Από το πάντα πολύτιμο στην προσφορά του στον πολιτισμό μας Μορφωτικό Ιδρυμα της Εθνικής Τράπεζας (ΜΙΕΤ) κυκλοφόρησε ένα έξοχο και ενδελεχές πολυσέλιδο άλμπουμ – αφιέρωμα στον Σπύρο Α. Ευαγγελάτο, ένα επίτευγμα δεκαετούς προσπάθειας (από το 2014), που ξεκίνησε με την καλλιτεχνική επιμέλεια και αρωγή του σημαντικού σκηνογράφου και σπουδαίου φίλου Γιώργου Πάτσα και πήρε την εξαιρετική τελική μορφή του με την άοκνη και εντελή συνεισφορά στην έρευνα και μελέτη του τεράστιου έργου αυτού του σπουδαίου σκηνοθέτη και με την επιστημονική επιμέλεια του επίκουρου καθηγητή στο Τμήμα Θεατρικών Σπουδών του ΕΚΠΑ Παναγιώτη Μιχαλόπουλου και της θεατρολόγου Χριστιάνας Μαντζουράνη. Οι καταθέσεις στον τόμο αυτόν μιας σπουδαίας πνευματικής ομάδας ελλήνων συντελεστών της ελληνικής προσφοράς στον διεθνή πολιτισμό, με κύριο πρόσωπο την προσφορά του ίδιου του Ευαγγελάτου, είναι πολύτιμες.
Είχα την ευτυχία ως έλληνας πνευματικός εργάτης να συμπορευτώ, να συνεργαστώ και να ωριμάσω από την πρώτη μου εμφάνιση στα γράμματα δίπλα σε σημαντικούς ανθρώπους του πολιτισμού μας. Πρώτο και κυρίαρχο, τον Δάσκαλό μου και πνευματικό μου οδηγό, τον Δημήτρη Ροντήρη. Ο Ροντήρης και ο Κουν είναι δύο μείζονες άξονες του μεταπολεμικού μας θεάτρου.
Ο Σπύρος Ευαγγελάτος, γόνος μιας σπουδαίας, για τον πολιτισμό μας, οικογένειας – ο πατέρας του Αντίοχος Ευαγγελάτος, μέγας εκπρόσωπος της ελληνικής μουσικής δημιουργίας και η μητέρα του Ξένη, μουσικός που έκανε κεντρικό όργανο ερμηνείας τη δύσκολη άρπα – ήρθε στα θεατρικά μας πράγματα ύστερα από σπουδές στη Φιλολογία, την Υποκριτική, την Κριτική Θεάτρου και τη Σκηνοθεσία. Σε ένα από τα άρθρα που φιλοξενούνται στον εξαίσιο τόμο του ΜΙΕΤ, και είχα γράψει για τον σκηνοθέτη το 2015, τον είχα χαρακτηρίσει «αναγεννησιακό», εννοώντας βέβαια πως μια προσφορά στο πνεύμα οφείλει να απευθύνεται στον λαό, δηλαδή στην παιδεία του και στις αρχές που μας κληροδότησαν οι αρχαίοι, οι αναγεννησιακοί, οι νεότεροι πνευματικοί ταγοί. Στην Ελλάδα, μετά τη μακρόχρονη δουλεία στην τουρκική βαρβαρότητα, είχε λείψει η μεγάλη εποποιία της αρχαίας ελληνικής ακμής που γαλούχησε την Ευρώπη.
Μόλις στα τέλη του 19ού αιώνα, αλλά κυρίως στις πρώτες δεκαετίες του 20ού, η Παιδεία μας, στην αρχή δειλά, ανακάλυπτε τον αρχαίο ποιητικό κόσμο, κυρίως στο θέατρο, μια τέχνη που εκ της φύσεώς της αναζητεί ζωντανό ακροατήριο και θεατές. Από τον Φώτο Πολίτη, κυρίως, και ύστερα το αρχαίο δράμα έγινε θεμελιώδης άξονας της παιδείας μας. Ο Σπύρος Ευαγγελάτος, όταν προσήλθε πανέτοιμος, και πνευματικά και τεχνικά, στον στίβο της ερμηνείας του αρχαίου δράματος, βρήκε να τον αναμένει ένας ήδη έτοιμος αισθητικός και πρακτικός τρόπος. Επρεπε να έρθουν ο Ροντήρης και ο Κουν για να μας πλουτίσουν με μια νέα, μοντέρνα, αλλά σεβαστική στα μεγάλα τραγικά και κωμικά κείμενα οπτική. Αν έβλεπε κανείς, όπως η γενιά μου, παραστάσεις του Καρζή, ενός όντως ταμένου πνευματικού ανθρώπου στον αρχαίο θεατρικό κόσμο, δεν θα μπορούσε να ξεχωρίσει τι το νέο πρόσφερε στη θεατρική μας ιστορία ο Σοφοκλής, τι πρωτοποριακό ο Ευριπίδης. Μια παράσταση των «Περσών» του Καρζή που είδα δεν διέφερε καθόλου από το ύφος, το ήθος, τους ρυθμούς και την ψυχολογία των ηρώων από τις «Βάκχες» του Ευριπίδη.
