Ο Παλαιστίνιος Ράτζα Σεχάντε (Raja Shehadeh) είναι δικηγόρος, ακτιβιστής για τα ανθρώπινα δικαιώματα και συγγραφέας, από τις λεγόμενες «ισορροπημένες» φωνές στις κατά καιρού αναλύσεις για το μεσανατολικό. Στο βιβλίο «Τι φοβάται το Ισραήλ από την Παλαιστίνη;», για παράδειγμα, το οποίο αναμένεται την επόμενη εβδομάδα από το «Μεταίχμιο» (μετάφραση Στέφανου Καβαλλιεράκη), αναγνωρίζει το μερίδιο ευθύνης που αναλογεί στη Χαμάς με τον ίδιο τρόπο που χρεώνει αντίστοιχο στην ισραηλινή υπερ-Δεξιά. Ο βασικός προβληματισμός του στο βιβλίο είναι η αποτυχία του Ισραήλ να δεχτεί την Παλαιστίνη και τον λαό της ως ισότιμους και συνοδοιπόρους κατά τον τρόπο που συνέβη η μετάβαση από το απαρτχάιντ στη νέα εποχή της Νότιας Αφρικής. Με την άδεια του εκδοτικού οίκου, το «Β» προδημοσιεύει σήμερα δύο αποσπάσματα που αποδίδουν τη συλλογιστική του συγγραφέα.
Η επίθεση της Χαμάς στις 7 Οκτωβρίου ήταν καλά σχεδιασμένη και η επιτυχία της μπορεί να συγκριθεί μόνο με την αιφνιδιαστική αιγυπτιακή επίθεση που ξεκίνησε τον πόλεμο του Οκτωβρίου του 1973. Οι μαχητές της Χαμάς όχι μόνο παραβίασαν το διαχωριστικό φράγμα, αλλά δολοφόνησαν περίπου 1.200 στρατιώτες και πολίτες, και πήραν σχεδόν 250 ομήρους, περιπλέκοντας σημαντικά την εξέλιξη του επακόλουθου πολέμου για το Ισραήλ. Η βαρβαρότητα της επίθεσης της Χαμάς και το αίμα των πολιτών επισκίασαν τη στρατιωτική επιτυχία της. Μολονότι ένας πληθυσμός υπό κατοχή έχει το δικαίωμα αντίστασης, σύμφωνα με το Διεθνές Δίκαιο, δεν έχει κανένα δικαίωμα να διαπράξει εγκλήματα πολέμου. Αυτή τη φορά, λοιπόν, ο ρόλος του θύματος δεν ταίριαζε στους Παλαιστινίους. Για τους Ισραηλινούς, οι Παλαιστίνιοι έμοιαζαν με επιτιθέμενους που αμφισβητούσαν ακόμα και την ύπαρξη του Ισραήλ. Μέχρι αυτό το σημείο, η στρατηγική του Νετανιάχου αναφορικά με τη διαχείριση της κατοχής έμοιαζε αποτελεσματική στους Ισραηλινούς. Στη Δυτική Όχθη, ο ρυθμός της εποικιστικής δόμησης ήταν υψηλότερος από ποτέ άλλοτε και η Σαουδική Αραβία ήταν πολύ κοντά στην εξομάλυνση των σχέσεών της με το Ισραήλ, με βάση τις Συμφωνίες του Αβραάμ. Πρόκειται για διμερείς συμφωνίες ομαλοποίησης της κατάστασης, με την υποστήριξη των ΗΠΑ, που υπογράφτηκαν στις 15 Σεπτεμβρίου 2020 μεταξύ του Ισραήλ, των Ηνωμένων Αραβικών Εμιράτων και του Μπαχρέιν. Εκτός από τις περιστασιακές πυραυλικές επιθέσεις από τη Γάζα, τις οποίες το Ισραήλ ανταπέδωσε, κάνοντας τους κατοίκους της να πληρώσουν πολύ βαρύ τίμημα, οι Παλαιστίνιοι στη Γάζα έμοιαζαν να ζουν σαν φυλακισμένοι πίσω από φράγματα φτιαγμένα με μεγάλη σπουδή και υπέρογκο κόστος. Οι νεαροί Ισραηλινοί ένιωθαν τόσο ασφαλείς, ώστε σχεδίασαν ρέιβ πάρτι ακριβώς στα σύνορα με τη Γάζα. Με την επίθεση της Χαμάς φάνηκε πόσο εύθραυστο ήταν το Ισραήλ. Το τραύμα που φέρουν οι Ισραηλινοί οφείλεται στη συνειδητοποίηση ότι δεν θα ζουν πια όπως είχαν συνηθίσει, και αυτή η αλλαγή ισχύει τόσο για το κράτος τους όσο και για την ασφάλειά του. Εκτός, βέβαια, αν νικήσουν τον επιτεθέμενο. Έτσι, το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού συντάχθηκε με την ηγεσία του Νετανιάχου και με τον στόχο που έθεσε για τον πόλεμο: ολοκληρωτική νίκη επί της Χαμάς. Για τους Ισραηλινούς, τα πάντα δικαιολογούνται για την επίτευξή του.
