Η φυσική πορεία της οικονομικής ανάπτυξης, έλεγε ένα παλαιότερο αξίωμα, είναι στις πλουσιότερες οικονομίες οι άνθρωποι να δουλεύουν λιγότερο. Με αυτό το όραμα μεγάλωσε και η γενιά μας. Οτι η χώρα μας θα αυξάνει τον πλούτο της και σταδιακά θα μειώνονται οι ώρες εργασίας, ενώ τα εισοδήματα ακόμα και αν δεν αυξάνονται θα μένουν σταθερά. Στην Ελλάδα το καταλάβαμε νωρίς ότι αυτό δεν θα ισχύσει, τουλάχιστον για τις σημερινές γενιές. Το εντυπωσιακό είναι ότι το συγκεκριμένο αξίωμα έχει όσο περνά ο καιρός και μικρότερη σημασία στην Ευρώπη όπου η οικονομική ανάπτυξη παραμένει στάσιμη και το δημογραφικό πρόβλημα από τη γήρανση του πληθυσμού φουντώνει. Στοιχεία της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας δείχνουν το ασύμβατο. Ενώ η ευρωπαϊκή οικονομία κλυδωνίζεται, οι κάτοικοί της εργάζονται σημαντικά λιγότερο από τους αμερικανούς εργαζομένους και μάλιστα η ψαλίδα συνεχώς ανοίγει.
Στη Γερμανία όπου καταγράφονται οι λιγότερες μέσες ώρες εργασίας στην Ευρωπαϊκή Ενωση, το οικονομικό της πρόβλημα πήρε την εβδομάδα που μας πέρασε και δημοσιονομική διάσταση, καθώς ο υπουργός Οικονομικών Λίντνερ αποκάλυψε μια «τρύπα» στα φορολογικά έσοδα για την επόμενη πενταετία που ξεπερνά τα 42 δισ. ευρώ! Περίπου 5,6 δισ. λιγότερα θα είναι τα φετινά φορολογικά έσοδα σε σχέση με την πρόβλεψη του περασμένου Οκτωβρίου. Για να υπάρχει μια πλήρης εικόνα, τα περίπου 381,2 δισ. θα περιοριστούν σε 375,6 δισ. Του χρόνου η απόκλιση εκτιμάται ότι θα ξεπεράσει τα 10 δισ. και το 2026 τα 8 δισ. Στην Ελλάδα όπου δουλεύουμε περισσότερο από όλους στην Ευρώπη σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία και έχουμε παραδόξως για διάστημα άνω των δύο ετών έναν από τους πιο υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης, το θέμα της διευκόλυνσης της αύξησης των ωρών εργασίας είναι σημαντικό. Συνδέεται με μια πληγή προμνημονιακή της χώρας, που είναι η μειωμένη παραγωγικότητα. Αρα και εμείς πρέπει να δούμε ενεργότερα το θέμα, χωρίς να προκαλέσουμε δημοσιονομικό πρόβλημα.
Ενα βήμα προς αυτή την κατεύθυνση ήταν η διαφορετική φορολογική αντιμετώπιση των συνταξιούχων εργαζομένων που φανέρωσε έναν επιπλέον αριθμό ενεργού εργατικού δυναμικού άνω των 50.000 ανθρώπων. Με δεδομένη ωστόσο την παγίωση της ανεργίας σε επίπεδα κοντά στο 10%, η πρώτη αυτή ρύθμιση είναι σαφές ότι δεν αρκεί.
Η μια λύση που έχουμε είναι να καθίσουμε, να περιμένουμε να αποδώσουν τα περίφημα προγράμματα κατάρτισης, με προϋπολογισμό πολύ πάνω από εννιαψήφιο στα τρέχοντα κονδύλια του Ταμείου Ανάκαμψης, προκειμένου να αντιμετωπιστεί αυτό που λέμε διαρθρωτική ανεργία. Η εμπειρία έχει δείξει ότι στο ποσοστό που αποδίδουν αυτά τα προγράμματα, το αποτέλεσμά τους φαίνεται έπειτα από χρόνια. Και εμείς επειγόμαστε να καλύψουμε τώρα τις πολλές κενές θέσεις εργασίας που έχουμε στην οικονομία μας.
Η άλλη λύση είναι να κάτσουμε να δούμε ξανά τη φορολογική και επιδοματική μας πολιτική δίνοντας κίνητρα για παραπάνω απασχόληση ή αντικίνητρα για λιγότερο «καθισιό». Το πρώτο πρόβλημα που θα μπορούσαμε να αντιμετωπίσουμε σε αυτή την κατεύθυνση είναι η μείωση των υπέρογκων φόρων που επιβαρύνουν την υπερωριακή απασχόληση. Το δεύτερο είναι πιο δύσκολο πολιτικά, αλλά αναγκαίο οικονομικά και περνά από την επανεξέταση της μακράς λίστας των δικαιούχων των επιδομάτων. Ισως μια προσεκτική και κοινωνικά δίκαιη δουλειά σε αυτή την κατεύθυνση να φανέρωνε ότι η ανεργία μας δεν είναι τελικά τόσο διαρθρωτική όσο φαίνεται.