Η Γιαέλ Νταγιάν, διάσημη συγγραφέας, πρώην βουλευτής και πρωτοπόρος φεμινίστρια και ακτιβίστρια για την ειρήνη, κόρη του ιστορικού πολιτικού του Ισραήλ Μοσέ Νταγιάν, έφυγε σε ηλικία 85 ετών.
Η Νταγιάν, η οποία ήταν ανιψιά του πρώην προέδρου του Ισραήλ Εζέρ Βάιτσμαν, υπήρξε από τις πλέον εξέχουσες φωνές για ίσα δικαιώματα στην ιστορία της χώρας και μέχρι το τέλος της ζωής της συνέχιζε να γράφει και να μιλάει όσο μπορούσε για τα θέματα για τα οποία αγωνιζόταν. Υπήρξε εμβληματική μορφή στον αγώνα για τα δικαιώματα των γυναικών – με αιχμή του δόρατος τη νομοθεσία για τη σεξουαλική παρενόχληση –, τον αγώνα για τα δικαιώματα των ΛΟΑΤΚΙ ατόμων αλλά και την επίτευξη ειρηνευτικής συμφωνίας με τους Παλαιστινίους. Παρότι τα τελευταία χρόνια έπασχε από αποφρακτική πνευμονοπάθεια – πολλοί τη θυμούνται να κρατά πάντα τσιγάρο –, παρέμεινε ακτιβίστρια ως το τέλος και έπαιρνε μέρος σε διαδηλώσεις για την ειρήνη ακόμα και σε αναπηρικό καροτσάκι. Είχε ισχυρούς δεσμούς με την Ελλάδα, την οποία επισκέφθηκε πολλές φορές.
Ηταν κόρη του Μοσέ Νταγιάν, στρατηγού και σοσιαλιστή πολιτικού, ο οποίος διετέλεσε αρχηγός του Γενικού Επιτελείου Στρατού, υπουργός Γεωργίας, Εθνικής Αμυνας και Εξωτερικών. Η οικογένειά της και οι φίλοι της την αποκαλούσαν «Γιούλα» και τη θεωρούσαν «παιδί-θαύμα». Οταν κατατάχθηκε στις ισραηλινές ένοπλες δυνάμεις το 1956, ο πατέρας της ήταν αρχηγός του Γενικού Επιτελείου. Ολοκλήρωσε μια σειρά μαθημάτων αξιωματικού, ανέλαβε νεοσυλλέκτους, εργάστηκε με νέους μετανάστες και υπηρέτησε στη Μονάδα Εκπροσώπων Τύπου των ενόπλων δυνάμεων.
Στην παιδική και νεανική της ηλικία έγραψε πολλά ποιήματα και μικρά δοκίμια, μερικά από τα οποία δημοσιεύθηκαν στις εφημερίδες «Maariv» και «Davar». Ωστόσο, ήταν ένα βιβλίο που εξέδωσε σε ηλικία 20 ετών εκείνο που την έφερε για πρώτη φορά στο προσκήνιο. Το βιβλίο, αρχικά γραμμένο στα αγγλικά, είχε τίτλο «Νέα πρόσωπα στον καθρέφτη». Ηταν μυθιστόρημα σε πρώτο πρόσωπο – η αφήγηση μιας αξιωματικού με το όνομα Αριέλ Ρον. Θεωρήθηκε πολύ προχωρημένο στο πουριτανικό Ισραήλ – ένα είδος αυτοβιογραφίας της κόρης του απερχόμενου αρχηγού του Γενικού Επιτελείου. Η εφημερίδα «Maariv» δημοσίευσε το βιβλίο σε δόσεις, όπως και τις θυμωμένες επιστολές αναγνωστών για τα νέα ήθη που έφερνε. Η Νταγιάν έγραψε συνολικά εννέα βιβλία. Στο συντηρητικό Ισραήλ στις αρχές της δεκαετίας του 1960 η Νταγιάν ήταν μια κοσμική γυναίκα που ταξίδευε στη Γαλλία, την Ελλάδα – την οποία υπεραγαπούσε –, τις Ηνωμένες Πολιτείες και την Ινδία.
Το 1965 συμμετείχε ως ομιλήτρια σε προεκλογικές συγκεντρώσεις για το Ράφι, το κόμμα του Νταβίντ Μπεν-Γκουριόν, του οποίου ήταν υποστηρικτής ο πατέρας της. Λίγο πριν από τον Πόλεμο των Εξι Ημερών η Νταγιάν βρισκόταν στην Ελλάδα και επέστρεψε εσπευσμένα όταν ο πατέρας της άφησε να εννοηθεί ότι μπορεί να ξεσπάσει πόλεμος. Βρέθηκε τοποθετημένη στη Μεραρχία 38 του Αριέλ Σαρόν μία εβδομάδα πριν από την έναρξη του πολέμου.
