Αν ένα μέρος του ελληνικού τραγουδιού έχει γραφτεί μεταπολιτευτικά από τα ανεξάρτητα labels, ένα επίσης μέρος έχει γραφτεί σε αυτόν τον ακατάστατο μα γοητευτικό χώρο σε όροφο της Πλατείας Βικτωρίας, ανάμεσα σε κούτες και μουσικά όργανα, αφίσες και δίσκους. Απέναντί μου κάθεται ο Μωυσής Ασέρ, παραγωγός – ιδιοκτήτης της δισκογραφικής Καθρέφτης και τραγουδοποιός ο ίδιος. Με πάνω από 500 παραγωγές δίσκων αλλά και με δικά του τραγούδια, έχει εδώ και πάνω από 30 χρόνια μια αξιοσημείωτη πορεία στο ελληνικό τραγούδι. Είναι κι ένας οξυδερκής ερευνητής, του χρωστάμε άγνωστες στιγμές της μουσικής ιστορίας μας ή παρεξηγημένες που μας τις υπενθύμισε (π.χ. τα πιο δεύτερα λαϊκά του ’70). Οσο χαοτικός είναι ο χώρος, τόσο οργανωμένη είναι η σκέψη του. Και το μεσημέρι που τα είπαμε, είχα την ευκαιρία να του θέσω ερωτήματα ευρύτερα για το σημερινό τοπίο.
Σπουδάσατε Μαθηματικά, σωστά;
Ναι και ήμουν καλός στα Μαθηματικά. Ηθελα να γίνω καθηγητής για να έχω ελεύθερο χρόνο και να ασχολούμαι με τη μουσική, αρχικά με το μπουζούκι. Το όργανο βέβαια το αγόρασα μετά που τελείωσα το σχολείο. Μου άρεσε και το πιάνο αλλά τελικά κατέληξα στο μπουζούκι. Πιο άμεσο. Προσπαθούσα να μάθω, είχα κι έναν φίλο που μου έκανε μερικά μαθήματα. Γρήγορα διαπίστωσα πως δεν θα γινόμουν καλός μουσικός και άρχισα να γράφω πιο πολύ τραγούδια. Και πιο συστηματική παραγωγή. Μπήκα στην παράλληλη δραστηριότητα της δημιουργίας. Επειδή ήμουν παρατηρητικός, άκουγα παλιά τραγούδια, μάζευα υλικό, το οποίο βέβαια κάποια στιγμή ξεφορτώθηκα. Από το σχολείο όλα αυτά. Μελετούσα για το γυμνάσιο και είχα δίπλα μου το ραδιοφωνάκι και άκουγα. Μετά άρχισα να μαγνητοφωνώ και κάποιες εκπομπές. Αρχικά μου άρεσε πολύ το ελληνικό τραγούδι γιατί μπορούσα να επικοινωνώ με το κείμενο. Και τα διεθνή, όχι το ροκ, επίσης. Αλλά περισσότερο συγκεντρωμένος ήμουν στο λαϊκό και το ρεμπέτικο. Ημουν ζαμπετομανής αλλά μου άρεσε και ο Μάνος Χατζιδάκις.
Ο γονείς σας;
Οι γονείς μου ήταν σε άλλο κλίμα. Η γιαγιά μου που ήταν από τη Θεσσαλονίκη, μου ‘λεγε να μη λέω πως μου άρεσαν τα ρεμπέτικα.
Η καταγωγή των γονιών σας;
Ο μπαμπάς μου είναι Ελληνοεβραίος, Ρωμανιώτης, με καταγωγή από Χαλκίδα και Πρέβεζα. Και η μητέρα μου Σεφαραδίτισσα από τη Θεσσαλονίκη. Μιλάγανε και ισπανικά η γιαγιά μου και η μαμά μου.
Ηταν προφανώς διωγμένοι τότε.
Διωγμένοι ήταν επί Κατοχής από τους Ναζί. Κρυβόντουσαν συνέχεια. Δεν είχαμε απώλειες σε οικογένεια, μόνον σε έναν ευρύ κύκλο ας πούμε, ξαδέλφια κ.τ.λ. Ο μπαμπάς μου έμεινε για έναν χρόνο κλεισμένος στο σπίτι στο Κουκάκι και δεν έβγαινε. Οι Αθηναίοι ήταν πιο δικτυωμένοι, είχαν πάει και σε κάτι φίλους στο Κορωπί. Επειδή ο παππούς ήταν έμπορος είχε γνωριμίες, συναλλαγές με Ελληνες. Ο πατέρας του πεθερού μου που ήταν επίσης Ελληνοεβραίος πήγε Αουσβιτς και χάθηκε. Το βίωμα το έχω. Εννοείται πρέπει να μείνει αυτή η μνήμη. Υπήρχε πάντα αυτό το βάρος των διωγμών και του Ολοκαυτώματος.
