Ο σταθμός των ευρωεκλογών της 9ης Ιουνίου δεν θα είναι απλώς ένα κρας τεστ για το κάθε πολιτικό κόμμα ξεχωριστά και τις εκλογικές του επιδόσεις.
Θα είναι και μια πρώτη σοβαρή ένδειξη αν στη χώρα θα έχουμε μια έστω ισχνή εικόνα ανάταξης του παλιού δικομματισμού.
Και βέβαια ποιος πόλος θα είναι αυτός που θα διεκδικήσει τη νέα ανταγωνιστικότητα στο πεδίο του πολιτικού συστήματος με τη Νέα Δημοκρατία του Κυριάκου Μητσοτάκη. Κι αυτό αφού ήδη απ’ τον Ιούλιο του 2020 είχε αρχίσει να διαπιστώνεται και να καταγράφεται στον δημόσιο λόγο μια νέα πραγματικότητα στην πολιτική σκηνή μας.
Μια πραγματικότητα που όχι απλώς επιβεβαίωνε την κυριαρχία του Μητσοτάκη και της ΝΔ, αλλά και την αδυναμία του συνόλου της αντιπολίτευσης να συγκροτήσει πόλο που θα έθετε με αξιώσεις μια λογική διεκδίκησης της πολιτικής εξουσίας.
Τότε βέβαια ήμασταν στον απόηχο της ήττας του ΣΥΡΙΖΑ τα 2019.
Και παρά το γεγονός πως η Κουμουνδούρου είχε χάσει από τη ΝΔ, είχε ταυτόχρονα συγκρατήσει τις δικές της δυνάμεις κοντά τότε στο 32% και είχε, όπως φαίνεται, ήδη επαναπαυθεί πως θα ήταν για πάντα ο εναλλασσόμενος εν δυνάμει κυβερνητικός πόλος στη χώρα.
Μετά όμως ήλθε η κάλπη του 2023. Και το σύστημα του λεγόμενου ενάμισι κόμματος ή του μισού δικομματισμού είχε έλθει για να μείνει. Ποιος όμως είχε εντοπίσει ήδη απ’ το 2020 τον κίνδυνο του ενάμισι κόμματος; Ο Γιάννης Δραγασάκης ήταν ένας εκ των πρώτων.
Μια μακρινή του συνέντευξη στον Αθήνα 9.84 πυροδότησε το σενάριο, δυσμενές για τον ΣΥΡΙΖΑ τότε. Το σενάριο ενός ασθενούς ή καχεκτικού δικομματισμού, συμπληρώνουμε. «Η ΝΔ θα συνεχίσει τον θόρυβο για τον ΣΥΡΙΖΑ.
Αυτή είναι η στρατηγική της, με τη συνδρομή συστημάτων εξουσίας, μηχανισμών και κατεστημένων ΜΜΕ, για τον “περιορισμό” του ΣΥΡΙΖΑ και την εδραίωση, με κάθε μέσο, ενός συστήματος του 1,5 κόμματος».
Τραγική επιβεβαίωση
Η ανάγνωσή του βέβαια έβλεπε στο προαναφερόμενο σενάριο μια επίθεση που είχε σχέση με σχέδιο από μέρος διαφόρων ελίτ και της ΝΔ. Δικαιώθηκε σίγουρα στο πρώτο σκέλος. Την εδραίωση της ΝΔ. Θα ακολουθούσε τον Ιούλιο του 2021, έναν χρόνο μετά, και ο Νίκος Φίλης.
Στην τότε προγραμματική συνδιάσκεψη του ΣΥΡΙΖΑ μάλιστα «τα έριξε» και μπροστά σε μια ηγεσία που δεν ήθελε να πιστέψει το σενάριο: «Ενώ η ΝΔ δοκιμάζεται, το ερώτημα είναι γιατί δεν κερδίζει ο ΣΥΡΙΖΑ; Δεν εισπράττει, αντίθετα εμφανίζεται να υποχωρεί.
Ο κίνδυνος είναι να έχουμε ενάμισι κόμμα, ένα μεγάλο, αιώνια κυβερνητικό και ένα άλλο, αιώνια αντιπολίτευση». Το 2023 έφερε το σενάριο όχι απλώς προ των πυλών αλλά ως τραγική επιβεβαίωση για τον ΣΥΡΙΖΑ. Τα υπόλοιπα είναι ιστορία. Ακριβώς η πραγματικότητα του ενάμισι κόμματος ήταν αυτή που πυροδότησε την παραίτηση του Αλέξη Τσίπρα στο Ζάππειο. Τις διεργασίες για τη νέα ηγεσία.
Την κούρσα και τον απρόβλεπτο παίκτη Στέφανο Κασσελάκη που τελικά εκλέχθηκε πρόεδρος από τη βάση του κόμματος. Και βέβαια τη νέα περιδίνηση του ΣΥΡΙΖΑ με τη διάσπαση, τη δημιουργία του νέου φορέα της Νέας Αριστεράς και σήμερα την εποχή πια Κασσελάκη.
