Τη δύσκολη εποχή της χρεοκοπίας, όσο ο λαϊκισμός κάλπαζε απειλώντας συστηματικά την ευρωπαϊκή προοπτική της χώρας, ουσιαστικά δηλαδή την ύπαρξή της στο πλαίσιο του δυτικού κόσμου, της προόδου και της ευημερίας, κάποιοι πολίτες σκέφτηκαν ότι ήταν εφικτή η δημιουργία μιας μεγάλης παράταξης, στον χώρο του Κέντρου που όμως θα διεκδικεί και τμήμα της δημοκρατικής Αριστεράς, αυτό που τουλάχιστον είχε παλιότερα εκφραστεί στο εκσυγχρονιστικό ΠΑΣΟΚ (το ΠΑΣΟΚ του Σημίτη) και στην κομμουνιστική ανανέωση, το ΚΚΕ εσωτερικού. Συνολικά, συγκεντρώθηκαν 58 προσωπικότητες που κίνησαν τις διεργασίες της συγκρότησης ενός κόμματος (αυτός ήταν ο απώτερος στόχος τους), προβάλλοντας την ενότητα και την ανανέωση του δημοκρατικού χώρου, προκειμένου να συγκροτηθεί ένας πόλος που θα παλέψει για την ευρωπαϊκή πορεία της χώρας, η οποία απειλούνταν.
Η κίνηση αυτή αυτοπροσδιοριζόταν στην «ευρωπαϊκή Κεντροαριστερά» ενώ οι αντίπαλοί της την αποκαλούσαν κίνηση «των μνημονιακών» ή του ακραίου Κέντρου. Αυτή ήταν η Πρωτοβουλία των 58. Εμφανίστηκε το 2013 ως ελπιδοφόρα κίνηση που διεκδίκησε την επανίδρυση ενός νέου, μεγάλου σχηματισμού ουσιαστικά του Κέντρου αλλά, πολύ γρήγορα, άρχισαν οι ωσμώσεις, οι συγκλίσεις και οι αποκλίσεις, οι προσωπικές στρατηγικές, οι διαφοροποιήσεις. Τελικά, την πρωτοβουλία αυτή την ακύρωσαν οι εξελίξεις. Η ΔΗΜΑΡ εγκατέλειψε την τρικομματική κυβέρνηση Σαμαρά, ο Σταύρος Θεοδωράκης δημιούργησε το Ποτάμι, ο ΣΥΡΙΖΑ με τους ΑΝΕΛ ανέλαβαν τη διακυβέρνηση της χώρας και τα πράγματα άρχισαν να τρέχουν πολύ γρήγορα. Στα σπαράγματα μιας κίνησης που δεν τελεσφόρησε επιβίωσε μια άλλη προσπάθεια, να συγκροτηθεί κάτι καινούργιο που θα υποκαθιστούσε το ΠΑΣΟΚ – αλλά ούτε αυτή η προσπάθεια τελεσφόρησε.
Από μια στιγμή κι έπειτα, άλλωστε, δεν είχε κανένα νόημα. Αυτό που υπόσχονταν οι λεγόμενες κεντροαριστερές κινήσεις, την απαλλαγή από τον ΣΥΡΙΖΑ και τη συγκρότηση μιας δυναμικής παράταξης που θα πάλευε για την ανασυγκρότηση της χώρας, για την ευρωπαϊκή της πορεία και ό,τι αποκαλούνταν κανονικότητα το υποσχέθηκε ο Κυριάκος Μητσοτάκης – και κατάφερε να το εκφράσει μέσω του συντηρητικού κόμματος, της ΝΔ, του περισσότερου υπεύθυνου για τη χρεοκοπία κομματικού σχηματισμού τα χρόνια της διακυβέρνησης του Κώστα Καραμανλή. Ο Μητσοτάκης πήρε την ατζέντα των «58», πήρε πολλούς ψηφοφόρους τους και πολλά στελέχη του ΠΑΣΟΚ τα οποία, υπό άλλες συνθήκες, θα μπορούσαν να χάνουν τον χρόνο τους σε ατελείωτες ολομέλειες για τις εξελίξεις στην Κεντροαριστερά. Σε αυτό το σημείο βρισκόμαστε.
Αλλά σε αυτό το σημείο έχει αρχίσει μια νέα φιλολογία για την τύχη της Κεντροαριστεράς – ιδίως όσο κυριαρχεί ο Στέφανος Κασσελάκης στον ΣΥΡΙΖΑ, που εξελίσσεται σε ένα νέο λαϊκιστικό μόρφωμα συνδεδεμένο με τη μιντιακή εικόνα του αρχηγού του. Τι θα γίνει με τον χώρο, πώς θα μπορούσε να μετασχηματιστεί σε κάτι ευρύτερο, ποιοι θα ήταν οι ιδανικοί αρχηγοί του. Μπήκε στο κρας τεστ ακόμα και ο Τσίπρας – ο οποίος προσπαθεί να πει ότι υπάρχει καλώντας κάποιους αριστερούς ευρωπαίους φίλους του στην Αθήνα για να καταγγείλουν το Ισραήλ. Βάλαν’ τον λύκο να φυλάει τα πρόβατα.
Μπορεί ο Τσίπρας να είναι αρχηγός μιας τέτοιας Κεντροαριστεράς; Θεωρητικά, ναι, κι ο Τσίπρας δικαιούται να ελπίζει ότι μπορεί να επιστρέψει στο προσκήνιο μέσω ενός bypass του μηχανισμού τον οποίο πλέον ελέγχει άλλος. Αλλά δεν θα είναι μια μεγάλη Κεντροαριστερά, ο εναλλακτικός πόλος εξουσίας σε συνθήκη κανονικότητας. Αντίθετα, θα είναι ακόμα ένας θύλακος αναταραχής, ένα φυτώριο γκρίνιας και διαμαρτυρίας. Ενα ακόμα γκρουπούσκουλο ανάμεσα σε γκρουπούσκουλα.