Μετά τις αποφάσεις για επιβολή προστίμων κατά της ζυθοποιίας μπύρας AB InBev το 2019 και κατά της Valve και των κατασκευαστών βιντεοπαιχνιδιών το 2021, η Κομισιόν επέβαλε πρόστιμο ύψους 337,5 εκατ. ευρώ στην πολυεθνική με έδρα τις ΗΠΑ Mondelēz International, Inc. για παρεμπόδιση του διασυνοριακού εμπορίου σοκολάτας, μπισκότων και προϊόντων καφέ μεταξύ των κρατών μελών, κατά παράβαση των κανόνων ανταγωνισμού της ΕΕ.
Η έρευνα της Επιτροπής που ξεκίνησε το 2019 και αφορά τις παράνομες πρακτικές της πολυεθνικής επί 14 ολόκληρα χρόνια στις ευρωπαϊκέ αγορές, διαπίστωσε ότι η Mondelēz έπληξε τη βασική αρχή της ελεύθερης διακίνησης προϊόντων, του laissez-faire, που βρίσκεται στην «καρδιά» του ευρωπαϊκού γίγνεσθαι.
Η παράβαση
Η Mondelēz, με έδρα τις ΗΠΑ, είναι ένας από τους μεγαλύτερους παραγωγούς σοκολάτας και μπισκότων παγκοσμίως. Το χαρτοφυλάκιό της περιλαμβάνει γνωστές μάρκες σοκολάτας και μπισκότων όπως Côte d’Or, Milka, Oreo, Ritz, Toblerone και TUC και μέχρι το 2015 μάρκες καφέ όπως HAG, Jacobs και Velours Noir.
Η έρευνα της Επιτροπής διαπίστωσε ότι η Mondelēz παραβίασε τους κανόνες ανταγωνισμού της ΕΕ: i) συμμετέχοντας σε αντιανταγωνιστικές συμφωνίες ή εναρμονισμένες πρακτικές με στόχο τον περιορισμό του διασυνοριακού εμπορίου διαφόρων προϊόντων σοκολάτας, μπισκότων και καφέ- και ii) καταχρώμενη τη δεσπόζουσα θέση της σε ορισμένες εθνικές αγορές για την πώληση σοκολατοειδών δισκίων.
Συγκεκριμένα, η Κομισιόν διαπίστωσε ότι η Mondelēz προέβη σε 22 αντιανταγωνιστικές συμφωνίες ή εναρμονισμένες πρακτικές, κατά παράβαση του άρθρου 101 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης («ΣΛΕΕ»):
-Περιορίζοντας τις περιοχές ή τους πελάτες στους οποίους επτά πελάτες χονδρικής (έμποροι/«μεσίτες») μπορούσαν να μεταπωλούν τα προϊόντα της Mondelēz. Μία συμφωνία περιλάμβανε επίσης διάταξη που διέταζε τον πελάτη της Mondelēz να εφαρμόζει υψηλότερες τιμές για τις εξαγωγές σε σύγκριση με τις εγχώριες πωλήσεις. Οι εν λόγω συμφωνίες και εναρμονισμένες πρακτικές έλαβαν χώρα μεταξύ 2012 και 2019 και κάλυπταν όλες τις αγορές της ΕΕ.
-Παρεμπόδιση δέκα αποκλειστικών διανομέων που δραστηριοποιούνται σε ορισμένα κράτη-μέλη να απαντούν σε αιτήματα πώλησης από πελάτες που βρίσκονται σε άλλα κράτη μέλη χωρίς προηγούμενη άδεια της Mondelēz. Οι εν λόγω συμφωνίες και πρακτικές έλαβαν χώρα μεταξύ 2006 και 2020 και κάλυπταν όλες τις αγορές της ΕΕ.