Μπορούν όμως σήμερα να υπάρξουν οι όροι ανάταξης ή εξισορρόπησης του πολιτικού συστήματος με αφετηρία τις ευρωκάλπες; Κατ’ αρχάς εδώ θα πρέπει να αποσαφηνιστεί πως δικομματισμός δεν σημαίνει απλώς την εναλλαγή δύο κυρίαρχων κομμάτων στην εξουσία.
Σημαίνει και τους κοινούς τόπους, τις συναινέσεις πάνω στα επίδικα της χώρας, αλλά και την πειστικότητα δύο αντίπαλων πολιτικών σχεδίων με κύρος ως προς τις κοινωνικές και θεσμικές διευθετήσεις. Ο δικομματισμός μεταπολιτευτικά εν Ελλάδι εγγυάται και τη δημοκρατική σταθερότητα.
Πάμε να δούμε λοιπόν τι συμβαίνει. Πρώτον: Η συγκρότηση ενός κόμματος σε πόλο εξουσίας απαιτεί πειστικό αφήγημα. Δεύτερον: Προϋποθέτει προφανώς και τη φθορά του υπάρχοντος κόμματος που κυβερνά. Τρίτον: Το κόμμα που διαμορφώνει όρους εξουσίας πρέπει όχι απλώς να συγχρονίζεται με μια νέα κοινωνική δυναμική αλλά και να την εκφράζει σε μια ρεαλιστική βάση.
Σήμερα, εξετάζοντας τις 3 προϋποθέσεις, στη συζήτηση δεν μπαίνει βέβαια απλώς και μόνο ο ΣΥΡΙΖΑ (λογικό αφού διατηρεί την δυναμική του 2ου πόλου) αλλά και το ΠΑΣΟΚ. Ακόμη πιο ειδικά: Η συζήτηση για την ανάταξη του δικομματισμού περνά από τις διεργασίες που θα υπάρξουν μετά την ευρωκάλπη στα κεντροαριστερά του πολιτικού τόξου.
Θα μπορεί εκεί να βρεθεί μια κοινή χάρτα όπου διάφορες δυνάμεις θα προσέλθουν και θα συμφωνήσουν; Σήμερα πάντως φαίνεται πως καμία προϋπόθεση και κανένας όρος μεταβολής του σκηνικού ακόμη δεν υφίσταται.
Ο ανταγωνισμός και η πόλωση μεταξύ των ΣΥΡΙΖΑ και ΠΑΣΟΚ δεν αφήνουν τον χώρο για μια άμεση και σοβαρή συζήτηση και παρά το γεγονός πως υπάρχουν πρόσωπα που έχουν θέσει το ζήτημα επιτακτικά.
Ταυτόχρονα σήμερα, δημοσκοπικά, από την άλλη η κυβέρνηση φαίνεται να συγκρατεί τη φθορά της, να απομειώνει τον κίνδυνο εκροών στα δεξιά της και να μην έχει τον κίνδυνο μεγάλης πτώσης στις κάλπες που έρχονται.
Πιο λιανά: Δεν έχει διαρραγεί (ακόμη) η κοινωνική συμμαχία που έφερε τον Μητσοτάκη στο Μέγαρο Μαξίμου, την ίδια ώρα που δεν έχει προκύψει αντίπαλος.
Η διεύρυνση (επιτυχής) που έχει καταφέρει ο Μητσοτάκης διεμβολίζει το παραδοσιακό κοινό της Κεντροαριστεράς και μπαίνει μεγαλύτερο εμπόδιο στις κλασικές απευθύνσεις των κομμάτων. Προφανώς, η υπόθεση ενός κλασικού δικομματισμού απέχει πολύ από το να τη δούμε ως πολιτική πραγματικότητα.
Προϋποθέτει έναν θεσμικό – αν και έντονο – λόγο και όσο αν κι αν οι σειρήνες της εποχής είναι επικοινωνιακές, θα διεξαχθεί στο πεδίο της αμιγούς πολιτικής.
Μετά την 9η Ιουνίου
Ο συγχρονισμός με την κοινωνική αντιπολίτευση, ένα νέο αξιακό πλαίσιο, νέες ομάδες προσώπων που να πείθουν είναι μερικές ακόμη προϋποθέσεις για το τέλος του ενάμισι κόμματος. Η συζήτηση θα διεξαχθεί σε τρία σημεία μετά την 9η Ιουνίου.
Αν ο πολιτικός χρόνος επαρκεί μέχρι τις εθνικές εκλογές του 2027 για ολική επαναφορά του δικομματισμού. Με τι όρους και ποιος θα αναλάβει την κεντρική πρωτοβουλία για σύγκλιση του ασθενούς πόλου. Αν θα απαιτηθεί μια επανίδρυση πολιτικών χώρων ή η ανάταξη θα προέλθει από έναν και μόνον εκ των υπαρχόντων (ΣΥΡΙΖΑ, ΠΑΣΟΚ).