Θα συναντήσετε τον Γιώργο Θεοφάνους σε λίγες μέρες στη σκηνή του Παλλάς έπειτα από 33 χρόνια. Αν σας ζητούσα να πάτε ακόμη πιο πίσω, πού θα σταματούσατε την αναδρομή;
Πραγματικά δεν ξέρω. Είναι μια ζωή ολόκληρη.
Ωραία, ρωτάω τυχαία. Πώς γνωρίσατε την πρώτη σας γυναίκα;
Η Ούρσουλα ήταν Γερμανίδα. Είχε έρθει στην Ελλάδα για να εργαστεί. Τα τραγούδια που άκουγε εδώ της φαίνονταν τούρκικα και ρώτησε αν υπάρχει κάποιος που να τραγουδάει φολκλόρ. Της απάντησαν ότι υπάρχει ένας Τσιγγάνος. Οταν τελείωνε τη δουλειά της τα βράδια, ερχόταν και με άκουγε. Τότε αναζητούσαμε μικρόφωνα και ενισχυτές. Ηταν δύσκολο να τα φέρουμε από το εξωτερικό και προθυμοποιήθηκε η Ούρσουλα. Ετσι κι έγινε. Εφερε τα μηχανήματα από τη Γερμανία και αυτό έγινε αφορμή για να γνωριστούμε. Λίγο αργότερα παντρευτήκαμε χωρίς να γνωρίζω την υψηλή καταγωγή της. Ηταν πολύ όμορφη, αλλά δεν με έλκυσε η εξωτερική της εμφάνιση. Ποτέ δεν είδα τη γυναίκα ως σεξουαλικό εργαλείο.
Τι είναι η γυναίκα για εσάς;
Είναι η ρίζα και αυτή που κρατάει την οικογένεια στην ευτυχία και στη δυστυχία. Ο συνδετικός κρίκος.
Αυτό συνδέεται με τον τρόπο που έχετε μεγαλώσει;
Ο πατέρας μου ήταν χριστιανός ορθόδοξος και βαθιά θρησκευόμενο άτομο. Υπηρετούσε τη δημοτική μουσική. Μπορεί να τελείωνε στις τέσσερις το πρωί, αλλά στις έξι θα πήγαινε στην εκκλησία. Ηταν ένας πολύ τίμιος άντρας και αυτό προσπάθησε να το μεταδώσει και στα τρία παιδιά του. Εβλεπα όμως κάποια πράγματα τα οποία δεν μπορούσα να ανεχτώ. Δεν μπορούσα να τα αντιληφθώ. Αναρωτιόμουν, αφού υπάρχει ένας καλός Θεός, γιατί ένας καλός άνθρωπος όπως ήταν ο πατέρας μου να είναι φτωχός; Γιατί να υπάρχει αυτός ο διαχωρισμός των φυλών; Τα άλλα παιδιά με έδιωχναν από την εκκλησία γιατί ήμουν Γύφτος.
Αυτή ήταν η πρώτη σας ρήξη;
Οχι και η μοναδική. Η μάνα μου, θυμάμαι, μου έλεγε όταν έμαθε ότι κλέβω «πρόσεχε, ρε κερατά, μη σε πιάσουν και γίνουμε ρεζίλι». Αν το μάθαινε αυτό ο πατέρας μου, θα πέθαινε γιατί ήταν ένας τίμιος, όπως σου είπα, άνθρωπος.
Από την άλλη, όταν με έστελναν να κάνω διάφορα θελήματα στη γειτονιά μου, τόνιζε: «Μην καταδεχθείς να πάρεις τα ρέστα, και ας σου τα χαρίσουν». Από τη μία μου έλεγε «πρόσεξε να μη σε πιάσουν» και από την άλλη να είμαι περήφανος. Αυτά είναι αντιφατικά.
Ποια στιγμή από τη ζωή σας θα θέλατε να βιώσετε τώρα αν κλείνατε τα μάτια σας;
Αυτό που ανέτρεψε τη ζωή μου είναι όταν κάθισα και μελέτησα την Αγία Γραφή.
Η μουσική δεν έπαιξε τέτοιο ευεργετικό ρόλο στη ζωή σας;
Δεν την αγάπησα ποτέ τη μουσική.
