Το Athens Digital Arts Festival, η μεγάλη διεθνής πλατφόρμα για τις ψηφιακές τέχνες στην Ελλάδα, γιορτάζει δύο δεκαετίες κι επιστρέφει από τις 16 έως τις 26 Μαΐου. Με τίτλο «Techno(s)cene», στην 20ή του χρονιά, τιμά την πλούσια ιστορία της ψηφιακής τέχνης εστιάζοντας συγχρόνως στο μέλλον της. Εμπνέεται από έννοιες όπως τεχνόκαινος εποχή (technocene) και τεχνοεπιστήμη (technoscience) καθώς και από τη δυναμική σκηνή (scene) του ψηφιακού πολιτισμού και διερευνά τη βαθιά επίδραση της τεχνολογίας στη ζωή μας, αναγνωρίζοντάς την όχι απλώς ως εργαλείο αλλά ως μια διάχυτη δύναμη που διαμορφώνει τις αντιλήψεις, τις δημιουργικές εκφράσεις και την ίδια μας την ύπαρξη.
Το φετινό πρόγραμμα της διοργάνωσης είναι πολυμορφικό με 350 έργα 305 καλλιτεχνών από 76 χώρες στους δύο κεντρικούς χώρους της, στα Πρώην Δικαστήρια Σανταρόζα και στην Πλατεία Δικαιοσύνης, στο κέντρο της Αθήνας. Την πιο σημαντική στιγμή, ωστόσο, αποτελεί η περφόρμανς «Uncanny Valley» των Rimini Protokoll που θα πραγματοποιηθεί στις 24 και 25 Μαΐου στο Θέατρο Rex του Εθνικού Θεάτρου (Σκηνή «Ελένη Παπαδάκη»). Η πρωτοποριακή γερμανική ομάδα θεάτρου που επιδιώκει διαρκώς μέσα από το έργο της την καλλιτεχνική προσέγγιση της πραγματικότητας υπό ασυνήθιστες προοπτικές, εδώ παρουσιάζει μια παράσταση η οποία εξερευνά τα θολά όρια μεταξύ ανθρώπου και μηχανής.
ΜΗΧΑΝΗ – ΣΥΓΓΡΑΦΕΑΣ. Για τις ανάγκες του έργου, ο Στέφαν Κέγκι συνεργάστηκε για πρώτη φορά μ’ έναν θεατρικό συγγραφέα, τον Τόμας Μέλε, ο οποίος επέτρεψε τη δημιουργία ενός ρομποτικού αντιγράφου του. Στην παράσταση, η ανθρωπόμορφη μηχανή παίρνει τη θέση του συγγραφέα και θέτει εκείνη τις ερωτήσεις για το τι σημαίνει όταν το αντίγραφο αναλαμβάνει τον έλεγχο από το πρωτότυπο. «Ο Μέλε έγραψε ένα βιβλίο, πριν από οκτώ χρόνια, για τη διπολική του διαταραχή, καθώς ταλαντεύεται μεταξύ κατάθλιψης και μανίας, και τις στιγμές του στην ψυχιατρική κλινική. Υστερα από αυτό, ένιωθε όμως ότι δεν ήθελε να ανεβαίνει πια στη σκηνή, αλλά οι εκδότες του τον ανάγκαζαν να το κάνει για να πουλήσει το βιβλίο του. Εγώ ήθελα να κάνω μια παράσταση με ένα ανθρωποειδές επί σκηνής. Ετσι, τον πλησίασα γιατί σκέφτηκα ότι ίσως θα τον ενδιέφερε και πραγματικά εκείνος ενδιαφέρθηκε αμέσως», αναφέρει ο Στέφαν Κέγκι μιλώντας στα «Πρόσωπα». «Η παράσταση μοιάζει λίγο με διάλεξη, αλλά κάποιος κάθεται στη σκηνή με τον φορητό υπολογιστή του, με το ποτήρι του νερού του, και αρχίζει να διαβάζει και να εξηγεί τη δημιουργία μιας τεχνικής συσκευής που τον βοηθάει. Σταδιακά, γίνεται όλο και πιο ξεκάθαρο ότι είναι στην πραγματικότητα η ίδια η κατασκευή, ένα ρομπότ που κάθεται εκεί και μιλάει για το ίδιο», συνεχίζει.
