«Ας είμαστε σήμερα ξεκάθαροι σε ένα ζήτημα το οποίο έχει ζωτική σημασία: Εάν δεν αποδείξουμε την πρόθεσή μας να εφαρμόζουμε τον νόμο ισότιμα, εάν δημιουργηθεί η εντύπωση ότι τον εφαρμόζουμε επιλεκτικά, τότε θα δημιουργήσουμε τις συνθήκες για να καταρρεύσει ο νόμος». Αυτά αναφέρει, ανάμεσα σε άλλα, η ανακοίνωση με την οποία ο γενικός εισαγγελέας του Διεθνούς Ποινικού Δικαστηρίου (ICC), Καρίμ Χαν, παρουσίασε την περασμένη Δευτέρα την απόφασή του να ζητήσει την έκδοση εντάλματος σύλληψης για τον πρωθυπουργό και τον υπουργό Αμυνας του Ισραήλ, Μπέντζαμιν Νετανιάχου και Γιόαβ Γκάλαντ, καθώς και για τους τρεις κορυφαίους ηγέτες της Χαμάς – τον Γιαχία Σινουάρ, τον Μοχάμεντ Ντεΐφ και τον Ισμαήλ Χανίγε.
Εύκολα μπορεί να διαπιστώσει κανείς ότι η διατύπωση όλης της ανακοίνωσης είναι επιμελώς προσεκτική – και αυτό δεν έχει να κάνει μόνο με τις αναγκαίες ισορροπίες που καλείται να τηρεί οποιοσδήποτε βρίσκεται σε αυτή τη θέση. Προέκυψε, επίσης, ως ανάγκη με βάση και τη μέχρι σήμερα πορεία του Χαν, ο οποίος μπορεί πλέον να βρίσκεται στο στόχαστρο της πολιτικής ηγεσίας του Ισραήλ, στο παρελθόν όμως έχει κατηγορηθεί (ειδικά από τους Παλαιστινίους) για ανοχή απέναντι στο συγκεκριμένο κράτος, αν όχι για ευνοϊκή μεταχείρισή του. Δεν είναι τυχαίο εξάλλου ότι, όπως αποκαλύπτουν πολλά ρεπορτάζ, ανάμεσά τους των «New York Times» και των «Times of Israel», το 2021 κατάφερε να εκλεγεί στη συγκεκριμένη θέση για 9ετή θητεία ύστερα από σκληρή μάχη και μυστική ψηφοφορία, συγκεντρώνοντας 72 ψήφους (ήτοι 10 περισσότερες από όσες τυπικά χρειαζόταν), με την παρασκηνιακή βοήθεια τόσο των Ηνωμένων Πολιτειών όσο και του Ισραήλ, παρόλο που καμία από τις δύο αυτές χώρες δεν έχει υπογράψει τη σύμβαση για την ίδρυση του ICC (κάτι που ισχύει, επίσης, για τη Ρωσία και την Κίνα).
Αξίζει να σημειωθεί ότι ο 50χρονος Χαν – τον οποίο στήριξε και η Βρετανία, της οποίας είναι πολίτης – δεν περιλαμβανόταν στην τελική λίστα με τους υποψηφίους. Προστέθηκε όμως, όπως αναφέρει στο ρεπορτάζ της η «Guardian», μετά τις επίμονες πιέσεις που άσκησε η κυβέρνηση της Κένυας, καθώς υπήρξε σύμβουλος υπεράσπισης του αντιπροέδρου της, Γουίλιαμ Ρούτο, ο οποίος είχε διωχθεί ως υπεύθυνος για εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας στη βίαιη περίοδο που ακολούθησε τις εκλογές του 2007, όταν είχαν χάσει τη ζωή τους τουλάχιστον 1.200 άνθρωποι – μια κατηγορία η οποία κατέπεσε στο ICC το 2016. Στο παρελθόν, είχε αναλάβει την υπεράσπιση του πρώην προέδρου της Λιβερίας, Τσαρλς Τέιλορ, ο οποίος καταδικάστηκε τελικώς για εγκλήματα πολέμου σε ειδικό δικαστήριο που συγκροτήθηκε για τη Σιέρα Λεόνε, αλλά και ενός από τους γιους του Μουαμάρ Καντάφι, του Σεΐφ αλ Ισλάμ.