Ως εκπρόσωπος Τύπου των ενόπλων δυνάμεων μετέδιδε τις αναφορές της από το μέτωπο σε διάφορες εφημερίδες. Σε αυτές τις αναφορές μπορούσε κανείς να παρατηρήσει μια μοναδική οπτική. Παράλληλα με τις περιγραφές των μαχών και τη χαρά της νίκης, προσπάθησε να περιγράψει και τα συναισθήματα των κουρασμένων στρατιωτών, ενώ φρόντισε να γράψει και για τους αιχμαλώτους ως ανθρώπινα όντα που επίσης πλήρωναν το τίμημα του πολέμου.
Κατά τη διάρκεια του πολέμου γνώρισε τον αντισυνταγματάρχη Ντον Σιόν, αξιωματικό στο Επιτελείο. Εκείνη ήταν 28 και εκείνος 44. Εγιναν ζευγάρι και ενάμιση μήνα μετά το τέλος του πολέμου παντρεύτηκαν – απέκτησαν έναν γιο και μια κόρη. Εζησαν στη Γαλλία για αρκετά χρόνια ως μέρος της στρατιωτικής αποστολής του Σιόν. Οταν επέστρεψαν στο Ισραήλ στις αρχές του 1973, εξεπλάγησαν επειδή βρήκαν μια διαφορετική χώρα, με «κοινωνική ελίτ». «Βρήκαμε χυδαιότητα, επιδειξιομανία, αλαζονεία και ανταγωνισμό για υλικά αγαθά, όπως ποτέ άλλοτε» σχολίασε.
Οκτώ μήνες αργότερα ξέσπασε ο πόλεμος του Γιομ Κιπούρ. Το ισραηλινό κοινό δεν συγχώρεσε τον πατέρα της, ο οποίος διετέλεσε υπουργός Αμυνας, για τις αποτυχίες που προηγήθηκαν του πολέμου και αναγκάστηκε να παραιτηθεί. Η Γιαέλ στάθηκε ξανά δίπλα του, υπερασπίζοντάς τον, όπως συνέχισε να κάνει ακόμα και όταν αποφάσισε να εγκαταλείψει το κόμμα του και να ενταχθεί στην κυβέρνηση Λικούντ του Μεναχέμ Μπέγκιν. «Τον αγάπησε με μια αγάπη που δεν περιγράφεται» είπε ο αδελφός της, Ασι, σε μια συνέντευξη. Εγραψε για τη σχέση της με τον πατέρα της σε ένα βιβλίο που δημοσίευσε το 1986 με τίτλο «Ο πατέρας μου, η κόρη του».
Η Γιαέλ μπήκε δυναμικά στην πολιτική ζωή με την ένταξή της στο Εργατικό Κόμμα στα τέλη της δεκαετίας του 1980. Το 1988 δεν τα κατάφερε αλλά το 1992 εξελέγη για πρώτη φορά βουλευτής – και υπηρέτησε ως μέλος της Κνεσέτ για 10 χρόνια. Στην Κνεσέτ προώθησε ζητήματα που δεν είχαν λάβει τη δέουσα προσοχή, όπως νόμους για την ισότητα των φύλων και την προστασία των γυναικών από τη βία και τις διακρίσεις, αλλά και για την προστασία των δικαιωμάτων των ΛΟΑΤΚΙ.
Επίσης ήταν μέλος της Επιτροπής Εξωτερικών Υποθέσεων και Αμυνας και εργάστηκε για την προώθηση και την ενίσχυση της ειρηνευτικής διαδικασίας. Ηταν μέρος της «Ομάδας των Οκτώ» – μέλη της Κνεσέτ που αποτελούσαν την αριστερή πτέρυγα του Εργατικού Κόμματος. Μετά την αποτυχία της να επανεκλεγεί το 2003 μεταφέρθηκε στην τοπική αυτοδιοίκηση και διορίστηκε αντιδήμαρχος του Τελ Αβίβ.
«Θρηνούμε τον θάνατο της γυναίκας που ηγήθηκε σε πολλούς αγώνες» έγραψε η Ορίτ Σουλιτζεάνου, σύμβουλος των Κέντρων Αντιμετώπισης Ενδοοικογενειακής Βίας στο Ισραήλ. «Ηταν πρωτοπόρος, μας έδινε κουράγιο και αποτέλεσε μια δυνατή φωνή κατά της βίας. Θα τη θυμόμαστε για πάντα».