Δεν σας έδωσε το όχημα για να ξεφύγετε από την ανισότητα που αντιμετωπίζατε ως Τσιγγάνος; Μια άλλη θέση στην κοινωνία;
Φυσικά, έτσι είναι. Ολα όμως έχουν κάποια αρχή. Δεν ήταν το όνειρό μου να γίνω τραγουδιστής. Γεννήθηκα το 1936. Το 1941 ήμουν πέντε ετών και μπορούσα να κλέβω χειροβομβίδες, σφαίρες και τα πήγαινα στην Αντίσταση. Ημουν αετόπουλο. Οταν τελείωσε ο πόλεμος και πήγα σχολείο, έγινα το γυφτόπουλο. Τα παιδιά, όπως έχω ξαναπεί, με κορόιδευαν, εγώ τα χτυπούσα. Αυτός ήταν ο λόγος που με έδιωχναν από τα σχολεία. Οταν τελείωσα το σχολείο, ήρθα στην Αθήνα με την αδερφή μου, νοικιάσαμε ένα υπόγειο για να πάει εκείνη στην Εκτη Γυμνασίου και να συνεχίσω εγώ το σχολείο.
Ηταν πολύ δύσκολο και από ‘κεί άρχισα να δουλεύω για να τα βγάλουμε πέρα. Σε μηχανουργείο, σε τόρνο, στα σκουπίδια, και υπηρέτης. Δύσκολη ζωή. Θα σταματήσω όμως σ’ ένα περιστατικό που συνέβη κι έγινε αφορμή για να με δικάσουν. Είπαν «εμείς σε σπουδάσαμε κι εσύ μας βγήκες κομμουνιστής;». Αυτή η ιστορία με ταλαιπωρεί 69 χρόνια. Χρειάστηκαν 68 χρόνια για να μου δώσουν το Ηρώδειο.
Αποκτήσατε αναγνωρισιμότητα. Αυτό δεν διευκόλυνε τα πράγματα; Πάντα σας κυνηγούσε η καταγωγή σας;
Πιστεύετε ότι όποιος γίνεται διάσημος γίνεται αυτομάτως και ευτυχισμένος; Ή όταν κερδίζουμε λεφτά γινόμαστε καλοί άνθρωποι;
Πείτε μου, όμως, πώς ασχολείστε με μια τέχνη που σας έδωσε τόσα αλλά ποτέ δεν την αγαπήσατε;
Ο πατέρας μου ο οποίος έπαιζε σαντούρι μού έδειξε λίγο κιθάρα. Επαιζε μαζί με τον παππού μου, ο οποίος ήταν εξαίρετος κλαρινετίστας στα πανηγύρια. Ετσι ξεκίνησα, γύρω στα 17, κι εγώ να παίζω μαζί τους σε γάμους και πανηγύρια. Τότε, θυμάμαι, περίμεναν πότε θα πιει ένας θαμώνας για να πετάξει χρήματα. Δεν τον μπορούσα αυτόν τον μηχανισμό. Η μουσική που υπήρχε τότε ήταν ή το δημοτικό – πολλά από αυτά τα τραγούδια να έχουν εθνικιστικά στοιχεία – ή η ευρωπαϊκή μουσική που υμνούσε τα ξανθά μαλλιά και τα μπλε μάτια κ.λπ. Τότε άρχισα να σκέφτομαι ότι δεν υπάρχουν τραγούδια τα οποία να μιλούν για μια φυλή η οποία καταδυναστεύεται με διαφόρους τρόπους. Αναρωτήθηκα πώς θα μπορούσα να το εκφράσω. Ετσι οδηγήθηκα στην μπαλάντα.
Αρχισα να διαβάζω για να μάθω όσο περισσότερα μπορούσα για το είδος αυτό και να γράφω με έμμεσο τρόπο για τα όσα έχει υπομείνει η φυλή μου. Θυμάμαι ότι η αδερφή μου, η Μαρία, η οποία έχει φύγει από τη ζωή… (σ.σ.: σιωπά για λίγο γιατί συγκινείται), όταν τα διάβαζε μου έλεγε «Κώστα μου, σ’ αγαπάω, αλλά δεν σε καταλαβαίνω». Δεν θυμάμαι το πρώτο τραγούδι που έγραψα, αλλά έρχεται στο μυαλό μου ένα παράδειγμα. Οταν μου χάριζαν κάτι και έπρεπε να χαρώ, μιλούσα για μια «αχάριστη γύφτικη ψυχή». Δεν θέλω να περιγράφω γιατί με στεναχωρούν.
