Σκληρή προμηνύεται το προσεχές διάστημα η στάση της Αθήνας απέναντι στα Σκόπια, στον απόηχο της θύελλας αντιδράσεων από την επιλογή της νέας προέδρου Γκορντάνα Σιλιάνοφσκα-Ντάβκοβα να αποκαλέσει, κατά την ορκωμοσία της, τη χώρα «Μακεδονία» – κάτι που εκ των υστέρων απέδωσε σε «πράξη ατομικού δικαιώματος αυτοδιάθεσης και αυτοπροσδιορισμού», με το γραφείο της να διαβεβαιώνει πως «θα τηρήσει την επίσημη εφαρμογή του συνταγματικού ονόματος».
Ενόψει της κάλπης της 9ης Ιουνίου, το ζήτημα στην Ελλάδα έχει μετατραπεί σε πεδίο πολιτικής αντιπαράθεσης. Η αξιωματική αντιπολίτευση ζητεί ψήφιση των τριών μνημονίων της Συμφωνίας των Πρεσπών που εκκρεμούν, τα οποία και κατέθεσε στη Βουλή ως πρόταση νόμου, ενώ ο έλληνας Πρωθυπουργός ξεκαθαρίζει πως η μη κύρωση των μνημονίων ήταν «συνειδητή» επιλογή της Ελλάδας που συνιστά όπλο διαπραγματευτικό, ενώ έκανε λόγο και για «δικαίωση της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής».
«Από την καρδιά της Μακεδονίας, θα είμαι απολύτως ξεκάθαρος. Δεν είχαμε ψηφίσει τη Συμφωνία των Πρεσπών. Αν όμως κάποιοι πιστεύουν ότι μπορεί να μη σεβαστούν τη Συμφωνία, ο δρόμος τους για την Ευρώπη θα μείνει κλειστός και τα μνημόνια δεν θα κυρωθούν» τόνισε χθες ο Κυριάκος Μητσοτάκης, ξεκαθαρίζοντας πως η ελληνική κυβέρνηση δεν θα κυρώσει τα μνημόνια όσο δεν υπάρχει από την άλλη πλευρά πλήρης συμμόρφωση. «Η Ελλάδα θα παρακολουθεί στενά την κατάσταση στη Βόρεια Μακεδονία» τόνισε από την Πράγα όπου βρισκόταν ο Γιώργος Γεραπετρίτης, στέλνοντας σαφές μήνυμα προς τη νέα πολιτειακή και πολιτική ηγεσία των Σκοπίων: «Ζητούμε από την κυβέρνηση και την πρόεδρο της Βόρειας Μακεδονίας να εφαρμόσουν πλήρως τη Συμφωνία των Πρεσπών. Είμαστε ανοικτοί να συζητήσουμε περαιτέρω, αλλά υποχωρήσεις στα προαπαιτούμενα δεν μπορούν να γίνουν ανεκτές».
Στον δρόμο της προέδρου
Εν αναμονή της στάσης που θα επιλέξει να υιοθετήσει ως προς το ζήτημα η νέα κυβέρνηση όταν σχηματιστεί και με δεδομένες τις ήδη διατυπωμένες προειδοποιήσεις ΕΕ και ΝΑΤΟ, από την Αθήνα έχουν μπει στο μικροσκόπιο όλοι οι πιθανοί μοχλοί πίεσης σε περίπτωση που τα Σκόπια επιλέξουν τον δρόμο της «ανυπακοής».
Σε κάθε περίπτωση, ο δρόμος που οδηγεί προς την πλήρη ένταξη μοιάζει να είναι προσωρινά κλειστός λόγω έντονων πολιτικών… κατολισθήσεων. Οι δηλώσεις της Σιλιάνοφσκα αφήνουν ορθάνοιχτο το ενδεχόμενο να καθυστερήσουν περαιτέρω ή ακόμη και να μπλοκάρουν οι ενταξιακές διαπραγματεύσεις. Πολύ περισσότερο καθώς και ο ηγέτης του VMRO DPMNE – και επόμενος πρωθυπουργός, πλην μεγάλου απροόπτου – Κρίστιαν Μίτσκοσκι, ισχυρίστηκε ότι δεν υφίσταται κανενός είδους παραβίαση της Συμφωνίας των Πρεσπών από τις δηλώσεις της προέδρου, διατηρώντας και για τον ίδιο ανάλογο δικαίωμα. Μάλιστα κάλεσε την Αθήνα «να σταματήσει τις απειλές» και διεμήνυσε πως η δική του κυβέρνηση δεν θα επαναλάβει τα σφάλματα του παρελθόντος: «Αν νομίζουν ότι παραβιάσαμε τη Συμφωνία, τότε υπάρχει Διεθνές Δικαστήριο».
Η στάση της Βουλγαρίας
Όσον αφορά τη Βουλγαρία, από την άλλη, μπορεί να επικαλείται και το γεγονός ότι η Βόρεια Μακεδονία δεν έχει προχωρήσει στην αναθεώρηση του Συντάγματός της βάσει όσων προβλέπει η πρόταση που είχε καταθέσει η Γαλλία και υιοθετήθηκε στο τέλος του 2022. Το δεδομένο αυτό δύσκολα θα αλλάξει στο ορατό μέλλον, καθώς για την αναθεώρηση απαιτείται πλειοψηφία δύο τρίτων στη βουλή, η οποία είναι εξαιρετικά δύσκολο, αν όχι αδύνατο, να επιτευχθεί, με δεδομένο ότι το VMRO κέρδισε 59 από τις 120 έδρες, ενώ άλλες 6 διασφάλισε ένα μικρότερο κόμμα που κινείται στη γραμμή του «αριστερού εθνικισμού».
Πάντως, όσοι ασχολούνται με τα ευρωπαϊκά και βαλκανικά θέματα γνωρίζουν ότι ο δρόμος προς την ΕΕ δεν άνοιξε ποτέ διάπλατα για το γειτονικό κράτος. Κι αυτό, παρά το ότι έχουν συμπληρωθεί ήδη 20 χρόνια από τον Μάρτιο του 2004 όταν, επί ελληνικής προεδρίας, κατατέθηκε επισήμως η αίτηση ένταξης, αλλά και παρά τις αλλεπάλληλες υποσχέσεις που έχουν δοθεί προς τις κυβερνήσεις και τον λαό της Βόρειας Μακεδονίας.
Στην πραγματικότητα θα ήταν άδικο να χρεώσει κανείς στα Σκόπια τη μεγάλη καθυστέρηση. Για του λόγου το αληθές, ήταν ο Εμανουέλ Μακρόν που τον Οκτώβριο του 2019, είχε θέσει βέτο στην έναρξη των ενταξιακών διαπραγματεύσεων προβάλλοντας το επιχείρημα πως η ΕΕ είναι αναγκασμένη πρώτα να λύσει τα εσωτερικά της προβλήματα και να αναθεωρήσει τις συνθήκες της και στη συνέχεια να προχωρήσει σε διεύρυνση. Ο πρόεδρος της Γαλλίας εφηύρε τότε το σχήμα της Ευρωπαϊκής Πολιτικής Ενωσης, με τη φιλοδοξία να εντάξει σε αυτό και όχι στην ΕΕ τα περισσότερα από τα υποψήφια προς ένταξη κράτη, αφήνοντάς τα να περιμένουν επ’ αόριστον στον «προθάλαμο».