Αυτές οι εκλογές είναι διαφορετικές σε σχέση με τις περσινές εκλογικές αναμετρήσεις για έναν ακόμα λόγο. Η κυβέρνηση επέλεξε – πιθανότατα αναγκάστηκε – να μην προχωρήσει σε παροχές, λίγο πριν από τη διεξαγωγή τους. Ακόμα και το «επιδοματάκι» των 200-300 ευρώ που κάθε χρόνο έδινε λίγο πριν από το Πάσχα, φέτος δεν το έδωσε. Τα διάφορα pass αποτελούν επίσης παρελθόν. Επίσης οι υποσχέσεις ενός ελαφρύτερου μείγματος περιορίστηκαν σε όσα ο Κωστής Χατζηδάκης συμπεριέλαβε στο μεσοπρόθεσμο πρόγραμμα και δεν πρόκειται να εφαρμοστούν πριν από την 1η Ιανουαρίου 2025. Τώρα αν αυτό εκλαμβάνεται ως εμπιστοσύνη στην ωριμότητα του εκλογικού σώματος ή ως απλή συνειδητοποίηση του νέου σφιχτότερου οικονομικού περιβάλλοντος που έχει ανατείλει στην ευρωζώνη, το σίγουρο είναι ότι προεκλογικά λεφτά δεν έπεσαν στην αγορά. Η κυβέρνηση απέφυγε την πεπατημένη και προφανώς θα ζυγίσει εάν της βγήκε ή δεν της βγήκε, από το εκλογικό αποτέλεσμα της 9ης Ιουνίου.
Από την άλλη πλευρά, η αξιωματική αντιπολίτευση όχι απλώς δεν απέφυγε την πεπατημένη, αλλά κυριολεκτικά το… τερμάτισε. Ούτε στις εθνικές εκλογές του 2023 ο ΣΥΡΙΖΑ Τσίπρα δεν είχε παρουσιάσει ένα πρόγραμμα με τόσο μεγάλες αλλαγές στην οικονομική πολιτική. Το πρόβλημα για τον νέο ΣΥΡΙΖΑ Κασσελάκη είναι ότι τα όσα λέει δεν έχουν να κάνουν με το διακύβευμα των εκλογών, που είναι η εκπροσώπησή μας στην Ευρωβουλή, αλλά προτείνει ένα πρόγραμμα εθνικών εκλογών. Γέμισε κάθε στάση με κομμάτια του οικονομικού του προγράμματος, το οποίο αν το μαζέψουμε σε μια σελίδα, δεν φτάνουν τα φορολογικά έσοδα από τον ΦΠΑ μιας χρονιάς για να χρηματοδοτηθεί. Αυτό ωστόσο είναι το μικρότερο πρόβλημα.
Το μεγαλύτερο είναι ότι επαναφέρουν τη συζήτηση των «εύκολων λύσεων», τη νομοθέτηση της αύξησης μισθών και συντάξεων, με μειώσεις άμεσων και έμμεσων φόρων χωρίς να είναι σαφές σε τι στοχεύουν. Πώς δηλαδή θα αλλάξει το μοντέλο ανάπτυξης που σήμερα γίνεται μέσω της κατανάλωσης, η οποία ήδη ξεπερνά το 70%. Ως αντιστάθμισμα μιλάει για αύξηση άλλων φόρων, όπως αυτών των υπερκερδών των επιχειρήσεων, πρόταση που βασίζεται στο ότι τα κέρδη θα διατηρηθούν εσαεί. Και μέσα σε όλα προτείνει τη μείωση του φόρου επιχειρήσεων με κέρδη έως 220.000 στο 17% από 22%, με ταυτόχρονη αύξηση του φόρου στα μερίσματα με την ένταξή τους στην κλίμακα των μισθωτών από το 5%, σε 9% έως και 49%, ανάλογα με το εισόδημα.
Ολα αυτά δεν βασίζονται σε κάποια ανάλυση που να λύνει ένα πρόβλημα της οικονομίας. Τη χαμηλή μας παραγωγικότητα για παράδειγμα. Πόσες φορές ακόμα θα ακούσουμε στη ζωή μας τη σύγκριση των μισθών διαφορετικών χωρών, χωρίς να μπαίνει ο παράγοντας παραγωγικότητα. Αλλος είναι ο μισθός που συνοδεύει μια χαμηλής παραγωγικότητας εργασία και άλλος μια εργασία υψηλής παραγωγικότητας. Αυτό δεν συνδέεται μάλιστα με τις ώρες εργασίας. Εμείς εδώ στην Ελλάδα μπορεί να «σκοτωνόμαστε» πράγματι στη δουλειά, αλλά πρέπει και να αναρωτηθούμε γιατί παράγουμε σχεδόν τα λιγότερα στην Ευρώπη. Μήπως πρέπει να κάνουμε κάτι που δεν κάνει ούτε η κυβέρνηση, να δούμε λίγο περισσότερο το θέμα των επενδύσεων σε τομείς εξαγώγιμων προϊόντων; Να δούμε με λίγα λόγια πώς θα ενισχύσουμε σε αυτή τη χώρα την προσφορά και όχι μόνο τη ζήτηση. Τέλος, αν εφαρμοσθούν όσα προτείνει ο ΣΥΡΙΖΑ Κασσελάκη, γιατί να μείνει έστω και μια εταιρεία στην Ελλάδα και να μην πάει στη Βουλγαρία και την Κύπρο με σημαντικά χαμηλότερους φορολογικούς συντελεστές;