Παίρνετε το πτυχίο των Μαθηματικών;
Πήρα το πτυχίο των Μαθηματικών. Ηθελα να γίνω καθηγητής αλλά ήταν μακρά η επετηρίδα και έγινα αρχικά πωλητής σε ένα κατάστημα σχολικών ειδών. Και μετά ξεκίνησα να κάνω εισαγωγές μουσικών οργάνων από την Τουρκία.
Αυτό είναι το πρώτο βήμα με τη μουσική επαγγελματικά, καταλαβαίνω.
Ναι, το 1988. Το μαγαζί μου ήταν στα Εξάρχεια στη Μαυρομιχάλη μέχρι το 2002 που πήγα στην Αραχώβης και έφτιαξα τον Καθρέφτη.
Κάνετε εμπόριο μουσικών οργάνων ή κατασκευάζετε κιόλας;
Κάνω μόνον εμπόριο και μάλιστα συνεργάζομαι τότε και με κατασκευαστές εδώ αφού δεν παίρνουμε όλα τα όργανα από την Τουρκία, π.χ. μπουζούκια, μπαγλαμάδες. Ενας από τα Μέγαρα, ο Κυριακούλης, ας πούμε. Μια φορά είχα πάρει και μια καλή παρτίδα βιολιά από τη Βουλγαρία. Στην ίδια έδρα όμως είχα εν τω μεταξύ ξεκινήσει τις παραγωγές δίσκων.
Η έννοια της παραγωγής πότε σας γεννιέται ως ιδέα;
Από το 1990 ξεκίνησα αλλά η παραγωγή έχει πολλά στάδια. Στην αρχή κάναμε ένα ή δύο τον χρόνο. Πιο πυκνά από το 1997. Είναι δουλειές που σου τις φέρνουν έτοιμες οι καλλιτέχνες και άρα δεν μπορείς να παρέμβεις. Και είναι και άλλες που έχεις δημιουργική σχέση με όλη την παραγωγή. Και αυτό είναι πιο καλό γιατί η συλλογική δουλειά φέρνει πάντα καλύτερο αποτέλεσμα. Βέβαια οι περισσότεροι είναι δύσκολοι να επικοινωνήσουν. Για να γίνει μια καλή δουλειά καλό είναι να ξεκινάς από το μηδέν και να υπάρχει ένα ομαδικό πνεύμα.
Ως label Καθρέφτης πόσες παραγωγές έχετε κάνει ως τώρα;
Περίπου πεντακόσιες.
Είχα κάνει συνέντευξη με τον μεγάλο ερευνητή Πέτρο Δραγουμάνο (μετράει μόνο τις τυπωμένες δουλειές) και μου ‘χε πει πως ως ετικέτα έχετε κάνει μεγάλη παραγωγή, και έχετε και ρεκόρ.
Ναι γιατί είμαστε πιο προσιτοί. Οι μεγάλες εταιρείες έχουν σταματήσει να τυπώνουν δίσκους. Τώρα βέβαια έχουμε και τα ψηφιακά. Η συσκευασία πολλές φορές, αν πλαισιώνεται με βιβλιαράκι, έχει ενδιαφέρον.
Η πρώτη σας δουλειά;
Βυζαντινή οργανική μουσική με τον Πέτρο Ταμπούρη. «Κρατήματα» λεγόταν. Μετά κάναμε δίσκο με την ομάδα Κόραξ. Και «Το Κενό» με την Κατερίνα Πετράκου που είχε κάνει επιτυχία τότε.
Η παραγωγή τι προϋποθέτει;
Να πάρεις πρωτοβουλία να κάνεις δουλειά με έναν καλλιτέχνη και να ξεκινήσεις από το μηδέν. Να βρεις εσύ τους μουσικούς κ.τ.λ. Βέβαια οι περισσότεροι τα ξέρουν όλα.
