«Μας απασχολεί η βία, αλλά μόνο επιλεκτικά. Οταν δεν φαίνεται, μπαίνει κάτω από το χαλάκι» λέει στα «ΝΕΑ Σαββατοκύριακο» η δημοσιογράφος – παρουσιάστρια και υποψήφια ευρωβουλευτής της ΝΔ Ελεονώρα Μελέτη. Μιλάει για τα βιώματά της, τις μορφές βίας, τα έμφυλα στερεότυπα και αναφέρεται στη φιλοδοξία της να λειτουργεί «ως δίαυλος για τα προβλήματα του κόσμου».
Δεχθήκατε προσωπικές επιθέσεις μετά την ανακοίνωση της υποψηφιότητάς σας. Πώς τις διαχειρίζεστε;
Τα κοινωνικά δίκτυα μπορούν συχνά να μετατραπούν σε ένα οικοσύστημα, το οποίο εκθρέφει το μίσος και την τοξικότητα κάποιων πίσω από τη βολική ανωνυμία του πληκτρολογίου. Από τη στιγμή που λόγω της δουλειάς μου, μπορώ εύκολα να γίνω στόχος, όπως και έγινα μετά την ανακοίνωση της υποψηφιότητάς μου, το μόνο που μπορώ να κάνω είναι να οχυρωθώ πίσω από την ψυχική ανθεκτικότητα και την καλή διάθεση.
Ομως, τα διαπιστευτήριά μου είναι η πορεία μου μέχρι στιγμής. Ξεκίνησα από 18 ετών να εργάζομαι και να λειτουργώ ως δίαυλος για τα προβλήματα του κόσμου. Ασχολήθηκα μέσα από τις εκπομπές μου με κοινωνικά ζητήματα που αγγίζουν το μαλακό υπογάστριο της κοινωνίας μας.
Το ίδιο φιλοδοξώ να κάνω και ως μέλος του Ευρωκοινοβουλίου, εφόσον εκλεγώ. Να μεταφέρω αιτήματα, να εκφράζω αγωνίες, να λειτουργώ προς όφελος των ελλήνων και ευρωπαίων συμπολιτών μου. Οι επιθέσεις ανήκουν στη σφαίρα της ευπάθειας, για την οποία έχω εδώ και καιρό θωρακίσει τον εαυτό μου με εσωτερική δουλειά.
Εχετε μιλήσει ανοικτά – παρουσιάσατε και το βιβλίο σας – για τη χρόνια συναισθηματική κακοποίηση. Είναι μία αθέατη μορφή βίας;
Σαφέστατα και είναι, αλλά όχι αθέατη, έχει κοινό και μάλιστα φανατικό. Είναι μία πολύ ύπουλη μορφή βίας, γιατί λίγο πολύ τη φέρουμε όλοι μέσα μας και δεν την αναγνωρίζουμε, είτε τη βιώνουμε είτε την ασκούμε.
Η επίθεση που περιγράψατε παραπάνω ότι δέχομαι είναι ένα απώτατο παράδειγμα συναισθηματικής και ψυχολογικής βίας, την οποία νομιμοποιούμε και δεχόμαστε να υπάρχει γύρω μας, πολλές φορές παίρνοντας και ικανοποίηση όταν αυτό συμβαίνει και δεν μας αφορά. Αν δεν είμαστε υποκινητές αυτής της βίας, μπορεί να είμαστε απαθείς θεατές, ή και διακινητές μέσα από την αντίδρασή μας σε αυτή. Και αυτό δείχνει και το μέγεθος της υποκρισίας που χαρακτηρίζει την κοινωνία μας. Μας απασχολεί η βία, αλλά μόνο επιλεκτικά.
Kυρίως μόνο η σωματική, γιατί αυτή είναι αυταπόδεικτη. Οταν δεν φαίνεται, μπαίνει κάτω από το χαλάκι.
Παλεύουμε τη βία, αλλά με όπλο την ίδια τη βία, και θέλουμε να αντιμετωπίσουμε τη βία, αλλά χωρίς να είμαστε σε θέση να διακρίνουμε τη συμπτωματολογία της σε κάθε έκφανσή της. Φωνάζουμε ότι θέλουμε μία κοινωνία χωρίς βία όταν δολοφονούνται άνθρωποι, αλλά δεν διστάζουμε να δολοφονούμε καθημερινά ψυχές και χαρακτήρες. Καμία βία δεν θα εξαλειφθεί όσο τη συντηρούμε σε όποια της μορφή.
