Η «είσοδος ελευθέρας» που έχει κατακτήσει ο Ζουλφί Λιβανελί στο ελληνικό ακροατήριο φάνηκε ήδη κατά το «προλόγισμα» του Γιώργου Σκαμπαρδώνη, σε μια αίθουσα που αποδείχθηκε μικρή για να χωρέσει τους αναγνώστες και των δύο στην πρόσφατη Διεθνή Εκθεση Βιβλίου Θεσσαλονίκης. Με χαμόγελα και ευχές τον υποδέχθηκαν οι θαυμαστές του πριν ξεκινήσει ο έλληνας συγγραφέας να θέτει ερωτήματα, με χαμόγελα και υπομονή τον «ξεπροβόδισαν» ως το περίπτερο των εκδόσεων Πατάκη, όπου υπέγραψε δεκάδες αντίτυπα του μυθιστορήματός του «Η ράχη της τίγρης» (στην έγκυρη μετάφραση της Φραγκώς Καραογλάν) υπερβαίνοντας τη μισή ώρα.
Η αφήγησή του – που αντλεί έμπνευση από τον μεγάλο «παραμυθά» Γιασάρ Κεμάλ, χωρίς να χάνει τις αναφορές στον μοντερνισμό του Ογούζ Ατάι – θέτει στο επίκεντρο τους τελευταίους μήνες του τελευταίου οθωμανού σουλτάνου: του Αμπντουλχαμίτ Β’, ο οποίος βρίσκεται εξόριστος από τους Νεότουρκους στη βίλα Αλατίνι της Θεσσαλονίκης. Νοσταλγεί τον Βόσπορο, πενθεί τη χαμένη παντοδυναμία του, αφήνεται στα χέρια του γιατρού του, φοβάται και ανακαλεί τον χρόνο που δεν θα είναι ποτέ ξανακερδισμένος.
Πού αναζητήσατε πηγές για να απεικονίσετε τη Θεσσαλονίκη του περασμένου αιώνα και πόσος χρόνος χρειάστηκε;
Εκανα μεγάλη έρευνα γι’ αυτό το βιβλίο και πραγματικά μου πήρε χρόνια επειδή, όπως καταλαβαίνετε, ο τελευταίος σουλτάνος είναι ένα ζήτημα ευαίσθητο για την πρόσφατη πολιτική μας ιστορία. Θεωρείται πρόσωπο αμφιλεγόμενο και για τη μεγάλη πλειονότητα αρνητικό. Δεν είχα το δικαίωμα, που λένε, να κάνω το παραμικρό λάθος: θα με περίμεναν στη γωνία σε οποιοδήποτε στραβοπάτημα. Για τον λόγο αυτό διάβασα δεκάδες βιβλία και για τη Θεσσαλονίκη, βρέθηκα φυσικά πολλές φορές στην πόλη – στις συναυλίες με τη Μαρία Φαραντούρη -, ενώ επισκέφτηκα και τη βίλα Αλατίνι. Η τουρκική έκδοση περιέχει γλωσσάρι με όρους της εποχής και πηγές με περίπου 200 βιβλία (σ.σ.: στην ελληνική υπάρχει επιλεγμένη βιβλιογραφία). Στο πίσω μέρος του μυαλού μου, πάντως, κρατάω πολλές αναμνήσεις και πληροφορίες για τη Θεσσαλονίκη από τη φιλία μου με τον Ηλία Πετρόπουλο στο Παρίσι.
Υστερα από τόση έρευνα, λοιπόν, πότε αισθανθήκατε ότι οι ιστορικές φιγούρες έχουν μετατραπεί σε μυθιστορηματικούς χαρακτήρες;
Κοιτάξτε, στην αρχή το μόνο που ξέρω είναι ο Αμπντουλχαμίτ ως ιστορικό πρόσωπο. Αλλά εγώ θέλω να γράψω για τον άνθρωπο που κυβέρνησε επί 33 χρόνια (σ.σ.: 1876 – 1909) και μέσα σε μία νύχτα έχασε τα πάντα. Βρέθηκε απομονωμένος και μεταμορφώθηκε σε έναν παρανοϊκό πρώην αυτοκράτορα. Επρεπε, λοιπόν, να σκέφτομαι συνεχώς το «γιατί». Τι είδους άνθρωπος μπορεί να ζήσει έτσι; Πώς μπορεί να αντέξει τη μοναξιά, ποια άλλα συναισθήματα του γεννά αυτή η «πτώση». Είναι ένα στοιχείο που με προσελκύει, για παράδειγμα, στο «Φθινόπωρο του πατριάρχη» του Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες και άλλα βιβλία Λατινοαμερικανών, οι οποίοι – διόλου τυχαία – έγραψαν για δικτάτορες. Αυτή είναι η είσοδος από την οποία μπαίνει κανείς: όχι οι δικτάτορες όσο κυβερνούν, αλλά όταν χάνουν την εξουσία. Και νομίζω ότι τότε φαίνεται ξεκάθαρα το κοινό χαρακτηριστικό τους: η παράνοια. Ανθρωποι που υπήρξαν σκληροί απέναντι στους υπηκόους τους, αλλά ταυτοχρόνως δυστυχισμένοι. Η οθωμανική ατμόσφαιρα έχει αυτό το στοιχείο που με ελκύει: έναν σκοτεινό σουρεαλισμό.