Εκείνος στην ελληνική θεατρική ιστορία που αντιμετώπισε με διαφορετικά αισθητικά κριτήρια ένα τραγικό κείμενο ήταν ο Σπύρος Ευαγγελάτος. Για να επαναφέρω στη μνήμη των παλιότερων αναγνωστών κριτικές για αρχαίο δράμα, θα εντοπίσουμε μια ενιαία, πανομοιότροπη σκηνική γλώσσα, είτε για τις «Ικέτιδες» του Αισχύλου, είτε για τις «Ικέτιδες» του Ευριπίδη!! Σε αυτό συνέτειναν και οι μεταφράσεις. Υπήρχε μια φόρμουλα μεταφραστική που δεν ξεχώριζες τη ρυθμοποιία, τον «ήχο» του Αισχύλου («Προμηθέας») από την «Ελένη», λ.χ. του Ευριπίδη.
Ο Ευαγγελάτος αποφάσισε να πάει ενάντια στην πάγια μεταφραστική συνθήκη. Και είχα την ευτυχία να είμαι ο μεταφραστής της νέας εποχής που μου ανατέθηκαν οι νέες αυτές επαναστατικές λύσεις. Και ήταν ο Ευαγγελάτος που μου τις παρήγγειλε, αφού συμφωνήσαμε να πάμε κόντρα στο ρεύμα και στη συνήθεια. Συνήθεια κυρίως υποκριτική, διότι οι ηθοποιοί που προσέρχονταν σε μια παράσταση αρχαίου δράματος είχαν στις σχολές τους ασκηθεί στην ηχητική αισθητική του Γρυπάρη. Εδώ θα σταθώ και θα πω ότι ο Γρυπάρης υπήρξε μείζων μεταφραστής, αλλά εκ των πραγμάτων λειτουργούσε μέσα στο γλωσσικό πνεύμα της εποχής του. Αλλον αναγνώστη εκπαίδευσαν ο Παπαδιαμάντης, ο Βιζυηνός, ο Παλαμάς, ο Σικελιανός και άλλον ο Σεφέρης, ο Ρίτσος, ο Εγγονόπουλος, ο Εμπειρίκος ή ο Ταχτσής. Κανένας σοβαρός θεατράνθρωπος δεν ανεβάζει στη σκηνή έργα με μετάφραση του μέγιστου ποιητή Τ.Σ. Ελιοτ!
Η προσφορά του Ευαγγελάτου είναι πέρα από κάθε λογική. Μέσω της συνεργασίας μας, τα περισσότερα με απευθείας δική του παραγγελία και άλλα ήδη μεταφρασμένα για άλλες παραστάσεις, μετέφρασα Αισχύλο («Ορέστεια», «Προμηθέα Δεσμώτη», «Ικέτιδες», «Επτά επί Θήβας»), Σοφοκλή («Ηλέκτρα», «Αντιγόνη», «Οιδίποδα Τύραννο», «Οιδίποδα επί Κολωνώ», «Τραχίνιες», «Αίαντα») και Ευριπίδη («Φοίνισσες», «Βάκχες», «Ιφιγένεια εν Αυλίδι», «Ιφιγένεια εν Ταύροις», «Ελένη» και «Ηλέκτρα»). Συχνά στις παραδόσεις μου στο Πανεπιστήμιο δίδασκα και μεταφραστική ιστορία του αρχαίου δράματος και αντιπαρέβαλα τον ίδιο μονόλογο μιας μετάφρασης του Ραγκαβή, του Γρυπάρη, του Τάσου Ρούσσου, δική μου, αλλά και νεώτερων εμού. Διότι, κακά τα ψέματα, η γλώσσα εξελίσσεται, συχνά σε αντίθετες από τη συνήθεια ατραπούς και μας αιφνιδιάζει.
Μια σπουδαία προσφορά που θα ζητούσα από τους έξοχους σημερινούς συναδέλφους σε πανεπιστήμια και εκδοτικούς οίκους, να συγκροτήσουν μια λεπτομερή αντιπαράθεση του ίδιου αρχαιοελληνικού τραγικού κειμένου από μεταφράσεις που εκκινούν από την Αναγέννηση έως φέτος. Μια τελική διαπίστωση: όποια μετάφραση, σημαίνουσα ή πρόχειρη (διότι, δυστυχώς, υπάρχουν και τέτοιες, και σε πανεπιστημιακές εκδόσεις) δεν κατορθώνει να εξαφανίσει τον πάγιο θαυμασμό μας πέρα από τον ήχο της γλώσσας, πέρα από τη γραμματική και την ουσία του αρχαίου λόγου.