Το πρώτο πράγμα που περνά από το μυαλό σου σχετικά με τα βραβεία του 77ου Φεστιβάλ των Καννών που απονεμήθηκαν το περασμένο Σάββατο είναι ότι ο Γιώργος Λάνθιμος και πάλι τα κατάφερε. Το σερί του είναι πραγματικά μοναδικό αφού από την εποχή του «Κυνόδοντα» (2009) μέχρι σήμερα δεν έχει υπάρξει φεστιβάλ στο οποίο να συναγωνίστηκε με ταινία του και να μην κέρδισε κάποιο βραβείο. Ολες δε οι μεγάλου μήκους ταινίες του από τον «Κυνόδοντα» μέχρι σήμερα (επτά) έχουν συμμετάσχει είτε στο Φεστιβάλ των Καννών είτε στο Φεστιβάλ της Βενετίας.
Ετσι λοιπόν, φέτος, για τις «Ιστορίες καλοσύνης» (Kinds of kindness) που θα αρχίσουν να προβάλλονται από την ερχόμενη Πέμπτη στις αίθουσες, ο αμερικανός ηθοποιός Τζέσι Πλέμονς απέσπασε το βραβείο ανδρικής ερμηνείας, που είναι το σημαντικότερο μέχρι στιγμής στην καριέρα του. Ο Πλέμονς εδώ κρατά τρεις διαφορετικούς ρόλους στις τρεις διαφορετικές ιστορίες που πλάθουν τον κόσμο της ταινίας που διαχειρίζεται έννοιες όπως η εξουσία, η απώλεια και η θρησκεία. Να λοιπόν που μία ακόμη επιτυχία προστίθεται στη φιλμογραφία του 50χρονου σκηνοθέτη, ενώ δεν θα προκαλούσε καμία εντύπωση αν τόσο ο Πλέμονς όσο και η ταινία γενικότερα ακούγονταν και στα προσεχή Οσκαρ του 2025.
Το δεύτερο πράγμα που περνά από το μυαλό σου σχετικά με τα βραβεία είναι ότι ύστερα από 13 χρόνια ο Χρυσός Φοίνικας δόθηκε σε αμερικανό σκηνοθέτη, τον Σον Μπέικερ, για την ταινία «Anora». H αμέσως προηγούμενη χρονιά που έγινε κάτι τέτοιο είναι το 2011 όταν «Το δέντρο της ζωής» του Τέρενς Μάλικ κέρδισε τον Φοίνικα. Η «Anora» είναι μια συμπαθητική δραματική κομεντί που με έναν ξέφρενο τρόπο διαχειρίζεται τις συνέπειες ενός γάμου που «δεν έπρεπε να γίνει».
Ολα ξεκινούν όταν σε μια στιγμή παρορμητισμού ένας νεαρός Ρώσος, γόνος πάμπλουτης οικογένειας ο οποίος ζει στην Αμερική, ερωτεύεται μια αμερικανίδα στρίπερ και εργάτρια του σεξ και της προτείνει γάμο στο Λας Βέγκας. Ο γάμος θα γίνει, αλλά η οικογένεια του γαμπρού έχει σοβαρές αντιρρήσεις. Πολλά παρατράγουδα και ακόμα περισσότερα τραγελαφικά επεισόδια θα ακολουθήσουν και μέσω αυτών ο Μπέικερ θα φτιάξει το πορτρέτο μιας δυναμικής, απρόβλεπτης, αποφασιστικής γυναίκας που δεν σηκώνει μύγα στο σπαθί της και την υποδύεται με γνήσιο πάθος η Μίκι Μάντισον. Λαμβάνοντας το βραβείο του διά χειρός Τζορτζ Λούκας, που με τη σειρά του τιμήθηκε με έναν ειδικό Χρυσό Φοίνικα για το σύνολο της καριέρας του – τον οποίο του παρέδωσε ο φίλος και κατά καιρούς συνεργάτης του Φράνσις Κόπολα –, ο Μπέικερ δήλωσε ότι σε όλη του τη ζωή ονειρευόταν να κερδίσει αυτό το βραβείο, το οποίο αφιέρωσε «σε όλες τις εργάτριες του σεξ στον κόσμο».
Διπλή βράβευση
Το τρίτο πράγμα που σκέφτεσαι από τα φετινά βραβεία είναι αυτό που κατά κάποιο τρόπο υποψιαζόσουν από την αρχή, πόσω μάλλον με πρόεδρο της κριτικής επιτροπής την αμερικανίδα σκηνοθέτρια Γκρέτα Γκέργουιγκ, δημιουργό της «Barbie»: ήταν φανερό ότι το γυναικείο στοιχείο θα ξεχώριζε στις φετινές βραβεύσεις και πράγματι πολλά βραβεία κέρδισαν γυναίκες. Μάλιστα, σε μια περίπτωση η υπερβολή έβγαλε μάτι. Ενώ όλοι γνώριζαν ότι η ταινία του Ζακ Οντιάρ «Emilia Perez» δύσκολα θα έφευγε άπραγη από τις βραβεύσεις, της δόθηκαν δύο βραβεία: το βραβείο γυναικείας ερμηνείας το οποίο μοιράστηκαν τέσσερις ηθοποιοί της, οι Αντριάνα Παζ, Ζόε Σαλντάνα, Σελίνα Γκόμεζ και Κάρλα Σοφία Γκασκόν (που επίσης είναι η πρώτη trans ηθοποιός που βραβεύεται σε αυτή την κατηγορία στις Κάννες), και το βραβείο της επιτροπής που δόθηκε στον σκηνοθέτη Ζ. Οντιάρ, ο οποίος είναι κάτοχος Χρυσού Φοίνικα για την ταινία «Deehpan». Η διπλή βράβευσή της ήταν υπερβολική διότι άφησε έξω κάποιες άλλες ταινίες που επίσης άξιζαν.
