Ποιητής, μεταφραστής και περφόρμερ, σπούδασε Ιστορία και Θέατρο στη Θεσσαλονίκη και εικαστικά στο Παρίσι, έκανε μεταπτυχιακές σπουδές στην Κοινωνική Ανθρωπολογία και διδακτορικό στις Σπουδές Θεάτρου και Επιτέλεσης. Πέρα από τις αξιόλογες μεταφράσεις από τα πορτογαλικά των έργων της βραζιλιάνας συγγραφέως Κλαρίσε Λισπέκτορ ο Μάριος Χατζηπροκοπίου συστήνεται και μέσα από την ποίησή του που έχει δημοσιευτεί σε λογοτεχνικά περιοδικά και συλλογικούς τόμους. Ο ερευνητής των επιτελέσεων επιχειρεί να ξαφνιάζει το κοινό με τη συναρπαστική στιχουργική του εμποτισμένη από την αγάπη του για τη δημοτική παράδοση. Η συνέχεια είναι διαλέξεις και παραστάσεις, διδασκαλία και λιμπρέτα.

Πού εστιάζει η έρευνά σου;

Με ενδιαφέρει η μελέτη της επιτέλεσης στο ευρύ φάσμα από την καλλιτεχνική έκφραση ως την κοινωνική και πολιτισμική ζωή. Για τις ανάγκες της διατριβής μου, επικέντρωσα σε επιτελέσεις θρήνου από εκτοπισμένα υποκείμενα στην Αθήνα και τον Πειραιά. Η μεθοδολογία μου ήταν εθνογραφική: βασίστηκα σε επιτόπια έρευνα και συμμετοχική παρατήρηση. Τα τελευταία χρόνια, στο πλαίσιο του ερευνητικού προγράμματος «Αντιγόνες: Σώματα της Αντίστασης στον Σύγχρονο Κόσμο», έστρεψα το ενδιαφέρον μου σε σύγχρονες επαναγραφές της Αντιγόνης σε συνάρτηση με ζητήματα σωματικότητας και αντίστασης και με έμφαση σε αντιαποικιακές, φεμινιστικές και queer εκδοχές του μύθου.

Ενα σημείο ερευνητικής – αλλά και μεταφραστικής – εστίασης ήταν η Λατινική Αμερική, όπου από το 1950 και μετά εμφανίζονται όλο και περισσότερες Λατινοαμερικάνες Antígonas. Εδώ το άταφο σώμα του Πολυνείκη ταυτίζεται αρχικά με τους εξαφανισμένους των δικτατοριών του ’60 και ’70 και στις μέρες μας με σύγχρονες εξαφανίσεις. Η λέξη «εξαφανισμένος – η/ desaparecido/a έχει ειδικό βάρος, καθώς διεκδικεί την επανεμφάνιση – ανακαλώ εδώ το σύνθημα aparición con vida: να εμφανιστούν οι εξαφανισμένοι, εν ζωή. Είναι σημαντικό ότι, για παράδειγμα στην Αργεντινή, συναντάμε διαφορετικές ακτιβιστικές ομάδες με διαφορετικές θέσεις: για άλλες το σημαντικό είναι να βρεθούν απλώς τα οστά και να γίνει η ταφή, ενώ για άλλες το διακύβευμα δεν είναι η ταφή αλλά η δικαιοσύνη. Εδώ πρόκειται για ένα ανολοκλήρωτο αλλά και, όπως γράφει η Αθηνά Αθανασίου, «αγωνιστικό» πένθος – ένα πένθος που δεν «κλείνει», αλλά συνεχίζει να διεκδικεί.

Κάτι που μας φέρνει πολύ έντονα στο τώρα το δικό μας, στο πένθος των Τεμπών.

Εχει να κάνει με την αποτυχία και την απείθεια. Μπορεί να ξέρεις ότι έχεις χάσει τους ανθρώπους σου και ειδικά σε τέτοιες περιπτώσεις καταστροφών να μην έχεις καν το ίδιο το σώμα για να το πενθήσεις όπως θα επιθυμούσες και παρ’ όλ’ αυτά να διεκδικείς δικαιοσύνη. Θεωρώ ότι εδώ υπάρχει μια δυναμική, ακόμα και αν δεν καταφέρνει πάντα να φέρει «αποτέλεσμα»: είναι αυτό που ορίζει ο Georgio Agamben ως «μέσα χωρίς σκοπό». Το νόημα έγκειται στον ίδιο τον αγώνα. Αν δεν υπήρχε ο αγώνας της Μάγδας Φύσσα ή των γονιών του Σαχζάτ Λουκμάν ή της μητέρας του Ζακ Κωστόπουλου ή των κουίρ κοινοτήτων ή των συγγενών των θυμάτων των Τεμπών κ.λπ., δεν θα βρισκόμασταν στο ίδιο σημείο αυτή τη στιγμή.

Είναι πένθος μαχητικό που φεύγει από το προσωπικό.

Αν το πένθος έχει οριστεί ήδη από τον Φρόιντ στο «Πένθος και μελαγχολία» ως ιδιωτική διαδικασία, είναι σημαντικό να το σκεφτούμε εκ νέου σήμερα ως πολιτική και αγωνιστική πράξη. Σκέφτομαι εδώ το κάλεσμα του Douglas Crimp ήδη από την εποχή της επιδημίας του AIDS στις ΗΠΑ για ένα πένθος που μπορεί να συνυπάρχει με την αγωνιστικότητα: «mourning and militancy». Σκέφτομαι ακόμη τη δράση της Act Up – της ακτιβιστικής ομάδας που αγωνιζόταν για τα δικαιώματα των ανθρώπων με HIV. Σε μια από τις πιο εμβληματικές της δράσεις, το ’92, η Act Up καλούσε: «φέρε το πένθος και την οργή σου για το AIDS σε μια πολιτική κηδεία». Οι σύντροφοι των θυμάτων συγκεντρώνονται και διαδηλώνουν έξω από τον Λευκό Οίκο, κρατώντας τις στάχτες των νεκρών τους σε τεφροδόχους. Και ρίχνουν τις στάχτες μέσα στον Λευκό Οίκο! Μπροστά ακριβώς και μέσα στον συμβολικό τόπο της εξουσίας – που άφηνε τους στιγματισμένους να πεθάνουν – επιτελείται μια χειρονομία πένθους και αγώνα.