Ενώ ανακάλυψε ότι μεταξύ του 2015 και του 2019, η πολυεθνική καταχράστηκε τη δεσπόζουσα θέση της, κατά παράβαση του άρθρου 102 της ΣΛΕΕ:
-Αρνούμενη να προμηθεύσει μεσίτη στη Γερμανία για να αποτρέψει τη μεταπώληση προϊόντων σοκολάτας σε μορφή δισκίων στις περιοχές της Αυστρίας, του Βελγίου, της Βουλγαρίας και της Ρουμανίας, όπου οι τιμές ήταν υψηλότερες.
-Διακόπτοντας την προμήθεια προϊόντων ταμπλετών σοκολάτας στις Κάτω Χώρες για να αποτρέψει την εισαγωγή τους στο Βέλγιο, όπου η Mondelēz πωλούσε τα προϊόντα αυτά σε υψηλότερες τιμές.
Η Επιτροπή κατέληξε στο συμπέρασμα ότι οι παράνομες πρακτικές της Mondelēz εμπόδιζαν τους λιανοπωλητές να προμηθεύονται ελεύθερα προϊόντα στα κράτη-μέλη με χαμηλότερες τιμές και κατακερμάτιζαν τεχνητά την εσωτερική αγορά.
Στόχος της Mondelēz ήταν να αποφύγει ότι το διασυνοριακό εμπόριο θα οδηγούσε σε μείωση των τιμών σε χώρες με υψηλότερες τιμές. Αυτές οι παράνομες πρακτικές της επέτρεψαν να συνεχίσει να χρεώνει περισσότερα για τα δικά της προϊόντα, σε βάρος τελικά των καταναλωτών στην ΕΕ.
Το πρόστιμο
Η χρηματική ποινή καθορίστηκε με βάση τις κατευθυντήριες γραμμές της Επιτροπής για τα πρόστιμα του 2006. Κατά τον καθορισμό του ύψους του προστίμου, η Κομισιόν έλαβε υπόψη τη σοβαρότητα και τη διάρκεια των παραβάσεων, καθώς και την αξία των πωλήσεων της Mondelēz σχετικά με αυτές.
Όπως και το γεγονός ότι η Mondelēz συνεργάστηκε στο πλαίσιο της διαδικασίας συνεργασίας και αναγνώρισε ρητά την ευθύνη της για την παράβαση των κανόνων ανταγωνισμού της ΕΕ. Ως εκ τούτου, η Επιτροπή χορήγησε στη Mondelēz μείωση του προστίμου κατά 15%. Με βάση αυτή τη μεθοδολογία, η Επιτροπή επέβαλε πρόστιμο ύψους 337,5 εκατ. ευρώ στη Mondelēz.
Όπως τόνισε η Κομισιόν σε ανακοίνωσή της «Τα πρόστιμα που επιβάλλονται σε εταιρείες που παραβιάζουν τους αντιμονοπωλιακούς κανόνες της ΕΕ καταβάλλονται στον γενικό προϋπολογισμό της ΕΕ. Τα έσοδα αυτά δεν προορίζονται για συγκεκριμένες δαπάνες, αλλά οι συνεισφορές των κρατών μελών στον προϋπολογισμό της ΕΕ για το επόμενο έτος μειώνονται αναλόγως. Συνεπώς, τα πρόστιμα συμβάλλουν στη χρηματοδότηση της ΕΕ και μειώνουν την επιβάρυνση των φορολογουμένων».
Τι συμβαίνει με το παράλληλο εμπόριο
Οι έμποροι και οι λιανοπωλητές προσπαθούν να προμηθεύονται προϊόντα στην εσωτερική αγορά όπου οι τιμές είναι χαμηλότερες και να τα εμπορεύονται σε αγορές όπου οι τιμές είναι υψηλότερες. Αυτό οδηγεί γενικά σε μείωση των τιμών στις χώρες όπου οι τιμές είναι υψηλότερες. Οι περιορισμοί σε αυτό το παράλληλο εμπόριο μπορεί να οδηγήσουν στην απομόνωση μιας εθνικής αγοράς, με αποτέλεσμα ο κατασκευαστής ή ο προμηθευτής να μπορεί να χρεώνει υψηλότερες τιμές εις βάρος των καταναλωτών. Μπορούν επίσης να οδηγήσουν σε μικρότερη ποικιλομορφία προϊόντων.