Από την πορεία σας συνεργαστήκατε και με περισσότερο γνωστούς καλλιτέχνες;
Πετυχημένη παραγωγή ήταν το 2004 με το συγκρότημα μπουζουκιών Δρόμος. Αυτός ο δίσκος από τις ψηφιακές κυκλοφορίες έχει και σήμερα ακόμη επιτυχία. Είχα κάνει και ένα κόλπο. Είχα κρατήσει τα play back και κυκλοφόρησα και τα τραγούδια και τα instrumental. Επίσης κάναμε τον τελευταίο δίσκο του Μπάμπη Γκολέ. Εκανε την ηχογράφηση στο σπίτι του μουσικού απ’ τους Παίδες Εν Τάξει, Βασίλη Κορδάτου. Και στο σπίτι του είχαμε κάνει έναν δίσκο σε δικά μου τραγούδια με τη Σοφία Ασσυχίδου (σ.σ.: Λίστα Αναμονής) και τον Κοσμά Κοκόλη.
Ενας αγαπημένος μου στιχουργός κα συνεργάτης ήταν ο Μιχάλης Μπουρμπούλης. Ηταν ένας μικρός Γκάτσος, όχι με την έννοια της αξίας. Είχε ποιητικό λόγο. Συνεργαστήκαμε απί το 2007 και στο «Κυριακοδρόμιο» – σε μουσική του Φίλιππου Περιστέρη – ήταν μια από τις πρώτες συμμετοχές της Μαρίνας Σάττι. Κάναμε πολλές δουλειές με τον Μιχάλη, δοτικός άνθρωπος.
Η Σοφία που έφυγε τόσο αδόκητα και άδικα σε τροχαίο.
Και στενοχωρήθηκα τότε πολύ, αφού στη φωνή της είχα βρει την ιδανική ερμηνεύτρια. Εκανα καιρό να ξαναγράψω τραγούδια. Μου κόπηκε η διάθεση. Η φωνή της με εξέφραζε ως τραγουδοποιό. Επανέρχομαι σε μένα και στις δύο ιδιότητές μου. Παραγωγός και τραγουδοποιός.
Πείτε για το δεύτερο.
Είμαι τραγουδοποιός με ψευδοβιωματικά τραγούδια. Οπως τον «Πρόστυχο» που έπαιζε στο ραδιόφωνο πολύ ο Γιάννης Καλαμίτσης. Τον έγραψα όχι για μένα αλλά με αφορμή έναν φίλο μου που δούλευε σε ένα νοσοκομείο. Η δεύτερη παρτίδα τραγουδιών που γράφω είναι για να τα πουν κανονικοί τραγουδιστές, όχι εγώ.
Φέρνετε ή θυμίζετε μια παράδοση σκωπτικού τραγουδιού, από τον Ηλία Μεγαλούδη μέχρι τον Θέμη Ανδρεάδη ή τον Μπίλη.
Εγώ δηλώνω περισσότερο μαθητής του Γιάννη Λογοθέτη ή Λογό. Και μια από τις καλύτερες παραγωγές που έχω κάνει και η πιο επιτυχημένη είναι το «Ρε γυαλάκια πονηρέ» που κάναμε με τον Παντελή Αμπαζή. Είχε μεγάλη απήχηση.
Γνωριστήκαμε τότε στον Φελλό στο Κουκάκι με τον Λογό, εσάς και τον εκδότη Θανάση Συλιβό.
Ηταν παραγωγή ομαδικού πνεύματος, με σπουδαίους μουσικούς (Μπότσης, Κούρος, Κουλούρης) και ο φίλος που είχε κάνει τις ενορχηστρώσεις ο Μπάμπης ο Κοπελιάρης, πέθανε δυστυχώς πέρυσι. Σπουδαίος μουσικός, κιθαρίστας fusion. Οταν έκανα εκπομπές στον 902 με τον Αλέξη Βάκη είχαμε καλέσει τον Λογό. Με επηρέασε πολύ. Μετά από χρόνια έγραψα το «Κανένα έλεος για τους κοντούς» μαζί με τον Παντελή Αμπαζή. Το άκουσε ο Λογό με πήρε τηλέφωνο κι έτσι κολλήσαμε. Και κάναμε την παραγωγή που ήταν σχεδόν όλα παλιά δικά του ξαναπαιγμένα εκτός από κάποια καινούργια. Θα κυκλοφορήσουν με τον Γιάννη και δύο τραγούδια που γράψαμε τώρα.