Αναφέρατε τον Μάρκες. Θα λέγατε ότι αυτή η αφήγηση που παραπέμπει στο «γήινο παραμύθι» είναι η πηγή από την οποία αντλείτε κι εσείς;
Σίγουρα. Ο Μάρκες είναι ένας από τους μεγαλύτερους τεχνίτες. Τον γνώρισα στο Μεξικό και τον αγάπησα – δεν θα μπορούσε να μην έχει αντίκτυπο επάνω μου. Αλλά το ίδιο συνέβη και με τον δικό μας Γιασάρ Κεμάλ, τον κοντινό φίλο μου επί 44 χρόνια. Δουλέψαμε μαζί σε καθημερινή βάση και δεν χωρίσαμε ποτέ. Χωρίς να μιμείσαι ψάχνεις από βιβλίο σε βιβλίο τη δική σου φωνή ακούγοντας είτε τη μεγάλη λογοτεχνία είτε την ίδια τη ζωή. Ρώτησαν κάποτε τον Προυστ εάν δανείζεται τους χαρακτήρες του από την πραγματική ζωή. Κι εκείνος το παραδέχθηκε συμπληρώνοντας: «Μόνο που μέσα σε έναν χαρακτήρα μου ζουν 8.000 άνθρωποι».
Από την αφήγηση στη «Ράχη της τίγρης» δεν λείπει ποτέ ο αγώνας των Οθωμανών, αργότερα της Τουρκίας, να βρει μια θέση ανάμεσα στην Ασία και τον εξευρωπαϊσμό. Πιστεύετε ότι αυτός ο αγώνας συνεχίζεται ή έχει ολοκληρωθεί;
Πιστεύω ότι η Τουρκία ψάχνει ακόμη την ψυχή και την ταυτότητά της, επειδή ζούμε σε μία ετερόκλητη κοινωνία, όχι σε ένα ομοιογενές έθνος. Ζουν μαζί μας Κούρδοι, άνθρωποι με αραβική προέλευση, Καυκάσιοι, άνθρωποι του Πόντου. Εχουμε κουλτούρες από την Ανατολία έως τη Μεσόγειο και την ακτή του Αιγαίου. Το δυσάρεστο είναι ότι αυτό το «χάος» δεν καταλήγει σε αρμονία. Ο καθένας δικαίως θέλει να διατηρήσει την κουλτούρα του, αλλά το αποτέλεσμα είναι ότι υποφέρουμε όλοι μαζί. Εμείς πληρώνουμε το μεγαλύτερο κόστος σ’ αυτή την περίφημη «σύγκρουση των πολιτισμών» του Χάντινγκτον, επειδή ένα κομμάτι της τουρκικής ταυτότητας δεν έπαψε ποτέ να ανήκει στη Μέση Ανατολή. Ενώ το κυρίαρχο χαρακτηριστικό της είναι το βαλκανικό. Οι Οθωμανοί έμειναν στα Βαλκάνια επί 500 και 600 χρόνια: εκεί βρίσκονται τα μνημεία, το φαντασιακό και η καρδιά τους. Στην Ανατολία είχαν τις αποικίες τους: μόνο στρατιώτες και αγρότες. Βλέπεις εκεί μνημεία των Σελτζούκων, αλλά κανένα των Οθωμανών. Στην Ελλάδα δεν έχετε αντίστοιχη κρίση ταυτότητας. Ενώ στην οθωμανική και τουρκική Ιστορία μόνο ένα πράγμα έμεινε ίδιο επί 1.000 χρόνια: η γλώσσα.
O σουλτάνος Αμπντουλχαμίτ φοβάται συνεχώς τις ευρωπαϊκές εφημερίδες και τα δυσφημιστικά άρθρα που μπορεί να γράψουν για τον ίδιο. Φοβάται επίσης ότι μπορεί να είναι «θύμα» εσωτερικής προδοσίας. Γιατί να μη βρει κάποιος αναγνώστης αναλογίες με τη σημερινή πολιτική κατάσταση στην Τουρκία;
Σίγουρα δεν ήταν σκοπός μου να γράψω μια πολιτική αλληγορία. Αλλά το στοιχείο της πίεσης από τον ευρωπαϊκό Τύπο εκείνης της εποχής υπήρχε και έπρεπε να το χρησιμοποιήσω. Κατασκεύαζαν καρικατούρες και διέδιδαν φήμες. Κάτι που σήμερα γίνεται μέσω της τηλεόρασης και άλλων δικτύων. Η Οθωμανική Αυτοκρατορία δεχόταν επίθεση και ο πιο εύκολος στόχος ήταν οι ηγέτες της. Ο Αμπντουλχαμίτ βρισκόταν στον θρόνο σε μια εξαιρετικά δύσκολη περίοδο, όταν η Βρετανία, η Γαλλία, η Ιταλία και η Ρωσία επιδίωκαν τον διαμοιρασμό της. Eμοιαζε με την απόλυτη λεία, εδώ που τα λέμε. Από την άλλη, και ο ίδιος ο σουλτάνος εκμεταλλεύτηκε ακριβώς τις διαφορετικές μεθοδεύσεις των Δυτικών για να στρέψει τον ένα εναντίον του άλλου.