Μία ακόμη ταινία γυναίκας σκηνοθέτη διακρίθηκε με το Μεγάλο Βραβείο της Επιτροπής και είναι η «All we imagine as light» (Ολα όσα φανταζόμαστε ως φως) της Ινδής Παγιάλ Καπάντια. Με πολύ αγαπησιάρικο και κινηματογραφικά πρωτότυπο τρόπο, η ταινία παρακολουθεί τη ζωή δύο γυναικών διαφορετικής γενιάς που μοιράζονται το ίδιο σπίτι στο Μουμπάι των καιρών μας. Κάποια στιγμή, μαζί με μια τρίτη γυναίκα, η ταινία θα μεταφερθεί στην επαρχία και εκεί θα αποκτήσει την εικόνα ενός παραμυθιού, στοιχείο που προσανατολίζει κάπως, όμως εν τέλει λειτουργεί στο σύνολο. Είναι μια τρυφερή ταινία πάνω στη γυναικεία φιλία και αλληλεγγύη, την ώρα που ο χώρος διεξαγωγής της παίζει επίσης σημαντικό ρόλο στην ιστορία διότι η Καπάντια που κατάγεται από το Μουμπάι το τιμά με όλη της την ψυχή.
«Αγαπώ πολύ την πατρίδα μου και με γοητεύουν οι αντιφάσεις της», είπε σε συνέντευξή της στα «ΝΕΑ» η Καπάντια. «Πολλά καλά συμβαίνουν αυτή τη στιγμή στη χώρα μου, πολλές αλλαγές διαγράφονται στον ορίζοντα, όμως ο κόσμος δεν μπορεί να αλλάξει από τη μια στιγμή στην άλλη. Και επίσης, καλό είναι ο κόσμος να καταλάβει ότι το ινδικό σινεμά δεν περιορίζεται μόνο στο Μπόλιγουντ. Υπάρχει μια κινηματογραφική ζωή που εξαπλώνεται σε όλη τη χώρα με πολλές φωνές, πολλά φεστιβάλ και πολλούς κινηματογραφιστές», είπε επίσης η Καπάντια. Αλλη μία γυναίκα που διακρίθηκε ήταν η Καρολίν Φορζέ, στην οποία δόθηκε το βραβείο σεναρίου για την ταινία «The substance» (Η ουσία) που δίχασε λόγω της ακρότητας των σκηνών της αλλά που είχε πολύ ενδιαφέρον θέμα: τη ματαιοδοξία της φήμης και τις επικίνδυνες συνέπειές της.
Χαμηλότερο επίπεδο
Το τελευταίο και ίσως σημαντικότερο πράγμα που περνά από το μυαλό σου σε σχέση με τα βραβεία είναι ότι το επίπεδο των ταινιών του φετινού Φεστιβάλ των Καννών δεν ήταν και τόσο υψηλό, πόσω μάλλον αν το συγκρίνει κανείς με το περσινό, όταν στο ίδιο φεστιβάλ έκαναν την πρεμιέρα τους ταινίες όπως οι «Ανατομία μιας πτώσης», «Ζώνη ενδιαφέροντος» και «Πεσμένα φύλλα». Στις πολύ καλές στιγμές του ανήκει η ταινία του ιρανού σκηνοθέτη Μοχάμαντ Ρασούλοφ «The seed of the sacred fig» (Ο σπόρος του ιερού σύκου) που ούτως ή άλλως προοριζόταν για κάποιο βραβείο, όχι μόνο για καλλιτεχνικούς αλλά και για πολιτικούς λόγους: ο Ρασούλοφ προσφάτως εγκατέλειψε τη χώρα του για να αποφύγει τη φυλάκιση. Ωστόσο, στην ταινία δόθηκε ένα ειδικό βραβείο της επιτροπής και αυτό άφησε την εντύπωση ότι δεν χωρούσε στα υπόλοιπα.
Το βραβείο σκηνοθεσίας απέσπασε ο Πορτογάλος Μιγκέλ Γκόμεζ για την ασπρόμαυρη και έγχρωμη ταινία «Grand Tour», ένα παράξενο «παιχνίδι» με τον χρόνο και τον χώρο, στην καρδιά του οποίου βρίσκεται η αναζήτηση ενός άντρα από την αρραβωνιαστικιά του, την οποία εγκατέλειψε. Η ταινία είναι μοιρασμένη σε δύο μέρη ακολουθώντας ξεχωριστά τα βήματα του καθενός. Ο Γκόμεζ φλερτάρει έξυπνα με την έννοια του χρόνου μεταφέροντας τον θεατή σε διαφορετικές εποχές, παρότι η ιστορία τοποθετείται στο 1917.