H Αριστερά στην Ελλάδα, όλων των αποχρώσεων, είχε ένα σάουντρακ – και τις παραλλαγές του: τα εμβατηριακά τραγούδια του Μίκη Θεοδωράκη, εμπλουτισμένα με διάφορα άλλα εξίσου εμβατηριακά που αντλούσαν έμπνευση απ’ αυτά. Το ΠΑΣΟΚ, που τα πρώτα μεταπολιτευτικά χρόνια εμφανιζόταν ως αναπλήρωμα του ΚΚΕ, η βατή εκδοχή του, εκτός από τον «Ηλιο που θα τον μεθύσουμε» του Λοΐζου σε στίχους Δημήτρη Χριστοδούλου, και ανεπίσημα τα τραγούδια του Μπακαλάκου και του Ανδριόπουλου, είχε υιοθετήσει τα «Κάρμινα Μπουράνα» του Καρλ Ορφ, μια καντάτα που ο γερμανός συνθέτης είχε στηρίξει σε σειρά δημωδών τραγουδιών του 13ου αιώνα, γραμμένα σε λατινικά εμπλουτισμένα με γαλλικά ή γερμανικά ιδιώματα της εποχής, κατά κύριο λόγο σατιρικές συνθέσεις που σατίριζαν την Εκκλησία και, κάποια απ’ αυτά, εξυμνούσαν την ευωχία της ταβέρνας.
Αν στο πέρασμα του χρόνου έμεινε αδιατάρακτη μια σταθερά, αυτή ήταν το μουσικό σάουντρακ στις συγκεντρώσεις των κομμάτων. Ακόμα κι αν εμπλουτίστηκαν οι αναφορές και, σε μερικές περιπτώσεις, μπήκαν και κάποια ξένα κομμάτια, το εμβατηριακό της μεταπολίτευσης παρέμεινε κυρίαρχο στις συγκεντρώσεις. Παρότι άλλαξαν τα μουσικά γούστα, το κεντρικό μοντέλο δεν άλλαξε.
Κατανοώ γιατί. Το εμβατηριακό/θεοδωρακικό τραγούδι έχει ισχυρά σημαινόμενα: είναι λαϊκό και παραπέμπει στους αγώνες και τις θυσίες που είναι κεντρικός συμβολισμός των αριστερών κομμάτων. Επειδή μάλιστα περιβλήθηκε με την αίγλη της ποιότητας, μπορεί ανέτως να συγγενεύει με τα είδη της λαϊκής διασκέδασης την οποία, συχνά, επιτρέπουν ακόμα και οι ηγέτες στον εαυτό τους. Ρεμπέτικα, λαϊκά με μήνυμα και τα λεγόμενα «έντεχνα» (λαϊκά με πιο ασαφείς στίχους για νεότερους ελληνοκεντρικούς «ψαγμένους») είναι ακούσματα επιτρεπτά και για μέλη και για αρχηγούς.
Ο μόνος από τους πολιτικούς ηγέτες που λοξοδρόμησε από την ορθότητα των μουσικών ιδιωμάτων τα οποία θεωρούνταν συνυφασμένα με την ιδεολογία τους ήταν ο Ανδρέας Παπανδρέου, στον οποίο, εκτός από τις ζεϊμπεκιές (τις οποίες κληροδότησε και στον γιο του, τον Γιώργο), άρεσαν και σκυλάδικα – με κορυφαία τα τραγούδια της Ρίτας Σακελλαρίου και το «Ερωτά μου αγιάτρευτε» στην ερμηνεία της Κατερίνας Στανίση. Ηταν ο ήχος της αποκαθήλωσης του αρχηγού τα χρόνια της τελευταίας κυβερνητικής θητείας του, όταν η σχέση του με τη Δήμητρα Λιάνη επικρίθηκε ιδιαίτερα (μαζί με την είσοδο αεροσυνοδών και αστρολόγων στο περιβάλλον του Μαξίμου).
Ο επόμενος μετά τον Ανδρέα αρχηγός αριστερού κόμματος, που μάλιστα επισκέφτηκε το μαγαζί όπου τραγουδά ο Αργυρός, στο οποίο δεν παίζει αποκλειστικά τα «εγκεκριμένα» άσματα ήταν, τις προάλλες, ο Στέφανος Κασσελάκης (μάλιστα την επομένη επιχείρησε, όπως προηγουμένως ο προκάτοχός του, ο Αλέξης Τσίπρας, να οικειοποιηθεί την κληρονομιά του Ανδρέα). Ο Κασσελάκης πήγε βέβαια σε σόου που πλέον είναι μετεξέλιξη του παλαιού σκυλάδικου. Στα σόου αυτού του τύπου, όπου κυριαρχεί η καψούρα με πολύ καλές ενορχηστρώσεις και όπου το κίνητρο της λαϊκής διασκέδασης, δηλαδή του ξοδέματος, συνοδεύεται από την επίδειξη, μπορεί να ακούγονται απενοχοποιημένα ακόμα και λαϊκά από σάουντρακ σε κομματικές εκδηλώσεις.
Αλλά οι συνδηλώσεις είναι πια άλλες. Κι η μεγάλη προέλαση προς την εξουσία με εμβατήρια μπορεί να περιμένει, ο αρχηγός Κασσελάκης διασκεδάζει. Λαϊκά, αλλά σε σουίτα, επειδή άλλο πράγμα ο λαός κι άλλο το Κολωνάκι. Σε αυτό το περιβάλλον μπορεί να υψώσει και τη γροθιά. «Πάρ’ το στεφάνι μας, πάρ’ το γεράνι μας», πρόεδρε. «Εμείς θα ζήσουμε κι ας είμαστε φτωχοί». Ηθελα να ‘ξερα, οι αριστεροί που ακόμα ψηφίζουν ΣΥΡΙΖΑ δεν αισθάνονται κορόιδα;