***
Στην πορεία αυτού του ολέθριου πολέμου είχα πάντα μια απορία: τι θα γινόταν αν τελείωνε όχι με κατάπαυση πυρός ή με εκεχειρία, όπως έχει συμβεί σε άλλες συγκρούσεις με τη Χαμάς, αλλά με μια ολοκληρωμένη απόφαση επίλυσης της αιώνιας διαμάχης μεταξύ των λαών της Παλαιστίνης και του Ισραήλ;Λίγες εβδομάδες μετά την έναρξη της κατοχής του 1967, ο πατέρας μου Αζίζ Σεχάντε (Aziz Shehadeh) πρότεινε τη θεμελίωση ενός παλαιστινιακού κράτους δίπλα στο Ισραήλ, κατά μήκος των συνοριακών ζωνών του 1947, με πρωτεύουσα την Ιερουσαλήμ, καθώς και τη διεξαγωγή διαπραγματεύσεων για όλα τα υπόλοιπα εκκρεμή ζητήματα. Τώρα, σχεδόν 57 χρόνια μετά, επικρατεί η κοινή αντίληψη ότι μόνο αν θεμελιωθεί ένα παλαιστινιακό κράτος θα υπάρξει ειρήνη στην περιοχή.Δεν έχουμε την πολυτέλεια να μένουμε αμέτοχοι. Είναι αλήθεια ότι το μεσσιανικό θρησκευτικό κίνημα είναι κυρίαρχο στην πολιτική του Ισραήλ και πως το πολιτικό προσωπικό της Παλαιστίνης είναι διασπασμένο και στερείται κοινού οράματος. Οι πιθανότητες να αλλάξει αυτή η συνθήκη εκ των έσω, χωρίς εξωτερική πίεση, είναι ελάχιστες. Πρέπει να βρεθεί ένας μηχανισμός, ο οποίος δεν θα αφήνει τις Ηνωμένες Πολιτείες ως μοναδικό εγγυητή των διαπραγματεύσεων που θα ακολουθήσουν, επειδή οι ΗΠΑ δεν είναι ουδέτερος παράγοντας. Για πολλά χρόνια, οι Αμερικανοί υπερασπίζονται το Ισραήλ διπλωματικά, το προστατεύουν από τις διεθνείς επικρίσεις και του παρέχουν οικονομική στήριξη, η οποία του έχει επιτρέψει να προχωρήσει στο πρόγραμμα εποικισμού και στους πολέμους. Στα πρακτικά του Διεθνούς Δικαστηρίου, οι ΗΠΑ αποκαλύπτουν τη μεροληψία τους όταν ισχυρίζονται ότι «το δικαστήριο δεν πρέπει να αποφανθεί πως το Ισραήλ είναι νομικά υποχρεωμένο να αποχωρήσει από τα κατεχόμενα εδάφη άμεσα και άνευ όρων». Οι διαπραγματεύσεις πρέπει να περιλαμβάνουν και άλλους εγγυητές με κύρος, όπως τα Ηνωμένα Έθνη και ο Παγκόσμιος Νότος, οι οποίοι θα συζητήσουν με τις ΗΠΑ τα σημαντικότερα ζητήματα: την πλήρη αναγνώριση ενός παλαιστινιακού κράτους, τους πρόσφυγες, την απελευθέρωση κρατουμένων, τους οικισμούς και τις μελλοντικές σχέσεις του Ισραήλ με την Παλαιστίνη. Είναι απαραίτητο να τεθεί η διεθνής πίεση σε πλήρη ισχύ για να επιτευχθεί ο στόχος αυτός. Αν οι ΗΠΑ παραμείνουν η μοναδική εγγυήτρια χώρα των διαπραγματεύσεων, είναι βέβαιο ότι θα αποτύχουν.
Μόνο με αυτές τις αλλαγές, το ασύλληπτο μαρτύριο που υφίστανται ο λαός της Γάζας και οι Ισραηλινοί όμηροι με τις οικογένειές τους δεν θα είναι μάταιο. Στην πλειονότητα των Παλαιστινίων που δεν ανήκουν στη Χαμάς, σε εκείνους τους Ισραηλινούς που παρακολουθούν έντρομοι όσα κάνει η κυβέρνησή τους, αδύναμοι να σταματήσουν τον εφιάλτη, σε όλους εμάς, που γνωρίζουμε με ακλόνητη βεβαιότητα ότι μέλλον μπορεί να υπάρξει μόνο αν οι δύο λαοί ζουν μαζί, το μέλλον δεν φαντάζει δυσοίωνο. Κι όμως, αν κοιτάξουμε πίσω στην ιστορία της περιοχής, μόνο έπειτα από μεγάλες ανατροπές ακολουθούν οι ελπιδοφόρες αλλαγές. Η Διάσκεψη Ειρήνης της Μαδρίτης πραγματοποιήθηκε ύστερα από τα δύσκολα χρόνια της πρώτης Ιντιφάντα.