Πώς προσεγγίζεις τα δημοτικά τραγούδια στη γραφή σου;

Στο βιβλίο μου Τοπικοί Τροπικοί με ενδιέφερε να εξερευνήσω πώς ιστορίες που δεν έχουν ακουστεί ή που τουλάχιστον δεν εντοπίζονται στα γνωστά αρχεία των δημοτικών τραγουδιών μπορούν να ειπωθούν μέσα από το μέτρο και τον ρυθμό της προφορικής παράδοσης. Πώς δηλαδή ό,τι θεωρείται απόβλητο από το έθνος – κράτος, πώς επιθυμίες που θεωρούνταν επικίνδυνες μπορούν να τραγουδιστούν μέσα από αυτή την παλιά φόρμα – μια φόρμα που τη νιώθω να αντηχεί στα αφτιά μου και που τη μοιράζομαι με προηγούμενες γενιές. Είναι μια στρατηγική «queering» της δημοτικής παράδοσης – που αντλεί από την αγάπη μου για αυτήν. Ξεκίνησα από μια περφόρμανς – διάλεξη όπου συστηνόμουν ως ο Ελληνοβραζιλιάνος δρ Νικηφόρος Ερράντες.

Σε μια λογική μπορχεσιανής μυθοπλασίας, παρουσίαζα ένα «αρχείο» δημοτικών τραγουδιών με κουίρ θεματική που το είχε στην κατοχή του ο Νικόλαος Γ. Πολίτης, αλλά δεν θέλησε ποτέ να το εκδώσει. Το ανέκδοτο αυτό αρχείο το είχε κλέψει ο απόκληρος – φανταστικός – γιος του Πολίτη Alexandro, και το είχε διαδώσει ανά την υφήλιο. Παρουσίασα αυτή την περφόρμανς/διάλεξη με τίτλο Poustiá κé ololygmós: Εκλογαί από τα Απόκρυφα Τραγούδια του Ελληνικού Λαού σε διαφορετικά συγκείμενα – τόσο καλλιτεχνικά όσο και αμιγώς ακαδημαϊκά.

Πώς αντέδρασε το κοινό στην queer δημοτική ποίησή σου;

Οταν παρουσίασα τη δουλειά μου σε ελληνικό κοινό, συνειδητοποίησα ότι άτομα παλαιότερων γενεών, για τα οποία αυτές οι ιστορίες queer επιθυμίας και πένθους θα μπορούσαν να είναι τρομερά ενοχλητικές, κατάφεραν να τις ακούσουν και να επικοινωνήσουν με αυτές μέσα από τη φόρμα και τη γλώσσα του δημοτικού τραγουδιού. Πρόκειται για μια επανορθωτική χειρονομία ως προς την παράδοση και ως προς τους πατέρες. Και δεν περιορίζεται στα δημοτικά: προτείνω μια αντιστικτική σχέση παραδοσιακής και σύγχρονης ποίησης, όπου άλλα ποιήματα είναι γραμμένα σε ελεύθερο στίχο και άλλα σε δεκαπεντασύλλαβο, ή μερικές φορές και σε οκτασύλλαβο, όπως στα μανιάτικα μοιρολόγια. Αυτή η αντίστιξη στη φόρμα αντανακλά την αντιφωνική σχέση μεταξύ των δύο κύριων προσώπων: από τη μια, ο πατέρας που έχει στην κατοχή του το κρυμμένο αρχείο και, από την άλλη, ο γιος που το βρίσκει και το διαδίδει – αλλά και γράφει τη δική του ποίηση, στο σήμερα.

Φέτος οι Τοπικοί Τροπικοί έγιναν παράσταση από τις Πλειάδες, ένα γυναικείο συγκρότημα πολυφωνικής μουσικής το οποίο παρακολουθώ και θαυμάζω πάνω από μία δεκαετία. Οι Πλειάδες μελοποίησαν τα δημοτικά τραγούδια αλλά ανέδειξαν και τα ελευθερόστιχα ποιήματα, στήνοντας ακριβώς αυτή την αντιφώνηση πατρός και υιού.

Τι ετοιμάζεις τώρα;

Στα μέσα Ιουνίου, παρουσιάζεται η μουσικο-εικαστική καντάτα Κουταλιανοί ή Το βάρος της ιστορίας, για την οποία έχω γράψει το λιμπρέτο. Μέσα από τον θρυλικό βίο του Παναγή Κουταλιανού – αλλά και άλλων παλαιστών όπως ο Κεσκελίδης, ο Ασιάτης, ή ο Καρπόζηλος, διερευνώ τη μετάβαση από τα τέλη του 19ου στις αρχές του 20ού αιώνα, με τους αλλεπάλληλους εκτοπισμούς και τις βίαιες αλλαγές των συνόρων. Η αναταραχή της ιστορίας αντανακλάται στη βιογραφική φθορά: στο κείμενο, ιχνηλατώ την πτώση από τη ρώμη της νιότης και την παγκόσμια φήμη στο εύθραυστο σώμα του γήρατος – σε μια βαμμένη γενειάδα πρώην υπερανθρώπου που περιμένει κέρματα, πριν ταφεί στη λήθη.