Ηρθες και κάθισες δίπλα μου προχθές, σ’ εκείνο το υπαίθριο σινεμά. Με την άκρη του ματιού μου σε είδα, δεν σε πρόσεξα καλά, γιατί να σε προσέξω; Ομως όταν άρχισε η ταινία και το αναμμένο κινητό σου φωσφόριζε καταπάνω μου, σε πρόσεξα πάρα πολύ. Σκέφτηκα, όπου να ‘ναι θα το κλείσει. Πέφτουν οι τίτλοι, αρχίζει, τώρα θα το κλείσει.
Δεν το έκλεισες ποτέ. Σ’ όλη τη διάρκεια της ταινίας πληκτρολογούσες, σκρολάριζες, έκανες ζουμ, έβγαζες και φωτογραφίες. Μία σέλφι («εγώ, στο σινεμά»), μια άλλη της οθόνης – όπου το τι συνέβαινε εκεί, το άκουγες μόνο. Δυο-τρεις φορές έβαλες το κινητό στην άκρη για λίγα λεπτά, κι εγώ καθισμένη δίπλα σου στην αρχή ανάσανα με ανακούφιση αλλά μετά ένιωθα σαν κύμα ζέστης, σαν ηλεκτροφόρο πανικό, την αγωνία σου να το ξαναπιάσεις. Κι όταν το ξανάπιασες, σαν να ένιωσα το σώμα σου να χαλαρώνει.
Ησουν μόνη, μια νέα γυναίκα που στο μισοσκόταδο μου φάνηκε όμορφη και «κανονική». Με συγχωρείς που χρησιμοποιώ αυτήν τη λέξη, αλλ’ επειδή βρίσκομαι σε σύγχυση (εγώ, όχι εσύ) χρησιμοποιώ ορολογίες που μου είναι οικείες: κανονικός ήταν για μένα ο άνθρωπος που βρίσκεται ενταγμένος και συνειδητοποιημένος στην πραγματικότητα που τον περιβάλλει. Εννοείται ότι αναθεωρώ. Ησουν πάντως μόνη. Σε είχαν στήσει; Σκότωνες χρόνο μέχρι να πας αλλού; Οι απαντήσεις σ’ αυτά φυσικά δεν με ενδιαφέρουν, αντίθετα με ενδιαφέρει αν φεύγοντας από τον κινηματογράφο είπες σε άλλους (ή στον εαυτό σου), «Ημουν σινεμά». Γιατί, στο λέω αλήθεια, δεν ήσουν. Μου έρχεται εύκολο να πω ότι εκείνες τις δυο ώρες μπροστά στην κινηματογραφική οθόνη δεν ήσουν πουθενά, αλλά είναι απλώς μια ευκολία. Μπορεί να ήσουν σ’ αυτό που λέμε «έναν δικό σου κόσμο». Θα σου φανεί ίσως περίεργο, αλλά κι εγώ ξέρω γι’ αυτούς τους κόσμους, τις φούσκες που δημιουργούμε και χωνόμαστε μέσα τους. Να φανταστείς ότι ολόκληρες φέτες της ζωής μου τις θυμάμαι μέσα από βιβλία: καλοκαίρια, άνθρωποι, γεγονότα, γεύσεις, μουλιασμένα σε σελίδες. Ομως εκεί τα ζούσα όλα μαζί κι ακόμα πιο ζωντανά, ακόμα πιο έντονα – είναι η υπερδύναμη της λογοτεχνίας, κι είναι μια άλλη κουβέντα. Μπορεί να πιστεύεις ότι το multitasking που έκανες καθισμένη απέναντι σε μιαν οθόνη με το κεφάλι σκυμμένο σε μιαν άλλη σημαίνει ότι ζούσες πολλά πράγματα μαζί, όμως ούτε την ταινία είδες, ούτε τα αστέρια που έλαμπαν αποπάνω μας, κι ούτε εμένα, αιχμάλωτη του φωσφορισμού σου.
Είχα πληρώσει εισιτήριο για ν’ απολαύσω κάτι που δεν μπορώ να απολαύσω σπίτι μου, δηλαδή να παρακολουθήσω μ’ όλες μου τις αισθήσεις ανενόχλητες μια μεγάλη οθόνη κάτω από έναν ανοιχτό ουρανό – θερινό σινεμά λέγεται, κάποιοι έγραψαν γι’ αγιόκλημα και γιασεμιά, αλλά δεν είναι αυτό το θέμα μου, κι ούτε η αγένειά σου. Γιατί, το πιστεύω, δεν είχες καμία πρόθεση να είσαι αγενής. Ούτε που σου πέρασε από το μυαλό ότι ήσουν αγενής. Εσύ, αντίθετα από μένα, αισθανόσουν ότι ήσουν στο σαλόνι του σπιτιού σου: μικρή οθόνη, μεγαλύτερη οθόνη, σκρολ και ποστ και τσατ. Ισως και άποψη για την ταινία, που νόμιζες ότι παρακολουθούσες.
Σε έχω ξαναδεί τόσες φορές: θυμάμαι ένα μπαράκι στο Παγκράτι, κι εσύ σκυμμένη στην οθόνη σου, και κάποιον στο διπλανό σκαμνί να σηκώνει συνέχεια το κεφάλι από τη δική του και να σε κοιτάζει πλάγια – έρωτας λέγεται αυτό, κι ελπίζω κάποια στιγμή να το κατάλαβες. Θυμάμαι ένα ανοιξιάτικο σούρουπο στην Αριστοτέλους, με τον ουρανό απλωμένο σαν μέλι και τα πουλιά μεθυσμένα από την ομορφιά να ξελαρυγγιάζονται, κι εσύ, πάντα σκυμμένη στο κινητό σου, να μη βλέπεις και να μην ακούς τίποτα. Ολες εκείνες τις φορές ήθελα να σε πιάσω από τους ώμους, εσένα την άγνωστη, και να σε ικετεύσω να σηκώσεις το κεφάλι – γιατί σε χρειάζομαι. Γιατί σε χρειαζόμαστε. Τώρα που είσαι ακόμα νέα κι οι πόροι σου ορθάνοιχτοι για ν’ απορροφήσουν περισσότερο και να καταλάβουν καλύτερα όλες τις ανάσες αυτού του κόσμου όπου βρίσκεσαι. Αυτός ο κόσμος όπου βρίσκεσαι. Σήκωσε το κεφάλι, δες τον.