Ως εκ τούτου, οι περιορισμοί στο παράλληλο εμπόριο συνιστούν μη ρυθμιστικούς φραγμούς στην καλύτερη λειτουργία της ενιαίας αγοράς και συγκαταλέγονται μεταξύ των σοβαρότερων περιορισμών του ανταγωνισμού. Στην πορεία μετάβασης για το οικοσύστημα λιανικής πώλησης που δημοσιεύθηκε τον Μάρτιο του 2024, η Κομισιόν πρότεινε να ξεκινήσει διάλογος μεταξύ των ενδιαφερόμενων φορέων, δηλαδή των διεθνών προμηθευτών επώνυμων προϊόντων, των λιανοπωλητών και των καταναλωτών, για να προσπαθήσει να βρει λύσεις.
Στο πλαίσιο της αυτεπάγγελτης έρευνάς της για ύποπτες αντιανταγωνιστικές πρακτικές που καλύπτουν την ΕΕ, τον Νοέμβριο του 2019 η Επιτροπή πραγματοποίησε αιφνιδιαστικές επιθεωρήσεις στις εγκαταστάσεις της Mondelēz στην Αυστρία, το Βέλγιο και τη Γερμανία και κίνησε επίσημη διαδικασία τον Ιανουάριο του 2021.
Το άρθρο 101 της ΣΛΕΕ απαγορεύει τις αντιανταγωνιστικές συμφωνίες και εναρμονισμένες πρακτικές μεταξύ επιχειρήσεων που επηρεάζουν τις συναλλαγές μεταξύ κρατών μελών και έχουν ως αντικείμενο ή αποτέλεσμα την παρεμπόδιση, τον περιορισμό ή τη στρέβλωση του ανταγωνισμού στην εσωτερική αγορά. Το άρθρο 102 της ΣΛΕΕ απαγορεύει την κατάχρηση δεσπόζουσας θέσης που μπορεί να επηρεάσει το εμπόριο εντός της ΕΕ και να εμποδίσει ή να περιορίσει τον ανταγωνισμό. Η εφαρμογή αυτών των διατάξεων ορίζεται στον κανονισμό αριθ. 1/2003.
Η διαδικασία συνεργασίας είναι εμπνευσμένη από την καθιερωμένη διαδικασία διευθέτησης καρτέλ και αφορά καταστάσεις εκτός καρτέλ, όπου οι εταιρείες είναι πρόθυμες να αναγνωρίσουν την ευθύνη τους για παράβαση των κανόνων ανταγωνισμού της ΕΕ (συμπεριλαμβανομένων των πραγματικών περιστατικών και της νομικής αναγνώρισης). Επιπλέον, οι εταιρείες μπορούν εθελοντικά να παράσχουν ή να διευκρινίσουν αποδεικτικά στοιχεία ή να βοηθήσουν στο σχεδιασμό και την εφαρμογή διορθωτικών μέτρων. Το πλαίσιο συνεργασίας επιτρέπει στην Επιτροπή να εφαρμόσει απλούστερη διαδικασία και στις συνεργαζόμενες εταιρείες να επιτύχουν μείωση των προστίμων. Η Επιτροπή αξιολογεί κατά περίπτωση εάν μια υπόθεση είναι κατάλληλη για συνεργασία, λαμβάνοντας υπόψη την πιθανότητα επίτευξης κοινής συμφωνίας με την εταιρεία εντός εύλογου χρονικού διαστήματος. Οι εταιρείες δεν έχουν ούτε δικαίωμα ούτε υποχρέωση να ακολουθήσουν την οδό της συνεργασίας.
