Η ισραηλινή ακαδημαϊκός και ειδική σε θέματα Ιράν, δρ Λιόρα Χέντελμαν, μιλάει στα «ΝΕΑ» για την επόμενη ημέρα του θανάτου του προέδρου Ραϊσί στο εσωτερικό του Ιράν και διεθνώς. Εκτιμά το μέλλον της εσωτερικής αντίστασης στο καθεστώς αλλά και στην πρόοδο του πυρηνικού προγράμματος της Τεχεράνης, ενώ απαντά και στο ερώτημα ποιο θα ήταν το καλύτερο αποτέλεσμα για το Ισραήλ στις προεδρικές του φθινοπώρου στις ΗΠΑ: Μπάιντεν ή Τραμπ;
Πόσο μεγάλο πλήγμα ήταν πραγματικά ο θάνατος του Εμπραχίμ Ραϊσί για το καθεστώς στο Ιράν;
Η προεδρία Ραϊσί είχε συμβολικό βάρος, καθώς αντιπροσώπευε τη συνέχεια της επαναστατικής ιδεολογίας. Ο ίδιος θεωρήθηκε από ορισμένους συνέχεια του αγιατολάχ Αλί Χαμενεΐ και αναφερόταν συχνά ως πιθανός διάδοχός του.
Ο θάνατός του επομένως θα μπορούσε να έχει κάποια επίδραση στη μάχη της διαδοχής αλλά και ενδεχομένως να επηρεάσει το ηθικό της ηγεσίας. Παρότι ασυνήθιστο, ένα τέτοιο γεγονός δεν είναι πρωτοφανές. Το καθεστώς έχει βιώσει παρόμοιες αναταράξεις στο παρελθόν, όπως λ.χ. η δολοφονία του προέδρου Μοχάμαντ Αλί Ρατζάι το 1981.
Ηταν όμως καθοριστικός ο ρόλος του Ραϊσί στην οργάνωση των σχεδίων του Ιράν στη Μέση Ανατολή;
Ο άμεσος ρόλος Ραϊσί στην οργάνωση αυτών των ενεργειών μπορεί να μην ήταν τόσο κρίσιμος όσο άλλοι παράγοντες. Λόγω προσωπικότητας, η προεδρία του σηματοδότησε μια οπισθοδρόμηση σε υπερσυντηρητικές πολιτικές, απομακρυνόμενη από την πιο μετριοπαθή στάση του προκατόχου του, Χασάν Ρουχανί. Η μετατόπιση αυτή αντανακλούσε μια ευρύτερη σκληροπυρηνική τάση εντός της πολιτικής σκηνής, η οποία ενδέχεται τώρα να μεταβληθεί.
Ωστόσο ο ακριβής αντίκτυπος θα εξαρτηθεί από την εσωτερική δυναμική και τις εξωτερικές πιέσεις. Οσον δε αφορά τις εξωτερικές υποθέσεις, το πυρηνικό πρόγραμμα και άλλα, η λήψη αποφάσεων εξαρτάται από τον ανώτατο ηγέτη Αλί Χαμενεΐ.
Η κοινωνική αναταραχή που παρακολουθήσαμε τους τελευταίους μήνες δείχνει να έχει αποδυναμωθεί. Αυτή είναι η πραγματική εικόνα; Και αν ναι, θα μπορούσε να αλλάξει και πάλι στο εγγύς μέλλον;
Οι πρόσφατες βουλευτικές εκλογές στο Ιράν κατέγραψαν τη χαμηλότερη συμμετοχή ψηφοφόρων από την ίδρυση της Ισλαμικής Δημοκρατίας το 1979. Η εκτίμηση αυτή φανερώνει τη συσσωρευμένη απαρέσκεια μεγάλων τμημάτων του πληθυσμού με το καθεστώς.
Η προετοιμασία για εκλογές σε διάστημα 50 μόλις ημερών είναι σημαντική πρόκληση για το πολιτικό σύστημα. Οι πληροφορίες δείχνουν ότι η απαρέσκεια του πληθυσμού παραμένει σημαντική και υποδηλώνει πως η τρέχουσα ύφεση των διαδηλώσεων, λόγω κυρίως της σκληρής καταστολής τους, μπορεί να είναι προσωρινή και ότι το ενδεχόμενο αναζωπύρωσης των ταραχών στο εγγύς μέλλον παραμένει υψηλό.
Ο Ραϊσί ήταν ένας συντηρητικός κληρικός γνωστός για το αμφιλεγόμενο παρελθόν του, περιλαμβανομένης και της εμπλοκής του σε μαζικές εκτελέσεις πολιτικών ακτιβιστών στα τέλη της δεκαετίας του 1980. Παρά την αφοσίωσή του στο καθεστώς, αντιμετώπισε έντονη κριτική τους τελευταίους μήνες λόγω της αποτυχίας του να επιτύχει σημαντική πρόοδο σε τομείς όπως η στέγαση, ο πληθωρισμός, η ανεργία και η ανακούφιση από τις διεθνείς κυρώσεις. Αυτό τον κατέστησε στόχο κριτικής και στη μάχη της διαδοχής. Η δε δημοτικότητά του δεν ήταν και ποτέ υψηλή.
