξει στις οθόνες κινητών τηλεφώνων υπάρχουν ατάκες που εκστομίζονται είτε για να τονώσουν το κομματικό φρόνημα, είτε για να δημιουργήσουν σε όσους δεν παρακολουθούν στενά τα παραλειπόμενα της πολιτικής αντιπαράθεσης και τους ποιοτικούς δείκτες των δημοσκοπήσεων την αίσθηση πως ένα κόμμα ίσως κάνει την έκπληξη.

Οπότε, οι μυημένοι στις επικοινωνιακές μεθόδους δεν εκπλήσσονται όταν ακούν τον Στέφανο Κασσελάκη να μιλάει για «συνεχώς ανεβασμένα» ποσοστά, «αρκετά κοντά στο 20%». Ή τα στελέχη του να παρατηρούν «μια ανοδική δυναμική η οποία είναι εξαιρετικά επίμονη» και ικανή να φέρει «δραματική αλλαγή του σκηνικού». Κανείς άλλωστε δεν προμόταρε ποτέ επιτυχημένα ένα πολιτικό προϊόν παραδεχόμενος ον κάμερα τις αδυναμίες του.

Είκοσι μέρες πριν απ’ την κάλπη ο ΣΥΡΙΖΑ δεν έχει άλλη εναλλακτική παρά να αυτοσυστήνεται ως ενδυναμωμένος προκειμένου να κερδίσει τη μάχη της δεύτερης θέσης. Είναι όμως τόσο καλά για εκείνον τα προγνωστικά όσο ισχυρίζεται; Οποιοι υποτιμούν την αξία αυτών των αφηγημάτων – επικαλούμενοι λογικά επιχειρήματα για το άνοιγμα της ψαλίδας, π.χ. – ξεχνούν κάτι.

Δεδομένα

Παραβλέπουν πως χάρη σε μια τέτοια τακτική ο ΣΥΡΙΖΑ κατόρθωσε τον Ιούνιο του 2019 να πείσει μέχρι και νεοδημοκράτες ότι το αποτέλεσμα της 7ης Ιουλίου θα κριθεί στον πόντο. Από την άλλη, βέβαια, τα θαύματα που γίνονται πίσω απ’ τα εκλογικά παραβάν είθισται κάπως να έχουν διαφανεί.

Στο πρόσφατο κύμα ερευνών κοινής γνώμης, το ανώτατο όριο που πιάνει ο ΣΥΡΙΖΑ στην εκτίμηση ψήφου είναι 18%, ενώ καμία δεν ενισχύει το σενάριο το οποίο διακινεί για μονοψήφια διαφορά με τη ΝΔ. Ενας έμπειρος εκλογολόγος βάζει στην εξίσωση και το εύρος της επιρροής του προέδρου του, υπογραμμίζοντας ότι δεν έχει ξεπεράσει ποτέ το 23%.

Το αναφέρει για να εξηγήσει πως ακόμη και το πιο δυνατό όπλο του ΣΥΡΙΖΑ δείχνει να έχει περιορισμένο δραστικό βεληνεκές. Κανένα από τα παραπάνω δεδομένα δεν πτοεί το κασσελακικό επιτελείο γιατί βασίζει τις ελπίδες του σε ένα κοινό το οποίο αδυνατούν να ψυχογραφήσουν οι δημοσκόποι, αφού δεν τους σηκώνει το τηλέφωνο. Σύμφωνοι.

Ωστόσο, απ’ το 2015 κι έπειτα (από το δημοσκοπικό annus horribilis και μετά, δηλαδή) αυτοί οι ψηφοφόροι υπάρχουν ανάμεσά μας αλλά οι δημοσκοπήσεις δεν πέφτουν έξω. Γιατί αν πολεμάς τον ίδιο δράκο δυο φορές, δεν είναι ο ίδιος δράκος.