Πώς ορίζετε εσείς το σκωπτικό τραγούδι;
Εχει διαφορά το σκωπτικό από το σκωπτικό. Γιατί το χιούμορ του Λογοθέτη σε αντίθεση με άλλων έχει αγάπη μέσα. Αγαπάει το πρόσωπο που σατιρίζει, νομίζω και ο Μητσικώστας είναι σε αυτό τον δρόμο. Αγαπησιάρικο χιούμορ θα το έλεγα.
Πώς γράφετε εσείς;
Εχω μια ιδεολογία. Τραγούδια που γράφω για μένα και τραγούδια για ερμηνευτές. Τώρα έχω γράψει με τον Σπύρο Κουτσοβασίλη. Ή σε στίχους με τον Δημήτρη Τσακαλία για την Αννα Σωπιάδου. Παλιά είχα γράψει για τα Παιδιά από την Πάτρα, για την Αννα Μελίτη, με τον Σπύρο Χαλκιόπουλο, με διάφορους.
Το 1998 κάνατε δύο συλλογές με ινδικά κάπως εξευρωπαϊσμένα του Bollywood που είχαν όλα μεταγλωττιστεί στα ελληνικά. «Το τραγούδι της Ναργκίς» και «Ο γυρισμός της Μαντουμπάλα».
Μου τα φέρανε έτοιμα. Ενας συλλέκτης και οδοντίατρος, ο Μανουήλ Τασούλας. Μας έφερε τα πρωτότυπα τραγούδια δηλαδή. Και η Ελένη Αμπατζή – που είχε γράψει μαζί με τον Τασούλα την έρευνα για τα ινδοπρεπή με τίτλο «Ινδοπρεπών αποκάλυψη: από την Ινδία του εξωτισμού στη λαϊκή μούσα των Ελλήνων» – πήγε στην Ινδία και πήρε την άδεια. Ηταν συνήθεια της εποχής το ’60 εδώ. Δεν μπορούμε να τους κατηγορήσουμε τότε τους έλληνες δημιουργούς που αντέγραψαν ορισμένα από εκεί. Ασε που το έκαναν με ταλέντο. Και ήταν έτσι κι αλλιώς μεγάλοι δημιουργοί οι δικοί μας.
Τώρα πώς είναι η δισκογραφία;
Εμείς είμαστε ευτυχισμένοι. Δουλεύουμε εκ των ενόντων. Αλλά γλιτώσαμε συναλλαγές με μαγαζιά και όλα αυτά, έρχονται τα λεφτά κατευθείαν με τα ψηφιακά. Οι πολυεθνικές εταιρείες εισπράττουν από τα μάστερ και πληρώνουν μόνο την ΕΔΕΜ. Δουλεύουμε με Spotify και iTunes. Εχουμε δύο προβλήματα: επειδή έχει φτηνύνει το κόστος παραγωγής και ο καθένας με ένα PC κάνει κομμάτια, το οποίο δεν σημαίνει πως δεν γίνονται καλά, υπάρχει συνωστισμός και δεν ξέρεις να ξεχωρίσεις. Οι καλλιτέχνες που θα ξεχωρίσουν και θα διακριθούν είναι όσοι παίζουν ζωντανά και επιμένουν στο έργο τους. Η καλύτερη διαφήμιση είναι το ζωντανό. Σαν το ψάρι που σαλεύει. Δεν πειράζει που υπάρχει μεγάλη παραγωγή, αφήστε όλα τα λουλούδια να ανθίσουν, που έλεγε και ο Μάο. Μπερδεύονται τα καλά με τα κακά. Τα χειρότερα είναι τα ψευτοποιοτικά. Που πουλάνε φύκια για μεταξωτές κορδέλες. Αλλοι πάλι μελοποιούν μεγάλους ποιητές και νομίζουν πως είναι σπουδαίοι οι ίδιοι. Υπάρχει όμως δημιουργία σήμερα. Δεν τα παίζουν όμως τα ραδιόφωνα. Εχουν πάρει και τα πόστα μερικοί στιχουργοί και δεν αφήνουν χώρο για νέους ανθρώπους. Οι εκπομπές στην τηλεόραση παίζουν όλο τα ίδια και διώχνουν και τον κόσμο από τα μαγαζιά.
Γράψατε, για να γυρίσουμε σε εσάς, ένα σκωπτικό με τίτλο «Είμαι ακόμα ΠΑΣΟΚ».