Ποιο θα εντοπίζατε ως βασικό στοιχείο και συναισθηματικό κέντρο στον Αμπντουλχαμίτ ως χαρακτήρα πλέον;
Τον φόβο. Οτι ανά πάσα στιγμή θα τον σκοτώσουν. Φοβόταν τα πάντα. Κάποια στιγμή έχει προσκαλέσει τη διάσημη Σάρα Μπερνάρ για μια παράσταση στο παλάτι. «Κάνατε ότι πεθάνατε επί σκηνής και όλοι πίστεψαν ότι όντως πεθάνατε». Κι εκείνη προθυμοποιείται να του κάνει πάλι την αναπαράσταση. «Οχι, όχι, μην το κάνετε, δεν το αντέχω» της λέει. Φοβόταν τα πάντα γύρω του. Κι αυτό στοιχείο μιας παράνοιας.
Μιλώντας με τον Τζαν Ντουντάρ για το graphic novel του με τη ζωή του Ερντογάν μού είπε ότι στόχος του τελευταίου ήταν μονίμως να γίνει ένας σύγχρονος σουλτάνος. Συμφωνείτε με αυτό;
Ναι. Ισως όχι τόσο σύγχρονος, αλλά είναι κάτι στο οποίο πιστεύει. Επειδή πιστεύει στην έννοια της «ummah», της παγκόσμιας κοινότητας των μουσουλμάνων. Ούτε καν στο έθνος. Είναι κάτι που έχω συζητήσει προσωπικά μαζί του και αυτό που υπερασπίζεται ως το τέλος. Του είπα συγκεκριμένα ότι η ονομασία του χωριού της οικογένειάς του είναι «Ποταμιά» (σ.σ.: το Güneysu του Εύξεινου Πόντου), οπότε αυτό κάτι σημαίνει για το μείγμα που επικρατεί στην ιστορία της χώρας μας. «Δεν είναι φυλή αυτή» μου απάντησε. «Ολοι ανήκουμε στην ummah». Αν ισχύει κάτι τέτοιο, συνεπάγεται ότι όλοι είμαστε αραβικής προέλευσης και ότι ανήκουμε στον αραβικό κόσμο. Αυτό επιδιώκει ο τούρκος πρόεδρος. Αλλά η Τουρκία είτε στην οθωμανική είτε στη σελτζουκική περίοδο δεν υπήρξε ποτέ αραβική. Κανείς δεν μιλούσε αραβικά. Πάρτε τη μουσική, για την οποία μπορώ να μιλήσω: οι δύο μεγαλύτερες επιρροές στην οθωμανική μουσική ήταν η Ελλάδα και η Περσία. Ακούγαμε με φίλους έναν περίφημο θρησκευτικό ύμνο του 15ου αιώνα, ο οποίος παίζεται σε πολλά τεμένη. Και τι ήταν αυτός ο ήχος; Βυζαντινός, φυσικά.
Ποιος είναι ο μεγαλύτερος φόβος και ποια η μεγαλύτερη ελπίδα για την πατρίδα σας;
Ο φόβος μου είναι να κατευθυνθούμε προς μια αραβική κοινωνία της Μέσης Ανατολής. Να αντιμετωπίσουμε για πρώτη φορά στην ιστορία μας το ενδεχόμενο της σαρίας. Η μεγαλύτερη ελπίδα μου είναι να γίνουμε μια όντως σύγχρονη δημοκρατία. Πιστεύω μάλιστα ότι έχουμε ανάγκη τις γειτονικές χώρες, ειδικά την Ελλάδα, για να μπορεί να μας ακούει η Ευρώπη. Ελπίζω να φτάσουμε κάποτε το επίπεδο της Ιστορίας που δημιούργησαν ο Βενιζέλος και ο Ατατούρκ με φιλία και ανοιχτούς διαύλους ανάμεσά μας. Εγώ δεν βλέπω αρνητικά ούτε τα στοιχεία μιας «συνομοσπονδίας» που μπορεί να έχει αυτή τη σχέση στην οικονομική και τουριστική ανάπτυξη.