Ο τίτλος της παράστασης «Uncanny Valley» (κοιλάδα του ανοίκειου) εμπνέεται από τον όρο που χρησιμοποιούν οι ιαπωνικοί ερευνητές ρομποτικής ώστε να περιγράψουν την ομοιότητα των ρομπότ με τους ανθρώπους, ένα στοιχείο που μπορεί να βοηθήσει στην τελική αποδοχή τους. «Το ανοίκειο σε αυτό είναι το σημείο όπου αντιμετωπίζεις ένα ρομπότ που σε ρωτάει τι είσαι στην πραγματικότητα. Πόσο άνθρωπος είσαι. Ή πόσο διαφορετικός είσαι ως άνθρωπος. Αυτή είναι μια πρόκληση με την οποία βρισκόμαστε πάντα αντιμέτωποι όταν πρέπει να κάνουμε κλικ στο εικονίδιο “Δεν είμαι ρομπότ” στο Διαδίκτυο. Είναι ένα αυτόματο τεστ Τιούρινγκ με τη βοήθεια του υπολογιστή για να κρατήσει τους ανθρώπους μακριά από τις μηχανές. Νομίζω ότι αυτή είναι η μετάφραση της συγκεκριμένης σύλληψης. Οταν αναρωτιόμαστε πώς καταλήγουμε σε μια απόφαση – οι ψυχολόγοι μπορούν να ανακατασκευάσουν το γιατί έχουμε μάθει να κάνουμε κάτι ή όχι και σε ποια στιγμή της ζωής μας –, συνειδητοποιούμε ότι βρισκόμαστε στην αβεβαιότητα και στην αμφιβολία της σταθερότητάς μας. Τότε, γενικότερα τείνουμε να αναζητήσουμε τη βοήθεια αντικειμενικών εργαλείων και γι’ αυτό μας ενδιαφέρει η τεχνητή νοημοσύνη. Ταυτόχρονα, αυτό μας κάνει επίσης να αντιμετωπίζουμε τους εαυτούς μας ως εν δυνάμει ανθρώπους που είναι φτιαγμένοι από ένα σύννεφο επιρροών όπως οι γονείς μας, οι σύντροφοί μας, αυτοί που έχουμε μεγαλώσει μαζί τους. Θα μπορούσαν να μας προβλέψουν οι μηχανές; Επειδή είμαστε επίσης το άθροισμα πολλών λεπτομερειών. Αυτό είναι κάτι που μας οδηγεί σε προβληματισμούς σχετικά με το τι είναι επίσης η φύση. Μας κάνει ίσως να κατέβουμε λίγο από την υψηλή, αλαζονική μας θέση ότι είμαστε τόσο μοναδικά άτομα, κι αυτό δεν είναι τόσο κακό», δηλώνει ο Στέφαν Κέγκι.
Ο ΦΟΒΟΣ. Σε όλη τη διάρκεια του έργου, ερωτήματα σχετικά με την ταυτότητα, την αυτοανακάλυψη και τη δυναμική μεταξύ πρωτοτύπου και ηλεκτρονικού αντιγράφου επανέρχονται, φέρνοντας διαρκώς τον θεατή αντιμέτωπο με έναν από τους μεγαλύτερους φόβους που του έχει γεννήσει η εκρηκτική εξέλιξη της τεχνολογίας: την αντικατάστασή του από τις μηχανές. «Προφανώς η τεχνητή νοημοσύνη είναι εξαιρετικά υπερεκτιμημένη. Βοηθάει σε πολλά πράγματα, πιθανότατα σε 10 χρόνια θα είναι πολύ καλή ως προς την παραγωγή κειμένων ή τις ιατρικές αναλύσεις. Είναι αστείο ότι κάποιοι άνθρωποι εξακολουθούν να διατηρούν αυτή την ιδέα, ότι θα υπάρξει ένα αντικείμενο, αυτή η θεϊκή τεχνητή νοημοσύνη, που θα τους αντικαταστήσει. Είναι μόνο ένα εργαλείο που συλλέγει δεδομένα και αυτό γινόταν πάντα, αλλά από πολλούς ανθρώπους. Τώρα απλά συμβαίνει γρηγορότερα», υπογραμμίζει.
