Πρόσφατες δημοσκοπήσεις αποτυπώνουν σχετικά μικρότερο ενδιαφέρον για τις ευρωεκλογές και μικρότερη βεβαιότητα συμμετοχής σε αυτές σε σχέση με το 2019, κάτι που θα μπορούσε να αποτελέσει ένδειξη πιθανής μειωμένης συμμετοχής. Σε αυτή την περίπτωση θα είχαμε τη συνέχεια μιας τάση που είδαμε σε προηγούμενες εκλογές, όπου είδαμε υποχώρηση της συμμετοχής, διαμορφώνοντας μια αρκετά διαφορετική συνθήκη από αυτή που θεωρούσαμε δεδομένη στη χώρα μας.
Οι τάσεις αυτές, εάν επαληθευτούν, παραπέμπουν όχι απλώς σε μια αυξημένη πολιτική απάθεια ή αδιαφορία, αλλά σε κάτι πιο βαθύ: μια ιδιότυπη απεμπόληση της εμπιστοσύνης ότι τα πράγματα μπορούν να αλλάξουν μέσα από την πολιτική συμμετοχή, έστω και στο επίπεδο της ψήφου. Εάν μάλιστα αυτό αφορά περισσότερο τα λαϊκά στρώματα, τότε το πρόβλημα είναι ακόμη σοβαρότερο, μια που υποτίθεται ότι ο πυρήνας της δημοκρατικής πολιτικής είναι ακριβώς η δυνατότητα η πολιτική συμμετοχή να είναι ένας τρόπος ώστε να διορθώνονται, έστω και εν μέρει, οι ανισότητες που διαρκώς αναπαράγονται στο κοινωνικό επίπεδο.
Η διαπίστωση αυτή επιβάλλει να στοχαστούμε τα αίτια. Γιατί αυτό θα μας πάει σε δύο παράλληλες και ως έναν βαθμό αλληλοτροφοδοτούμενες τάσεις στις σύγχρονες δημοκρατίες. Η μία έχει να κάνει με τον πραγματικό περιορισμό της δυνατότητας δημοκρατικής απόφασης για όλο το φάσμα ζητημάτων που θεωρούνται ότι είναι αρμοδιότητα των αγορών, ιδίως των διεθνών, ή ότι εμπίπτουν στο φάσμα της ευρωπαϊκής ρύθμισης (ας μην ξεχνάμε ότι ακόμη και το Ευρωκοινοβούλιο απέχει από το να ορίζει μια στιγμή «λαϊκής κυριαρχίας»).
Η άλλη έχει να κάνει με την προσπάθεια προκαταβολικής αποστείρωσης της ίδιας της πολιτικής συζήτησης από προτάσεις που θα σηματοδοτούσαν ριζική βελτίωση της θέσης των λαϊκών στρωμάτων, αφού αυτόματα χαρακτηρίζονται ως μη ρεαλιστικές ή βασιλική οδός για τη χρεοκοπία, κάτι που επιτείνεται από τη διαρκή υποκατάσταση των προγραμμάτων από την επικοινωνία. Μόνο που όταν δεν υπάρχουν πραγματικές εναλλακτικές ως επίδικα, ποιο νόημα έχει η συμμετοχή;