Να σας πάω στη – δυστυχώς – ορατή, την πιο ακραία μορφή βίας, τις γυναικοκτονίες. Μη μου πείτε για όσα έχουν γίνει από την κυβέρνηση, πείτε μου για όσα πρέπει να γίνουν…
Κάποια ζητήματα δεν είναι αποκλειστική ευθύνη της εκάστοτε κυβέρνησης να τα αντιμετωπίσει αλλά θα πρέπει και όλοι μας να αναλάβουμε την ατομική ευθύνη. Και αυτό είναι ξεκάθαρο όσον αφορά τα κοινωνικά ζητήματα. Είμαστε τα ζωτικά κύτταρα της κοινωνίας.
Οσα μέτρα και να λάβει μία κυβέρνηση, πάντα θα υπάρχουν θύτες, πάντα θα υπάρχουν θύματα. Δεν γίνεται να εξαλείψουμε κανέναν από τους δύο. Μπορούμε όμως να διαμορφώνουμε λιγότερους θύτες και σίγουρα να διαμορφώνουμε λιγότερα υποψήφια θύματα.
Η ενημέρωση και η ευαισθητοποίηση και για άλλες μορφές βίας πλην της σωματικής είναι μία σημαντική αφετηρία. Η γυναικοκτονία είναι ο επίλογος μιας βίας και μιας κακοποίησης που πριν εκφραστεί σωματικά έχει εκφραστεί αλλεπάλληλες φορές συναισθηματικά και ψυχολογικά.
Είναι σημαντικό να μπορούμε να το αναγνωρίζουμε ώστε να το προλαμβάνουμε, να το καταγγέλλουμε, να αποχωρούμε. Για να γίνει όμως αυτό θέλει ενημέρωση, επιμόρφωση και ουσιαστική στήριξη, ώστε να κατακτηθεί η ψυχική ανθεκτικότητα. Ο άνθρωπος με ψυχική ανθεκτικότητα είναι το μεγαλύτερο όπλο κατά της βίας. Την ίδια ώρα χρειάζεται να εργαστούμε όλοι για να σπάσουμε κάποια κοινωνικά στερεότυπα που γεννούν, συντηρούν και αναπαράγουν τη βία.
Αυτά δυστυχώς φέρουν ρίζες από τις απαρχές της ανθρωπότητας και οφείλουμε να τα καταπολεμήσουμε σπάζοντας το απόστημα, και όχι αντικαθιστώντας τα με νέα στερεότυπα. Αυτό θέλει συλλογική δουλειά, οριζόντιες πιο φιλελεύθερες πολιτικές αλλά και ατομική ευθύνη.
Είναι ζητήματα που δεν αφορούν μόνο τη χώρα μας, αλλά όλη την Ευρώπη, ζητήματα με κοινά ποιοτικά χαρακτηριστικά που μόνο συντονισμένα και ενιαία μπορούν να χτυπηθούν στη ρίζα.
Είστε για χρόνια σε έναν ανταγωνιστικό κλάδο, τώρα στο κατώφλι ενός άλλου – ανδροκρατούμενου. Γιατί λείπουν οι γυναίκες από την πολιτική;
Γιατί οι γυναίκες βιώνουμε κοινωνικές ανισότητες. Αυτό επιβεβαιώνεται από το μισθολογικό χάσμα, που είναι μία πραγματικότητα, από την όχι και τόσο διαδεδομένη παρουσία των γυναικών σε νευραλγικές θέσεις – παρά τις δεξιότητες –, από το γεγονός ότι οι γυναίκες αν λάβουμε υπόψη τις ώρες έμμισθης αλλά και άμισθης εργασίας, εργαζόμαστε πολύ περισσότερο από τους άνδρες, με λιγότερο ευνοϊκές συνθήκες και χαμηλότερες απολαβές.
Ολα αυτά προκαλούνται από έμφυλα στερεότυπα που τα έχουμε καταπιεί και ενσωματώσει ως κοινωνία, όπως το ότι η γυναίκα πρέπει να διαλέξει ανάμεσα στο δίλημμα σπίτι ή οικογένεια, όπως το ότι κάποιες ηγετικές ποιότητες είναι αποκλειστικότητα των ανδρών, ότι η θέση της γυναίκας είναι στο σπίτι και πολλά ακόμα.
Οταν πρωτοσυστηθήκατε ως υποψήφια ευρωβουλευτής αναδείξατε αποκλειστικά την «ανθρωπιστική» ατζέντα. Τι λέτε σε όσους το ακούν… ρομαντικό;
Μπορεί να ακούγεται ρομαντικό αλλά είναι βαθιά καταλυτικό. Εχουμε συνηθίσει να εστιάζουμε σε ατζέντες όπως η οικονομία, η εξωτερική πολιτική, η άμυνα, και είναι λογικό, αλλά δεν έχουμε συνειδητοποιήσει πως αν λυθούν βαθιά κοινωνικά ζητήματα όπως οι κοινωνικές ανισότητες και η βία, μπορεί να έχουμε καλύτερη οικονομία, να χρειάζεται λιγότερη εξωτερική πολιτική, να είναι αναγκαία λιγότερη άμυνα.