«Η προβολή που κάνουν οι άνθρωποι στην τεχνητή νοημοσύνη είναι κάπως συγκρίσιμη με την προβολή που κάνουμε εμείς στα ανθρωποειδή ρομπότ. Επειδή για μεγάλο χρονικό διάστημα είχαμε τα ρομπότ να μοιάζουν με μηχανές αφού δεν θέλαμε να μοιάζουν με εμάς ώστε να μη μας αντικαταστήσουν σε χειρωνακτικές δουλειές. Αποδείχθηκε, όμως, ότι οι χειρωνακτικές εργασίες δεν απειλούνται καθόλου από την τεχνητή νοημοσύνη ή τη ρομποτική, επειδή τα περισσότερα πράγματα που κάνουν οι πραγματικοί φυσικοί εργαζόμενοι, οι άνθρωποι, είναι πολύ δύσκολο να αντικατασταθούν. Για παράδειγμα, ένας ξυλουργός – δεν είναι δυνατή η αντικατάστασή του από μια μηχανή. Στις εικαστικές τέχνες, βλέπω αρκετά ενδιαφέρουσες δουλειές που γίνονται με ανθρωποειδή. Είναι βασικά, κινητά αντικείμενα, με πολύ καλές μάσκες προσώπου, που οι άνθρωποι θέλουν απλώς να τα φωτογραφίσουν. Δεν κάνουν όμως για το θέατρο γιατί είναι ένα μέρος που απαιτεί μεγάλη διάρκεια προσοχής σε έναν κόσμο γρήγορων κλικ. Στη δική μας παράσταση ακούμε την ιστορία του. Είναι ένα ρομπότ αφηγητής. Διηγείται την ιστορία του Τόμας Μέλε και στη συνέχεια ο ίδιος ο συγγραφέας διηγείται την ιστορία του Αλαν Τιούρινγκ, του εφευρέτη της τεχνητής νοημοσύνης. Είναι μια ενδιαφέρουσα ιστορία αυτή για να ειπωθεί. Μιλάμε για το γιατί προβάλλουμε τόσο πολλά στην τεχνολογία, επειδή φοβόμαστε μήπως μπερδέψουμε την τεχνολογία με την πραγματικότητα. Και αυτό είναι το σημείο που περιγράφεται στο “Uncanny Valley”», υπογραμμίζει ο ίδιος.
ΤΟ ΡΟΜΠΟΤ. Η δημιουργία του ρομποτικού αντιγράφου του Τόμας Μέλε ήταν μια πρόκληση για την ομάδα Rimini Protokoll αφού, αντίθετα από ό,τι είχαν κάνει στο παρελθόν, εδώ οι πρώτες τους ύλες ήταν καθαρά μηχανικές. «Ηταν μια ενδιαφέρουσα πρόκληση η κατασκευή αυτού του ρομπότ. Και επειδή είναι χειροποίητο, είναι επίσης εύθραυστο. Εχει πολλά μικρά καλώδια που πρέπει να συνδεθούν με συγκεκριμένους τρόπους. Κάθε τόσο σπάει ένας βραχίονας και πρέπει να τον επισκευάζουμε ξανά. Είμαστε τόσο συνηθισμένοι στη ρομποτική από τις ταινίες επιστημονικής φαντασίας όπου τα ρομπότ είναι πιο δυνατά από εμάς. Εδώ είναι πολύ εύθραυστα, πολύ εξεζητημένα, μια εξελιγμένη μαριονέτα που μιλάει στο κοινό. Αλλωστε, τα ρομπότ είναι μαριονέτες των ανθρώπων. Απλά τα κρατάμε λίγο σε απόσταση, με το τηλεχειριστήριο. Συνήθως στις ταινίες, το χειρότερο σενάριο είναι όταν τα ρομπότ γίνονται τόσο ισχυρά που ξεφεύγουν από τον έλεγχο των ανθρώπων και μετατρέπονται σε εφιάλτη. Αλλά στην πραγματικότητα, συνήθως, αυτό που ισχύει είναι ότι τα ρομπότ ή οι μηχανές γενικά είναι τόσο ανίσχυρα επειδή όταν τα χρειαζόμαστε περισσότερο δεν δουλεύουν. Τότε ξαφνικά σβήνουν τα μισά από τα δεδομένα μας κατά λάθος, δεν ανάβει πια η οθόνη ή ξαφνικά το GPS μάς εντοπίζει κάπου αλλού όπου υποτίθεται ότι δεν πρέπει να βρισκόμαστε. Είναι περισσότερες οι δυσλειτουργίες που νιώθουμε από τα ρομπότ, παρά οι στιγμές της υπεροχής τους», καταλήγει ο Στέφαν Κέγκι.