Ο θάνατος του πατέρα του από τον ιό HIV – από τον οποίο προσβλήθηκε μέσω της λήψης μολυσμένου αίματος – έριξε μια ισοπεδωτική σκιά στη ζωή του Ιαν Λονγκ. Ο 48χρονος Βρετανός θυμάται τη μητέρα του να κλαίει και την υγεία της να καταρρέει εξαιτίας του στρες, τον πατέρα του να χάνει τη δουλειά του λόγω του στίγματος και να βυθίζεται στον αλκοολισμό, και τον ίδιο να «ξεφεύγει», να τον διώχνουν από το σχολείο, να χάνει μια πολλά υποσχόμενη καριέρα στο επαγγελματικό ποδόσφαιρο…
Είναι «η χειρότερη ιατρική καταστροφή» στην ιστορία του NHS, του βρετανικού ΕΣΥ: η μόλυνση περισσότερων από 30.000 ανθρώπων, από το 1970 έως το 1991, με ηπατίτιδα C ή / και HIV, εξαιτίας της μετάγγισης μολυσμένου αίματος, στη διάρκεια κάποιας επέμβασης, ή προϊόντων αίματος, ενίοτε εισηγμένων από τις ΗΠΑ για τη θεραπεία αιμορροφιλικών, και ο θάνατος κάπου 3.000 από αυτούς. Χρειάστηκε να φτάσει το φθινόπωρο του 2018 για να ανακοινώσει η κυβέρνηση (της Τερίσα Μέι τότε) την έναρξη δημόσιας έρευνας για αυτό το σκάνδαλο, υπό έναν συνταξιούχο δικαστή, τον Μπράιαν Λάνγκσταφ. Η έκθεσή του, που δόθηκε χθες στη δημοσιότητα, μετράει 2.527 σελίδες. Και είναι κόλαφος, τόσο για τους κυβερνώντες της επίμαχης περιόδου όσο και για το NHS.
«Ημέρα ντροπής» για τη Βρετανία χαρακτήρισε τη χθεσινή ο πρωθυπουργός Ρίσι Σούνακ σε ομιλία του στο Κοινοβούλιο, ζητώντας επίσημα συγγνώμη «για αυτήν τη φρικτή αδικία».
Για να σωθούν τα προσχήματα
Η έκθεση μιλάει για μία καταστροφή που θα μπορούσε «σε μεγάλο βαθμό να είχε αποφευχθεί» αν οι υπεύθυνοι είχαν βάλει πάνω από όλα «την ασφάλεια του ασθενούς», καθώς και μία ξεκάθαρη προσπάθεια συγκάλυψης του σκανδάλου. «Κοιτάζοντας πίσω και εξετάζοντας την αντίδραση του NHS και των κυβερνώντων», γράφει ο Λάνγκσταφ, «η απάντηση στο ερώτημα “υπήρξε συγκάλυψη;” είναι ότι υπήρξε. Οχι με την έννοια μιας χούφτας ανθρώπων που συμμετέχουν σε μια οργανωμένη συνωμοσία με σκοπό να παραπλανήσουν, αλλά με έναν τρόπο που ήταν πιο διακριτικός, πιο διάχυτος και πιο ανατριχιαστικός στις επιπτώσεις του. Για να σωθούν τα προσχήματα και να εξοικονομηθούν χρήματα υπήρξε απόκρυψη μεγάλου μέρους της αλήθειας».
Ο βρετανός συνταξιούχος δικαστής κάνει λόγο για έναν ολόκληρο «κατάλογο» «συστημικών, συλλογικών και ατομικών αποτυχιών». Παρότι η ηπατίτιδα C δεν ταυτοποιήθηκε επισήμως έως το 1988, σημειώνει, ο κίνδυνος που εκπροσωπεί ήταν ξεκάθαρος τουλάχιστον από τα μέσα της δεκαετίας του 1970. Οσο για το AIDS, μέχρι τα μέσα του 1982 ήταν πια σαφές «σε ορισμένους γιατρούς αλλά και εντός της κυβέρνησης» πως ό,τι το προκαλούσε ενδεχομένως να μπορούσε να μεταδοθεί μέσω του αίματος και προϊόντων αίματος. Παρ’ όλα αυτά, υπήρξαν παραλείψεις στην επιλογή και τον έλεγχο των δοτών, με τη συνέχιση της συλλογής αίματος από φυλακές, όπου οι δότες ήταν υψηλού κινδύνου, καθυστερήσεις στην εφαρμογή ελέγχων και ψευδείς διαβεβαιώσεις για την απουσία κινδύνου στους ασθενείς.
Χωρίς τη συναίνεσή τους
Η έκθεση μιλάει για ασθενείς οι οποίοι μολύνθηκαν στη διάρκεια ερευνών που πραγματοποιήθηκαν χωρίς τη συναίνεσή τους – ή, στην περίπτωση παιδιών, τη συναίνεση των γονιών τους –, ασθενείς που δεν έμαθαν παρά χρόνια αργότερα ότι είχαν μολυνθεί, εσκεμμένη καταστροφή επίσημων εγγράφων. Καταγγέλλει επίσης την αμυντική στάση που τηρούσαν για χρόνια οι βρετανοί κυβερνώντες και την άρνησή τους να διεξαχθεί δημόσια έρευνα.
Στη δήλωση που έκανε χθες ο Λάνγκσταφ ζήτησε «δικαιοσύνη», «αναγνώριση» και «αποζημίωση» για τα θύματα. Εμμέσως πλην σαφώς στηλίτευσε επίσης την κυβέρνηση γιατί ο ίδιος είχε ζητήσει ήδη από το 2022, μετά τη δημοσιοποίηση μιας προσωρινής έκθεσης για την υπόθεση, να αποζημιωθούν άμεσα τα θύματα, και η κυβέρνηση είχε περιοριστεί τότε στην αναγγελία μιας πρώτης δόσης 100.000 στερλινών για αρκετές χιλιάδες ανθρώπους. Ο Λάνγκσταφ δεν έχει την εξουσία να εισηγηθεί την άσκηση ποινικών διώξεων σε εμπλεκόμενους πολιτικούς και γιατρούς για το σκάνδαλο, αυτό ακριβώς αξιώνει τώρα ωστόσο ο Ιαν Λονγκ και πολλοί ακόμα οικείοι θυμάτων.