Η πρώτη μου φορά ήταν παρακολουθώντας μια ζωντανή ομιλία του Ντέιβιντ Σεντάρις, κάπου στις αρχές του 2000. Η γραφή του Σεντάρις είναι σχεδόν πάντα διασκεδαστική, αλλά το λάιβ του ήταν το κάτι άλλο: συνδυασμός stand up comedy, ολόλαμπρης γρηγοράδας σκέψης κι αφήγησης, συναρπαστικού ξεδιπλώματος στοχασμών, μαζί με τη δική του προφανή, και μεταδοτική, ευχαρίστηση. Φεύγοντας είχα την αίσθηση ότι απόλαυσα μια παράσταση από έναν ταλαντούχο καλλιτέχνη. Για δες, σκέφτηκα, ένας συγγραφέας μπορεί να είναι και περφόρμερ. Λίγο αργότερα κατάλαβα ότι όχι μόνο μπορεί, αλλά και πρέπει.
Και ήταν μια τρομαχτική, για μένα, διαπίστωση. Δηλαδή τώρα πια η δουλειά δεν τελειώνει με το imprimatur του εκδότη; Φυσικά εκείνη η παλιά εικόνα του ανθρώπου σκυμμένου πάνω στο κείμενό του μ’ ένα κερί αναμμένο δίπλα του ανήκει σε ταινίες εποχής, όμως η ιδέα της συγγραφικής απομόνωσης δεν είναι απλώς ντεκόρ: είναι η αναγκαστική συνθήκη, γιατί είναι αυτό ακριβώς που οδηγεί τους περισσότερους στην αληθινή ανάγκη της γραφής. Είναι η δυσκολία, ως και αναπηρία, κάποιων για εξωστρέφεια, για δημόσιες σχέσεις, αναλύσεις, εξηγήσεις, εκμυστηρεύσεις, αποκαλύψεις. Είναι η ανικανότητα κάποιων να «επικοινωνήσουν» (κατά τη νέα έκφραση) αυτά που επιθυμούν να πουν. Ανίκανοι να σταθούν όρθιοι σε μια σκηνή και να δώσουν παράσταση, σκύβουν πάνω στους υπολογιστές τους που δεν περιμένουν τίποτε άλλο απ’ αυτούς εκτός από το σχεδόν ακατόρθωτο: να χτίσουν μέσα στις φωσφορίζουσες οθόνες νέους κόσμους δικούς τους, που να γίνουν και κόσμοι άλλων.
Ομως όχι πια. Ο σημερινός συγγραφέας (όλων των φύλων, εννοείται) καλείται να πουλήσει ένα πακέτο στο οποίο το κέντρο είναι το βιβλίο του, αλλά περιτύλιγμα είναι αυτός ο ίδιος. Το κοινό, που όπως ξέρουμε εκπαιδεύεται, έμαθε να το θεωρεί φυσικό και να το αποζητά. Σήμερα οι αναγνώστες δικαιολογούνται να πιστεύουν πως υπάρχει κάτι παραπάνω από όσα περιέχονται ανάμεσα σε ένα εξώφυλλο και το οπισθόφυλλό του, και πως μπορούν να το εκμαιεύσουν. Δεν αρκεί να διαβάσεις ένα βιβλίο, θες να μπορείς να διαβάσεις κι αυτόν που το έγραψε – κι αυτός να μπορεί να σ’ το ξαναπεί με άλλον τρόπο, παρουσιαστής – ξεναγός του εαυτού του. Και βέβαια, ο ναρκισσισμός του δημιουργού, η φευγαλέα αντανάκλαση της εικόνας του σαν ήλιος πάνω σε κινούμενα νερά, ποτέ δεν κοιμάται: ποιος μπορεί ν’ αρνηθεί πως ακόμα κι ο πιο αποτραβηγμένος την αποζητά και γουργουρίζει από ευχαρίστηση στον ήχο χειροκροτημάτων;
Αλλά υπάρχει, σε όλα αυτά, το τέρμα. Ολα τελειώνουν ανάμεσα στο εξώφυλλο και το οπισθόφυλλό του. Οσο κι αν αρπάζουμε το μικρόφωνο και σηκωνόμαστε όρθιοι μπροστά στο κοινό μας, όσο κι αν μιλάμε για τον εαυτό μας ή τον επινοημένο εαυτό μας, όσο κι αν «το έχουμε» με την επικοινωνία, υπάρχει τελικά μόνο το γραμμένο και τυπωμένο. Ο,τι πρέπει να ειπωθεί, βρίσκεται μέσα στο βιβλίο. Οσο κι αν ο ίδιος ο συγγραφέας (η ζωή του, οι περιπέτειές του, ο μύθος του) βοηθά στο να γίνει το βιβλίο του γνωστό και να πουλήσει, το συγγραφικό του αποτύπωμα θα είναι μόνο το τυπωμένο. Η Φρανσουάζ Σαγκάν, ο Φιτζέραλντ, ο Χέμινγουεϊ (για παράδειγμα μόνο) πουλούσαν γιατί έκαιγαν τις ζωές τους μπροστά στα μάτια μας σαν πυροτεχνήματα, και αγοράζοντας τα βιβλία τους ήταν σαν να αγόραζες και λίγη συναρπαστική ζωή με γρήγορα αυτοκίνητα, αλκοόλ και ταυρομαχίες, αλλά τη Σαγκάν σχεδόν δεν τη θυμόμαστε πια ενώ τους άλλους δύο θα τους διαβάζουμε πάντα. Οπως και τον Κωστή Παπαγιώργη, που δεν άντεχε ούτε συνεντεύξεις να δίνει. Στο τέρμα, υπάρχει μόνο το βιβλίο.
Κάθε φορά που μου δίνεται η ευκαιρία να παρακολουθήσω κάποιον που ξέρει να ζωντανεύει χαρισματικά τις σκέψεις κι αγωνίες του, γοητεύομαι κι ευγνωμονώ – κι αν πρόκειται για κάποιον που αγάπησα μέσα από τα βιβλία του, ακόμα περισσότερο. Αλλά και για όλους εκείνους που δεν θα ακούσω ποτέ τον ήχο της φωνής τους, που δεν θα δω να χαμογελούν χαλαρά κι άνετα μπροστά σε πλήθη, που δεν θα μου πουν ποια, στ’ αλήθεια, είναι η ζωή τους, για όλους εκείνους που μου χαρίζουν μόνο το βιβλίο τους και συναντιόμαστε μόνο μέσα από τους κόσμους που μου χτίζουν οι σελίδες του, η ευγνωμοσύνη μου είναι ίδια. Ή και λίγο περισσότερη.