«Πάνω απ’ όλα έλεγχος»
Για την επιβολή του υπέρογκου προστίμου μίλησε η εκτελεστική αντιπρόεδρος Μαργκρέτε Βεστάγκερ επικαλούμενη τον περιορισμό που επέβαλε η πολυεθνική στο διασυνοριακό εμπόριο σοκολάτας, μπισκότων και προϊόντων καφέ στους κόλπους της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
«Διαπιστώνουμε ότι η Mondelēz -ένας από τους μεγαλύτερους παραγωγούς παγκοσμίως πολύ γνωστών εμπορικών σημάτων που πολλοί από εμάς θα αγόραζαν σε καθημερινή βάση- περιόρισε παράνομα τους λιανοπωλητές από το να προμηθεύονται τα προϊόντα αυτά από κράτη μέλη όπου οι τιμές είναι χαμηλότερες. Αυτό επέτρεψε στη Mondelēz να διατηρήσει υψηλότερες τιμές. Αυτό ζημίωσε τους καταναλωτές, οι οποίοι κατέληξαν να πληρώνουν περισσότερα για τη σοκολάτα, τα μπισκότα και τον καφέ.
Αυτή η υπόθεση λοιπόν αφορά την τιμή των τροφίμων. Αποτελεί βασικό μέλημα των Ευρωπαίων πολιτών, ακόμη πιο εμφανές σε περιόδους υψηλού πληθωρισμού, όπου πολλοί ζουν σε κρίση κόστους ζωής. Αφορά επίσης την καρδιά του ευρωπαϊκού εγχειρήματος: την ελεύθερη κυκλοφορία των εμπορευμάτων στην ενιαία αγορά.
Στην ενιαία αγορά, οι έμποροι μπορούν να αγοράζουν προϊόντα σε κράτη μέλη όπου οι τιμές είναι χαμηλότερες και να τα πωλούν σε κράτη μέλη όπου οι τιμές είναι υψηλότερες. Με τον τρόπο αυτό, ασκούν πίεση για να μειωθούν οι τιμές. Αυτό ονομάζεται «παράλληλο εμπόριο». Αυξάνει τον ανταγωνισμό, μειώνει τις τιμές και αυξάνει τις επιλογές των καταναλωτών.
Οι πολίτες της ΕΕ θα πρέπει να επωφεληθούν από την άποψη αυτή από την ενιαία αγορά. Θα πρέπει να μπορούν να αγοράζουν φθηνότερα προϊόντα όταν αυτά μπορούν να προμηθεύονται σε φθηνότερη τιμή από άλλο κράτος μέλος. Θα πρέπει να είναι ελεύθεροι να το κάνουν αυτό στα σούπερ μάρκετ, όταν οι λιανοπωλητές εισάγουν το φθηνότερο προϊόν. Και κάθε εταιρεία που εμποδίζει αυτή την ελευθερία επιδεικνύει παράνομη συμπεριφορά και θα πρέπει να τιμωρείται αναλόγως.
Αρχίσαμε να εξετάζουμε αυτή την υπόθεση το 2019. Πραγματοποιήσαμε ελέγχους στις εγκαταστάσεις της Mondelēz και μας έδειξαν ότι προέβη σε δύο διαφορετικούς τύπους παραβάσεων.
Πρώτον, η Mondelēz προχώρησε σε αντι-ανταγωνιστικές συμφωνίες για τον περιορισμό του διασυνοριακού εμπορίου των προϊόντων της. Πρόκειται για παράβαση του άρθρου 101 της Συνθήκης.
Δεύτερον, η Mondelēz έκανε κατάχρηση της δεσπόζουσας θέσης της για τα δισκία σοκολάτας σε ορισμένες εθνικές αγορές επίσης για να περιορίσει τις εισαγωγές. Πρόκειται για παράβαση του άρθρου 102 της συνθήκης.
Εξετάζοντας τον πρώτο τύπο παράβασης. Διαπιστώνουμε όχι λιγότερες από 22 ξεχωριστές παραβάσεις του άρθρου 101. Οι συμφωνίες αυτές επιδίωκαν δύο κύριους στόχους:
Πρώτον, η Mondelēz συνήψε συμφωνίες με ορισμένους εμπόρους για τον καθορισμό των περιοχών στις οποίες μπορούσαν να πωλούν τα προϊόντα της Mondelēz.