Σε κάθε περίπτωση, ο Χαν θεωρείται από πολλούς βαθύς γνώστης του διεθνούς δικαίου και των ζητημάτων που αφορούν τα ανθρώπινα δικαιώματα. Ο ίδιος έχει δηλώσει, στην πρώτη συνέντευξη που παραχώρησε (στο περιοδικό «Council») μετά την εκλογή του στη θέση του Γενικού Εισαγγελέα, ότι οι φρικιαστικές εικόνες από τον πόλεμο στη Γιουγκοσλαβία που παρακολούθησε στην τηλεόραση τον έκαναν να διεκδικήσει τη συμμετοχή του στο ειδικό Διεθνές Δικαστήριο που συγκροτήθηκε – κάτι που τελικώς πέτυχε. Είναι γνωστό, επίσης, ότι έχει ζητήσει και πετύχει, τον Μάρτιο του 2023, την έκδοση εντάλματος σε βάρος του προέδρου της Ρωσίας, Βλαντίμιρ Πούτιν, μετά την εισβολή του στην Ουκρανία, με αποτέλεσμα το Κρεμλίνο να τον κατατάξει στη λίστα με τους πλέον καταζητούμενους ανθρώπους στη χώρα. Εχει ασχοληθεί, τέλος, και με άλλες μείζονες υποθέσεις, που αφορούν τους πολέμους στο Ιράκ, την Καμπότζη και τη Ρουάντα.
Πιθανότατα δε, όπως σημειώνουν αρκετοί, η πορεία του δεν είναι άσχετη με την καταγωγή του και τη θρησκευτική του ταυτότητα. Αν και δηλώνει πιστός μουσουλμάνος, η κοινότητα των Αχμαντίγια στην οποία ανήκει δεν αναγνωρίζεται σε αρκετές ισλαμικές χώρες και τα μέλη της υφίστανται συχνά διώξεις ως άπιστοι – ενίοτε, μάλιστα, με την υποψία ότι ενεργούν ως πράκτορες του Ισραήλ.
Οπως και να έχουν τα πράγματα πάντως, όποιο και αν είναι το παρελθόν του και ό,τι και αν είναι σε θέση να του προσάψει κανείς, το βέβαιο είναι ένα: με την απόφασή του όχι απλώς «επικηρύχθηκε» και από τους πάλαι ποτέ υποστηρικτές του (φυσικά και από τη Χαμάς), αλλά κατάφερε να βαθύνει κι άλλο τη ρωγμή που έχει προκαλέσει στην Ευρώπη το Παλαιστινιακό και όσα έχουν συμβεί μετά την 7η Οκτωβρίου 2023. Φυσικά, όπως μπορούν να διαπιστώσουν οι πάντες, αυτό δεν είναι κάτι ιδιαίτερα δύσκολο, μια και οι αντιθέσεις ανάμεσα στους «27» είναι παρούσες ανά πάσα στιγμή και σε όλα τα μεγάλα θέματα – όπως φάνηκε, άλλωστε, και με την αναγνώριση του παλαιστινιακού κράτους από ορισμένα κράτη-μέλη, τη στιγμή που άλλα επιμένουν πως δεν είναι η κατάλληλη στιγμή.
Στην περίπτωση του Χαν όμως, η απόφασή του να ζητήσει ένταλμα σύλληψης μοιάζει να προκαλεί ένα επιπλέον πρόβλημα, το οποίο ξεπερνά τα όρια της διπλωματίας εγείροντας πρακτικά προβλήματα. Η Γερμανία, για του λόγου το αληθές, μια από τις ευρωπαϊκές χώρες που έχουν στηρίξει όσο λίγοι το Ισραήλ, διεμήνυσε διά του κυβερνητικού εκπροσώπου την περασμένη Τετάρτη ότι εφόσον το ένταλμα τελικώς εκδοθεί, τότε ενδεχομένως να υποχρεωθεί να προχωρήσει στη σύλληψη του πρωθυπουργού και του υπουργού Αμυνας του Ισραήλ εάν αυτοί επισκεφθούν τη χώρα, καθώς είναι μία από τις 124 που έχουν υπογράψει τη συνθήκη για την ίδρυση του Διεθνούς Ποινικού Δικαστηρίου.