Πολλοί εκτιμούν ότι το Ιράν απέχει ένα βήμα από την επίτευξη των πυρηνικών του στόχων. Ποια είναι η γνώμη σας και πώς θα επηρεάσει κάτι τέτοιο το Ισραήλ;
Μια τέτοια εξέλιξη θα άλλαζε δραματικά την ισορροπία δυνάμεων στη Μέση Ανατολή, αποτελώντας άμεση απειλή για την περιφερειακή σταθερότητα και ασφάλεια.
Το Ισραήλ έχει εκφράσει σταθερά τις ανησυχίες του για τις πυρηνικές φιλοδοξίες του Ιράν, θεωρώντας τες άμεση απειλή για την εθνική του ασφάλεια.
Η μαζική επίθεση που εξαπέλυσε το Ιράν στις 14 Απριλίου με μη επανδρωμένα drones και πυραύλους φανερώνει μια πιο επιθετική στάση και την αυξημένη διάθεση της Τεχεράνης για χρήση στρατιωτικής βίας, ώστε να προβάλει την ισχύ της σε ολόκληρη την περιοχή.
Η εμπλοκή του Ιράν σε χώρες όπως το Ιράκ, η Συρία, ο Λίβανος, η Υεμένη και εσχάτως η απόπειρα στην Ιορδανία αναδεικνύουν τη στρατηγική του να αποσταθεροποιήσει την περιοχή. Η πυρηνική του πρόοδος θα πρέπει να ανησυχεί όχι μόνο τη Μέση Ανατολή αλλά και τις χώρες της Δυτικής και Κεντρικής Ασίας, καθώς η δυνατότητά του να επεκτείνει την επιρροή του και τη στρατιωτική του εμβέλεια αποτελεί περιφερειακή απειλή.
Αυτό, σε συνδυασμό με την ανάμειξη του Ιράν σε πολλαπλές περιφερειακές συγκρούσεις, αναδεικνύει την επείγουσα ανάγκη για διεθνή προσοχή και πιθανή παρέμβαση για την αποτροπή περαιτέρω κλιμάκωσης αλλά και τη διασφάλιση της περιφερειακής σταθερότητας.
Οι εκλογές στις ΗΠΑ απέχουν λίγους μήνες. Πώς θα μπορούσε το αποτέλεσμα να επηρεάσει τη στάση των ΗΠΑ απέναντι στο Ιράν αλλά και κατ’ επέκταση την ασφάλεια του Ισραήλ; Τι είναι καλύτερο για το Ισραήλ; Ο Μπάιντεν ή ο Τραμπ;
Η κυβέρνηση Μπάιντεν ακολούθησε διπλωματική προσέγγιση έναντι του Ιράν, με στόχο την αναβίωση του Κοινού Ολοκληρωμένου Σχεδίου Δράσης (JCPOA). Διατηρώντας κάποιες κυρώσεις, έχει δείξει προθυμία να διαπραγματευθεί διπλωματικά με το Ιράν για να περιορίσει τις πυρηνικές φιλοδοξίες του και να μειώσει τις περιφερειακές εντάσεις.
Ενώ προσεγγίζει το Ιράν, ο Μπάιντεν επιβεβαιώνει την ισχυρή υποστήριξη για την ασφάλεια του Ισραήλ, περιλαμβανομένης της στρατιωτικής βοήθειας και στρατηγικής συνεργασίας. Από την άλλη, η κυβέρνηση Τραμπ αποσύρθηκε από το JCPOA το 2018 και εφάρμοσε τακτική «μέγιστης πίεσης», επιβάλλοντας εκτεταμένες οικονομικές κυρώσεις στην Τεχεράνη.
Αυτή η προσέγγιση ήταν πιο συγκρουσιακή, με στόχο την οικονομική και πολιτική απομόνωση του Ιράν και την υποστήριξη ομάδων της αντιπολίτευσης στο εσωτερικό.
Οι πολιτικές Τραμπ ήταν σε μεγάλο βαθμό φιλοϊσραηλινές, συμπεριλαμβανομένης της αναγνώρισης της Ιερουσαλήμ ως πρωτεύουσας του Ισραήλ και της υποστήριξης των Συμφωνιών του Αβραάμ, οι οποίες εξομάλυναν τις σχέσεις του Ισραήλ και αρκετών αραβικών χωρών.Το ποιος υποψήφιος είναι καλύτερος για το Ισραήλ εξαρτάται τελικά από το αν η προτεραιότητα είναι η άμεση, ισχυρή αποτροπή (Τραμπ) ή η μακροπρόθεσμη, διπλωματική δέσμευση με μια ισορροπημένη προσέγγιση στην περιφερειακή ασφάλεια (Μπάιντεν).