Γιατί να το κάνει αυτό; Επειδή, περιορίζοντας το παράλληλο εμπόριο, η Mondelēz απομόνωσε τις εθνικές αγορές εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης από τον εξωτερικό ανταγωνισμό.
Στη συγκεκριμένη περίπτωση, η Mondelēz πωλούσε μια σειρά προϊόντων σε διαφορετικές τιμές σε διαφορετικά κράτη μέλη. Ήθελε να ελέγχει πού και σε ποιον μεταπωλούνταν τα προϊόντα της από τους εμπόρους.
Στα κράτη μέλη όπου χρεώνει υψηλότερες τιμές, η Mondelez εξασφάλιζε ότι οι τιμές παρέμεναν υψηλές. Για να το επιτύχει αυτό, η Mondelēz συμφώνησε με τους εμπόρους για τα εδάφη στα οποία θα πωλούσαν ή δεν θα πωλούσαν. Υπήρχαν έντεκα χωριστές συμφωνίες που αφορούσαν επτά εμπόρους.
Δεύτερον, η Mondelēz εμπόδισε ορισμένους αποκλειστικούς διανομείς σε ορισμένα κράτη μέλη να πωλούν προϊόντα της Mondelēz σε πελάτες που βρίσκονταν σε άλλα κράτη μέλη. Οι εν λόγω διανομείς απολάμβαναν αποκλειστικότητα για την πώληση ορισμένων προϊόντων σε μια συγκεκριμένη περιοχή. Όμως οι έμποροι ή οι λιανοπωλητές από άλλα κράτη μέλη είναι κανονικά ελεύθεροι να αγοράζουν προϊόντα από αυτούς. Όμως η Mondelēz εμπόδιζε τους διανομείς να πραγματοποιούν τέτοιες πωλήσεις. Είτε επιβάλλοντας συμβατικούς περιορισμούς είτε ζητώντας τους να ζητούν άδεια κατά περίπτωση. Η Mondelez περιόρισε με αυτόν τον τρόπο έντεκα διανομείς.
Πρόκειται για πολύ σοβαρούς περιορισμούς του ανταγωνισμού. Κατακερματίζουν την ενιαία αγορά. Απομονώνουν τις εθνικές αγορές στο εσωτερικό της. Και εμποδίζουν την ελεύθερη κυκλοφορία των εμπορευμάτων σε ολόκληρη την Ευρωπαϊκή Ένωση. Η συμπεριφορά αυτή βλάπτει τους καταναλωτές και τους στερεί τα οφέλη της ενιαίας αγοράς.
Περνάμε τώρα στο δεύτερο είδος παράβασης: την κατάχρηση δεσπόζουσας θέσης, η οποία αποτελεί παράβαση του άρθρου 102 της Συνθήκης. Διαπιστώνουμε δύο τέτοιες καταχρήσεις.
Στη μία περίπτωση, η Mondelēz απέσυρε τα δισκία Côte d’Or από την αγορά των Κάτω Χωρών. Το έκανε για να εμποδίσει τους λιανοπωλητές να τα μεταπωλούν στο Βέλγιο, όπου η Mondelēz πωλούσε πολύ περισσότερα δισκία Côte d’Or σε υψηλότερες τιμές.
Σε μια άλλη περίπτωση, η Mondelēz εμπόδισε έναν χονδρέμπορο να αγοράζει τις σοκολάτες της στη Γερμανία, όπου ήταν φθηνότερες, και να τις μεταπωλεί αλλού στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Η Mondelēz αρνήθηκε να προμηθεύσει τον εν λόγω χονδρέμπορο για τέσσερα χρόνια. Με τον τρόπο αυτό, η Mondelēz εμπόδισε τον εν λόγω χονδρέμπορο να ασκήσει πίεση για μείωση των τιμών της σε πολλά κράτη μέλη.
Τέτοιου είδους καταχρήσεις διχοτόμησαν τεχνητά την ενιαία αγορά, και αυτό έχει αρνητικό αντίκτυπο στις τιμές και στις επιλογές των καταναλωτών στην ΕΕ.
