Το σκάνδαλο, που προκάλεσε τη μόλυνση ή τον θάνατο χιλιάδων ανθρώπων στη Μεγάλη Βρετανία από μολυσμένο αίμα, ήταν δυνατό να αποφευχθεί και να οξυνθεί από μια «λεπτή, διάχυτη και ανατριχιαστική» συγκάλυψη από το βρετανικό σύστημα Υγείας (NHS) και την κυβέρνηση, όπως αποκαλύπτει έκθεση-κόλαφος.
Σύμφωνα με τον «Guardian», στο πολυαναμενόμενο συμπέρασμα μιας πενταετούς έκθεσης, ο Σερ Μπράιαν Λάνγκσταφ, ο οποίος προήδρευσε της έρευνας, δήλωσε ότι η καταστροφή θα μπορούσε «σε μεγάλο βαθμό, αν και όχι εξ ολοκλήρου, να είχε αποφευχθεί», αλλά οι διαδοχικές κυβερνήσεις και άλλοι αρμόδιοι «δεν έθεσαν την ασφάλεια των ασθενών σε προτεραιότητα«.
Περισσότεροι από 30.000 άνθρωποι στη Μεγάλη Βρετανία, 3.000 εκ των οποίων πέθαναν, μολύνθηκαν από αίμα, από τη δεκαετία του 1970 έως τις αρχές της δεκαετίας του 1990, είτε από τη λήψη μεταγγίσεων κατά τη διάρκεια χειρουργικών επεμβάσεων είτε μέσω προϊόντων που δημιουργήθηκαν με τη χρήση πλάσματος αίματος και εισήχθησαν από τις ΗΠΑ για τη θεραπεία αιμορροφιλικών ασθενών.
Επισημαίνεται πως η τελική έκθεση των 2.527 σελίδων διαπίστωσε ότι η αλήθεια για τους κινδύνους δεν είχε γίνει γνωστή στους ασθενείς και, σε ορισμένες περιπτώσεις, μολύνθηκαν κατά τη διάρκεια ερευνών που πραγματοποιήθηκαν χωρίς τη συγκατάθεσή τους ή, στην περίπτωση των παιδιών, χωρίς τη συγκατάθεση των γονέων τους. Υπήρχαν, επίσης, καθυστερήσεις στην ενημέρωση των ασθενών για τις μολύνσεις τους που, σε ορισμένες περιπτώσεις, έφταναν τα χρόνια.
Η έκθεση για το μολυσμένο αίμα στη Μεγάλη Βρετανία
Ο Σερ Μπράιαν Λάνγκσταφ δήλωσε ότι οι κίνδυνοι ηπατίτιδας που ενέχουν οι μεταγγίσεις αίματος ή η χρήση πλάσματος, ήταν γνωστοί πριν από την ίδρυση του NHS το 1948, ενώ η εισαγωγή προϊόντων του παράγοντα VIII δεν θα έπρεπε ποτέ να είχε αδειοδοτηθεί το 1973. Είπε, ακόμα, ότι οι αποτυχίες της θεραπείας επιδεινώθηκαν από την άρνηση και τη συσκότιση. Αυτό περιελάμβανε την «παραπλανητική» συχνά επαναλαμβανόμενη δήλωση ότι δεν υπήρχε «καμία πειστική απόδειξη» ότι το AIDS μπορούσε να μεταδοθεί με τη μετάγγιση αίματος και προϊόντων αίματος, όταν εμφανίστηκε η επιδημία του HIV κατά τη δεκαετία του 1980, και αργότερα την εσκεμμένη καταστροφή επίσημων εγγράφων.
Περισσότεροι από 30.000 άνθρωποι στη Μεγάλη Βρετανία, 3.000 πέθαναν, μολύνθηκαν από αίμα, από τη δεκαετία του 1970 έως τις αρχές της δεκαετίας του 1990
Πάντως, ο ίδιος καταδίκασε την κουλτούρα στην οποία «κυριαρχούσαν οι οικονομικοί λόγοι και η φήμη», ενώ η σημερινή κυβέρνηση επικρίθηκε για την αποτυχία της να εφαρμόσει πλήρως τις συστάσεις σχετικά με την αποζημίωση. Ο Σερ Μπράιαν Λάνγκσταφ σημείωσε τα εξής: «Αν κάνουμε ένα βήμα πίσω και δούμε την αντίδραση του NHS και της κυβέρνησης, η απάντηση στο ερώτημα «υπήρξε συγκάλυψη;» είναι ότι υπήρξε. Όχι με την έννοια μιας χούφτας ανθρώπων που συνωμοτούσαν σε μια ενορχηστρωμένη συνωμοσία για να παραπλανήσουν, αλλά με έναν τρόπο που ήταν πιο λεπτός, πιο διάχυτος και πιο ανατριχιαστικός στις επιπτώσεις του. Για να σωθούν τα προσχήματα και να εξοικονομηθούν τα έξοδα, υπήρξε απόκρυψη μεγάλου μέρους της αλήθειας».
Ακόμα, ο Σερ Μπράιαν Λάνγκσταφ πρόσθεσε: «Επί δεκαετίες, οι διαδοχικές κυβερνήσεις επαναλάμβαναν γραμμές που ήταν ανακριβείς, αμυντικές και παραπλανητικές. Η επίμονη άρνησή της να διεξαγάγει δημόσια έρευνα, σε συνδυασμό με μια αμυντική νοοτροπία που αρνιόταν να δεχτεί ότι είχε γίνει λάθος, άφησε τους ανθρώπους χωρίς απαντήσεις και χωρίς δικαιοσύνη. Αυτό σήμαινε, επίσης, ότι πολλοί άνθρωποι που είναι χρόνια άρρωστοι, αισθάνθηκαν υποχρεωμένοι να αφιερώσουν τον χρόνο και την ενέργειά τους στη διερεύνηση και στην εκστρατεία, συχνά με μεγάλο προσωπικό κόστος».
Η έκθεση περιέχει πολλά παραδείγματα ερευνών, φορέων υγείας, εσωτερικών κυβερνητικών προειδοποιήσεων και του Τύπου, που χτυπούν καμπανάκι για τους κινδύνους από το μολυσμένο αίμα – μόνο που οι γιατροί και οι υπουργοί δεν αλλάζουν ρότα. Για παράδειγμα, το 1952, ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας (ΠΟΥ) ανέφερε την «ηπατίτιδα του ορού» ως σοβαρό πρόβλημα και πρότεινε πέντε μέτρα για τη μείωση του κινδύνου, τα οποία, σύμφωνα με τον Σερ Μπράιαν Λάνγκσταφ, αν υιοθετούνταν, «είναι εύλογο να πιστεύουμε ότι ένα σημαντικό μέρος της βλάβης στην οποία επικεντρώνεται η παρούσα έρευνα θα μπορούσε να είχε αποφευχθεί».