Πώς μπήκατε στη δισκογραφία;
Οχι εύκολα. Στην αρχή δεν τα δεχόντουσαν διότι τα έβρισκαν τρελά. Περίμενα όμως υπομονετικά παίζοντας με τον παππού μου και με τον πατέρα μου στα πανηγύρια. Πέρασα δύσκολες στιγμές.
Ποια ξεχωρίζετε;
Αναγκάστηκα κάποια στιγμή να κοιμάμαι κάτω από μια σκάλα. Αλλά πριν φτάσω εκεί θα σταθώ σε μια κομβική συνάντηση που είχα στη Χαλκίδα, όπου εμφανιζόμουν ως κιθαρίστας σε μια ταβέρνα της παραλίας, στην οποία ήρθε ο διάσημος τραγουδιστής της εποχής Οδυσσέας Μοσχονάς. Εκεί με άκουσε να παίζω και με πήρε μαζί του. Επειτα πήγαμε στη Ρόδο.
Ως κιθαρίστας πάντα. Δεν τραγουδούσατε;
Οχι. Σε κάποιο διάλειμμα είπα στα παιδιά της μπάντας «να σας κάνω να γελάσετε;». Πήρα ένα μικρόφωνο και άρχισα να τραγουδάω. Ο Μοσχονάς ενθουσιάστηκε και μου πρότεινε να εμφανίζομαι και ως τραγουδιστής. Αρνήθηκα και έφυγα από την μπάντα του. Επιασα δουλειά σε διάφορα μαγαζιά. Η περιπλάνηση μέχρι τη δισκογραφία δεν ήταν εύκολη υπόθεση. Βρέθηκα να περιπλανιέμαι με την κιθάρα μου, άυπνος, νηστικός και διψασμένος. Θυμάμαι ότι κάποια στιγμή είχα να φάω δεκαοκτώ μέρες. Ενα πορτοκάλι με έσωζε που έτρωγα από αυτά που ξέφευγαν από τους πωλητές στην αγορά. Εχω κοιμηθεί σε παγκάκια αλλά και σε σκαλοπάτια πολυκατοικιών.
Το τέλος της οδύσσειάς σας ήρθε με τις εξετάσεις στο Εθνικό Ιδρυμα Ραδιοφωνίας;
Στη δισκογραφία μπήκα εξαιτίας του Μίμη Πλέσσα. Είχα αρχίσει να δουλεύω στα καμπαρέ, που για μένα ήταν πανεπιστήμιο. Εκεί έμαθα πολλά για την τζαζ. Ενας πιανίστας που δουλεύαμε μαζί με προέτρεψε να δώσω εξετάσεις. Πηγαίνω με την κιθάρα μου και σκέφτηκα να πω ένα τσιγγάνικο τραγούδι. Μου ζήτησαν και ένα ελληνικό. Με πέρασαν. Θεωρώ ότι αν πέτυχα κάτι στη ζωή μου ήταν λόγω συμπτώσεων, όχι από τύχη.
Γιατί ήταν σύμπτωση;
Διότι τη στιγμή που έδινα εγώ εξετάσεις άλλαξε η επιτροπή της ΕΙΡ και ήταν όλοι τζαζίστες. Τη μέρα που τραγούδησα στο κοινό ήταν ο Μίκης Θεοδωράκης, ο Μάνος Χατζιδάκις και άλλοι σπουδαίοι. Το τρακ μου, απερίγραπτο! Τότε έρχεται ο Γιώργος Κατσαρός, με πιάνει από το μπράτσο για να με καθησυχάσει. Την ίδια μέρα με πλησίασαν για συνεργασία ο Μίμης Πλέσσας – μέσω ενός συνεργάτη του – και ο Μίκης Θεοδωράκης. Τον απέρριψα όμως γιατί είχα δώσει τον λόγο μου στον Πλέσσα.
Ποιο τραγούδι ηχογραφήσατε για πρώτη φορά;
(Σ.σ.: λέει τραγουδιστά το τραγούδι των Κώστα Πρετεντέρη και Μίμη Πλέσσα) «Εφυγ’ η αγάπη μου / και σκοτείνιασε όλη η γη / άστρο ήταν κι έσβησε / το ξημέρωμα, την αυγή / έφυγ’ η αγάπη μου / και σκοτείνιασε όλη η γη». Το τραγούδι μού έδωσε φωνή για να πω ότι υπάρχει ελπίδα.