Τώρα, θέλω επίσης να αναγνωρίσω τη συνεργασία της Mondelēz στην έρευνα. Έχουμε στην εργαλειοθήκη μας μια διαδικασία συνεργασίας, η οποία απαιτεί από τις εταιρείες να αναγνωρίσουν την παράβαση και να συνεργαστούν. Σε αντάλλαγμα, οι εταιρείες επιτυγχάνουν μείωση του προστίμου που πρόκειται να καταβάλουν.
Η διαδικασία αυτή οδηγεί σε σημαντικά πλεονεκτήματα όσον αφορά την ταχύτητα και την αποτελεσματική επίλυση των υποθέσεων.
Έτσι, η Επιτροπή αποφάσισε να μειώσει το πρόστιμο της Mondelēz κατά 15% λόγω της συνεργασίας της.
Αυτό με φέρνει στο επίπεδο του προστίμου. Οι παραβάσεις κάλυψαν μεγάλο μέρος της Ευρωπαϊκής Ένωσης και διήρκεσαν από το 2006 έως το 2020, εκτός από τα προϊόντα καφέ, τα οποία η Mondelēz αποσύρθηκε το 2015.
Καθορίσαμε το πρόστιμο με βάση τους παράγοντες που συνήθως χρησιμοποιούμε. Εξετάσαμε την αξία των πωλήσεων της Mondelēz για τα εν λόγω προϊόντα, τη σοβαρότητα της παράβασης, τη διάρκεια της παράβασης και τη συνεργασία της εταιρείας.
Τέλος, λάβαμε επίσης υπόψη το γεγονός ότι αυτού του είδους η συμπεριφορά έχει ήδη τιμωρηθεί στο παρελθόν. Η υπόθεση αυτή δεν είναι πραγματικά νέα. Έχουμε μια σαφή πρακτική. Έχουμε ιστορικό καταπολέμησης εδαφικών περιορισμών. Το γεγονός ότι είναι παράνομοι και παραβιάζουν τους κανόνες ανταγωνισμού είναι καλά τεκμηριωμένο και οι εταιρείες πρέπει να αποτρέπονται από το να προβαίνουν σε τέτοιου είδους παράνομες συμπεριφορές.
Με βάση αυτά τα στοιχεία, αποφασίσαμε να επιβάλουμε πρόστιμο ύψους 337,5 εκατομμυρίων ευρώ.
Η σημερινή απόφαση αποτελεί άλλο ένα παράδειγμα των προσπαθειών μας να αποτρέψουμε τις εταιρείες από την άσκηση παράνομης συμπεριφοράς που κατακερματίζει την ενιαία αγορά. Έχουμε λάβει αποφάσεις κατά της ζυθοποιίας μπύρας AB InBev το 2019 και κατά της Valve και των κατασκευαστών βιντεοπαιχνιδιών το 2021.
Είμαστε αποφασισμένοι να προασπίσουμε τις θεμελιώδεις ελευθερίες στην ΕΕ και να διασφαλίσουμε ότι οι πολίτες της ΕΕ έχουν πρόσβαση στη μεγαλύτερη ποικιλία στις χαμηλότερες τιμές που μπορεί να προσφέρει η αγορά.
Το κόστος και η ποιότητα των τροφίμων αποτελούν βασική προτεραιότητα για τους Ευρωπαίους πολίτες. Η υπόθεση αυτή αποτελεί επίσης μέρος μιας ευρύτερης προσπάθειας για την επιβολή των κανόνων ανταγωνισμού στον κλάδο του λιανικού εμπορίου τροφίμων. Πρόκειται για έναν τομέα στον οποίο έχουμε αρκετές έρευνες σε εξέλιξη, όπως αυτές στις υπηρεσίες παράδοσης τροφίμων και στα ενεργειακά ποτά.
Η συνεχής επιβολή των κανόνων ανταγωνισμού στον τομέα αυτό αποτελεί σημαντικό μέρος της προσπάθειας να διασφαλιστεί ότι οι καταναλωτές έχουν πρόσβαση σε χαμηλότερες τιμές, ιδίως σε περιόδους υψηλού πληθωρισμού».