Δεν έχουμε μιλήσει μέχρι σήμερα για τα τραγούδια που ξανακούγονται σε στιγμές απρόσμενες από το ραδιόφωνο του αυτοκινήτου (εντάξει, και από στικάκι). Αυτά που στήνουν αυτοσχέδια σκηνικά εντός δευτερολέπτων μέσα στην αιωνιότητα της ανυπόφορης κίνησης. Κι εκείνα που – χωρίς να το επιδιώκουν – μας εξοβελίζουν στην ασφάλεια της παιδικής ηλικίας προκαλώντας ένα στιγμιαίο μούδιασμα, όπως το αναισθητικό του οδοντιάτρου πριν από την επέμβαση. Υπάρχουν βέβαια και εκείνα που εισβάλλουν με διάθεση εκδικητική επειδή κάποτε τους αντιστεκόσουν σαν μπλαζέ αμφισβητίας και τώρα ζητάνε τη ρεβάνς. Ομολογουμένως σπάνια είναι εκείνα που λειτουργούν σαν προτάσεις, καθότι οι μονοκαλλιέργειες του έντεχνου ποπ και του mainstream (ας δώσουμε ο καθένας έναν ορισμό στις λέξεις, για να συνεννοηθούμε μεταξύ μας) καίνε και τα χλωρά.
Είναι τα τραγούδια των μοναχικών διαδρομών. Προϋποθέτουν ότι τα αντέχει μόνο ένας και δεν επιθυμούν τα πολλά πάρε δώσε μες στη συνάφεια άλλων επιβατών. Σε απομονώνουν από τον έξω κόσμο, οργανώνουν τις αντιστάσεις στα τέσσερα τετραγωνικά του αυτοκινήτου και ρίχνουν άμυνες απέναντι στην αθηναϊκή λάβρα. Ετσι, από τη δεκαετία του 1980, όπου το «νεολαϊκό» έχει γράψει πολλές χρυσές στιγμές, κατέφτασε η Χαρούλα Αλεξίου σε μουσική Χρήστου Νικολόπουλου και στίχους Λευτέρη Παπαδόπουλου: «Οταν σου πουν πως τραγουδώ τα δειλινά, τα βράδια/ ψάχνω τα μάτια σου να δω που κρύψαν τα σκοτάδια…». Η χρονοκάψουλα λειτούργησε σε κλάσματα δευτερολέπτου και επέστρεψε σε μια άλλη διαδρομή, Θεσσαλονίκη – Λαγκαδά (;), την εποχή που ακουγόταν πολύ το τραγούδι του 1988 μαζί με το «Ολα μου τα καράβια». Η βιωματική μνήμη στάθηκε επίσης στο ύψος των περιστάσεων αναζητώντας στο τελευταίο ρεφρέν το τζαζίστικο τσαλίμι της Αλεξίου («ξαναγύρισε») και το ανέβασμα («ρίχνω ξανά»). Ο «Φάνης» των Κατσιμιχαίων είναι το φλιπσάιντ μιας εφηβείας που ξοδεύτηκε σε καθωσπρεπισμούς και ισαποστακισμούς από τη γυμνή πραγματικότητα.
Οπως συμβαίνει κυρίως με τα βιβλία της μεγάλης λογοτεχνίας, που πέφτουν πάνω σου σαν την καφκική αξίνα σε πάγο, οι στίχοι του τραγουδιού τράβηξαν το παραπέτο και ανέδειξαν την άλλη όψη της ιερής νεότητας. Δίχως να χαρίζονται στον Φάνη οι τραγουδοποιοί ξεμπρόστιασαν το κομμάτι εκείνο της κοινωνίας που δεν δίνει δεύτερη ευκαιρία σε ναρκομανείς. Τα δύο αδέλφια πήραν το μάθημα του Διονύση Σαββόπουλου – μαζί με τους Φατμέ – και το μετέφεραν ένα βήμα παρακάτω στην εποχή τους. Σαν μακρύ ζεϊμπέκικο για έναν πρώην που ήθελε να γίνει νυν και τα καλά του φόραγε «σαν να ‘τανε γιορτή».
Το πιο θεατρικό κομμάτι της οδηγικής καθόδου ήταν και το πιο παλιό. «Πέφτει μια βροχή και μια θλίψη όλη νύχτα/ Μες στα χαμηλά τα εργατικά τα σπίτια/ Κι ένα κερί σαν καρδιά που τρεμοσβήνει/ Δείχνει κι αυτό πως για σένα ξαγρυπνώ». Βίκυ Μοσχολιού του 1977, σε στίχους Μάνου Ελευθερίου και μουσική Γιάννη Σπανού. Προφανώς και δεν ισχύει, αλλά φαντάζεσαι τη Μοσχολιού να ηχογραφεί στην ορχήστρα της Επιδαύρου (ζητώντας προκαταβολικά συγγνώμη από τους πάσης φύσεως καθαρολόγους). Ο Σπανός δεν ζητάει τίποτε από την ερμηνεύτρια και ο μοναδικός φωτισμός είναι ένα κερί. Οπως εκείνο του στίχου. Ή έστω ένας προβολέας που πέφτει λοξά. Μέσα στο ίδιο το τραγούδι ο Ελευθερίου στήνει ένα από τα σκηνικά που λέγαμε ως εξπέρ στη «θεατρική σκηνογραφία» των στίχων. Είναι τρεις στροφές για έναν ανεπίδοτο έρωτα («γράμματα πικρά μου γυρίζουν όλα πίσω») και μια ανεπίτρεπτη μοναξιά: «Ξένος περνάς και σαν ξένος τι σε νοιάζει/ Που μια ζωή έχει πια κομματιαστεί».