Δεν ήμουν ποτέ. Αλλά άκουσα μια συνέντευξη που ο Γιώργος Λιάνης είχε φωνάξει τον Γιώργο Νταλάρα. Και πάνω στην κουβέντα είπαν πως η Μελίνα παρότι πολιτεύτηκε με το ΠΑΣΟΚ δεν ήταν ποτέ ΠΑΣΟΚ. «Αλλά κι εσύ, Γιώργο μου», λέει ο Νταλάρας, «επίσης δεν ήσουν ΠΑΣΟΚ ποτέ». Μια εποχή ήταν όλοι αρνητές του ΠΑΣΟΚ. Και είπα να το υπερασπιστώ εγώ.
«Από τότε που πήραν την εξουσία οι τραγουδιστές, χάλασε η δουλειά»
Τώρα τι κάνετε;
Γράφω δικά μου και κάνω και παραγωγές. Μια που κάναμε με αφιέρωμα στον Μανώλη Ρασούλη, παλιά δικά του που τα λένε ξανά Βιτάλη, Κότσιρας κ.ά. Να κάνω ειδική αναφορά στον παραγωγό Αγγελο Κουτσούκη που χάσαμε πρόσφατα. Μαζί κάναμε δύο παραγωγές. Τα «Διεθνή του Μίκη» και μια παραγωγή σε τραγούδια του Ρασούλη, που σου είπα. Ηταν πολύ άξιος και με σωστή ματιά. Κλείνει η παρένθεση. Εναν δίσκο με την Ειρήνη Χαρίδου επίσης. Ιδεολογικά είμαι με τη νέα δημιουργία. Εχουμε κάνει πολλά με τον στιχουργό Δημήτρη Τσακαλία. Εχει κύκλο μαθητών που έχουν προκύψει και από κει νέα τραγούδια. Γράφω και με τον Κώστα Χρηστίδη, τον Γιάννη Λογό. Το τραγούδι πρέπει να είναι παρεΐστικο.
Ποιο ήταν το κλίμα τότε που θυμάστε ως φοιτητής;
Μπαίνω στη Σχολή το 1977. Ρεμπέτικα πιο πολύ τότε ήταν μόδα. Εγώ ήμουν χατζιδακικός. Μου άρεσε πολύ κι ο Γιάννης Σπανός. Πολύ βασικό ήταν πως στη δισκογραφία τότε την εξουσία είχαν οι δημιουργοί. Από τότε που πήραν την εξουσία οι τραγουδιστές, από το 1975, χάλασε η δουλειά. Ετσι άρχισαν να γράφουν και λιγότερο πολλοί συνθέτες. Εχω μια γνώμη πως οι ίδιοι άνθρωποι που γράφουν τα άσχημα τραγούδια γράφουν και τα ωραία.
Εχετε κάνει «Το Καταραμένο ’70».
Ωραία παραγωγή, παλιά λαϊκά, σχεδόν άγνωστα. Και 2 ή 3 σουξέ.
Τι κάνει ένα καλό τραγούδι να μην το ανακαλύπτουμε στην ώρα του;
Ερχεται το πλήρωμα του χρόνου. Οι συνθήκες επίσης μας οδηγούν σε αυτά.
Γιατί αγαπάτε τα τραγούδια;
Γιατί είναι μουσική και λόγος μαζί και περπατάνε. Κάθε τραγούδι είναι μια εικόνα. Ο Κόκοτας έλεγε τον «Τρελό» και νόμιζες πως βλέπεις μια εικόνα. Κάναμε παρεμπιπτόντως μαζί δίσκο με τον Σταμάτη, σε τραγούδια του Μίκη. Πηγαίναμε στο σπίτι του Μίκη. Είχε δέος για τον Θεοδωράκη ο Κόκοτας. Και έκανε πολλές εύστοχες παρατηρήσεις ή πράγματα που επαληθεύτηκαν. Τον είχε πάρει ο Καζαντζίδης τηλέφωνο – μας είχε πει – και τον είχε επιδοκιμάσει για το πώς είχε πει το «αα» στο «Μερτικό μου απ’ τη χαρά» (είχε κάνει ο Κόκοτας το 1984 δίσκο με επανεκτελέσεις και με τίτλο «Τα μεγάλα τραγούδια»). Και μετά από χρόνια έκανε ο Καζαντζίδης τον δίσκο «Γλέντι με τον Στελάρα» και πρόσθεσε το επιφώνημα αυτό!