«…Το ασανσέρ αγκομαχά, επικρατεί ζουλάρδα / η Ελλάδα αρχίζει να γελά και γίνεται γελάδα / και μια φωνή με προφορά, ωχ αμάν αμάν, απ’ των Σερρών την Πρώτη / ρωτάει άμα συμφωνώ, ωχ αμάν αμάν, να γίνουμε Ευρώπη / Μα κι αν ταΐζεις του απαντώ κακάο τη γελάδα / δε θα ‘ναι πάλι πιθανόν ν’ αρμέξεις σοκολάδα». Οι παραπάνω στίχοι είναι από το τραγούδι του Διονύση Σαββόπουλου «Οι εκλογές μαντινάδα» (LP «Ρεζέρβα», 1979), ένα από τα καλύτερά του, κατά τη γνώμη μου, στιχουργικά. Ενα τραγούδι – «ποταμός» που αρχίζει με τους στίχους «Τα όνειρά σου μην τα λες γιατί μια μέρα κρύα / μπορεί και οι φροϊδιστές να ‘ρθουν στην εξουσία» και πιο κάτω λέει «…Μπορεί κανίβαλος ποτέ να εκπροσωπήσει τάχα / όλους τους φίλους τους παλιούς που έχει στη στομάχα».
Κυρίως όμως, σαράντα πέντε χρόνια μετά την πλήρη ένταξή μας στην Ευρώπη που υπογράφηκε σαν σήμερα, το 1979, από τον Κωνσταντίνο Καραμανλή στο Ζάππειο, είναι αυτό που πρώτα απ’ όλα αναδύεται στη μνήμη μου σχετικά με εκείνο το καθοριστικό για την πορεία της χώρας μας γεγονός. Και όχι μόνο επειδή είμαι «σαββοπουλική». Αλλά και γιατί αυτή η αντίφαση που υπάρχει στους στίχους (η φωνή με τη σερραίικη προφορά που ρωτά για την Ευρώπη, η «γελάδα» που νομίζαμε πως, αν την ταΐζαμε κακάο, θα κατέβαζε σοκολάτα) αποτυπώνει εξαιρετικά το πώς εκείνη την εποχή τραμπαλιζόμαστε, αρκετά ατσούμπαλα, ανάμεσα στο βαθύ βαλκανικό μας παρελθόν και το άγνωστο ευρωπαϊκό μας μέλλον.
Οι νεότεροι δεν ξέρουν πώς ήταν η Ελλάδα στα τέλη της δεκαετίας του 1970 και οι μεγαλύτεροι την έχουμε ξεχάσει ή, τέλος πάντων, δεν θέλουμε να τη θυμόμαστε. Για παράδειγμα, όταν ο Σαββόπουλος ηχογραφούσε τη «Ρεζέρβα», υφίστατο επίσημα και με νόμο η λογοκρισία. Εγώ η ίδια – που μόλις είχα αρχίσει να εργάζομαι στη δισκογραφική εταιρεία Lyra – πηγαινοέφερνα στο υπουργείο Προεδρίας τους στίχους των τραγουδιών μέχρι να πάρουν την τελική έγκριση προς κυκλοφορία και ούτε θυμάμαι πόσες «μικρές αλλαγές» είχαν γίνει στο «Μακρύ ζεϊμπέκικο για τον Νίκο» ώστε να θεωρηθεί «κυκλοφορίσιμο».
Εως τα τέλη της δεκαετίας του 1970, οι μαθήτριες φορούσαν ποδιές και πηγαίναν έξι μέρες την εβδομάδα στο σχολείο, όπως εξαήμερη ήταν και η εργασιακή εβδομάδα. Γράφαμε με οξείες, περισπωμένες, ψιλές και δασείες. Μόλις είχαμε αρχίσει να εξοικειωνόμαστε με την έννοια της πιστωτικής κάρτας και, φυσικά, δεν υπήρχαν έξω από τις τράπεζες μηχανήματα αυτόματης ανάληψης μετρητών. Οταν έκανες αίτηση για τηλεφωνική σύνδεση, έπρεπε να περιμένεις πολλούς μήνες, μπορεί και χρόνο, μέχρι να σου βάλουν τηλέφωνο και η μεγάλη νουβοτέ της εποχής ήταν ο αυτόματος τηλεφωνητής. Δεν υπήρχαν ακόμη φαξ, η επικοινωνία γινόταν με τέλεξ (με εκείνες τις μακριές κορδέλες χαρτί με τις μικρές τρυπούλες) και στο γραφείο δεν είχαμε φωτοτυπικό αλλά πολύγραφο. Η, αποκλειστικά, κρατική τηλεόραση ήταν ασπρόμαυρη, οι ξένες εφημερίδες έφταναν σε λίγα κεντρικά περίπτερα δυο τρεις μέρες μετά την κυκλοφορία τους, τα δε περιοδικά δυο τρεις εβδομάδες ή και ποτέ.
Οργισμένοι Βαλκάνιοι
Σε αυτήν την κατάσταση λοιπόν έπρεπε να «γίνουμε Ευρώπη». Χωρίς να έχουμε καταλάβει περί τίνος ακριβώς επρόκειτο. Αλλοι συνδύαζαν την ιδιότητα αυτή με μεγάλα δημόσια έργα, άλλοι με νέους, πιο προοδευτικούς νόμους, ενώ κάποιοι φώναζαν ακόμη «ΕΟΚ και ΝΑΤΟ το ίδιο συνδικάτο».
Πότε και με ποιες αφορμές οι κάτοικοι αυτής της χώρας έγιναν και ένιωσαν Ευρωπαίοι; (Αν ένιωσαν δηλαδή ποτέ, αφού στην πρόσφατη δημοσκόπηση της Metron Analysis περίπου δύο στους πέντε απάντησαν ότι νιώθουν μόνο Ελληνίδες και Ελληνες). Δεν νομίζω ότι αυτό γίνεται με αφορμή ένα και μόνο γεγονός, ακόμη κι αν πρόκειται για την αλλαγή του νομίσματος. Είναι μια διαδικασία που παίρνει χρόνο, τόσο όσο χρειάζεται για να αλλάξουμε νοοτροπία, για να ανοίξουμε το βήμα της εξωστρέφειας, για να ξεπεράσουμε αυτόν τον «Οργισμένο Βαλκάνιο» έτσι όπως τον περιγράφει, περίπου, στο ομώνυμο μυθιστόρημά του ο Νίκος Νικολαΐδης. Δηλαδή, οργισμένοι είμαστε ακόμη και ως Ευρωπαίοι, απλά έχουν αλλάξει κάπως οι αιτίες της οργής μας. Οπως άλλωστε έχουν αλλάξει και τα Βαλκάνια, όπως έχει αλλάξει και η Ευρώπη.