Ο Κυριάκος Μητσοτάκης επέλεξε ένα όχι άγνωστο για εκείνον μοτίβο: με το δικό του πρόσωπο και τα δικά του μηνύματα – διλήμματα στην πρώτη γραμμή να πάρει πάνω του τη «μάχη» των ευρωεκλογών, έως και το αποτέλεσμα αυτής, με ενδεικτική την αποστροφή του ήδη από την εκκίνηση της προεκλογικής περιόδου ότι πίσω από το νεοδημοκρατικό ευρωψηφοδέλτιο κρύβεται και το όνομά του. Οσο κι αν πρόκειται για επιλογή με ρίσκα, ο Μητσοτάκης έσπευσε να αξιοποιήσει ουσιαστικά την ευχέρεια που διατηρεί, σύμφωνα με τις μετρήσεις της κοινής γνώμης, ώστε να ακολουθεί τη στρατηγική του προσωποποιημένου προεκλογικού αγώνα. Ποντάροντας επίμονα στην ευθεία σύγκριση με τους πολιτικούς αντιπάλους του, η προσδοκία του είναι, προφανώς, να παραμένει πρώτος – και με διαφορά.
Σε όλες τις δημοσκοπήσεις ο Μητσοτάκης αποτυπώνεται ως το δυνατό «χαρτί» της παράταξής του, υπερτερώντας έναντι των υπόλοιπων πολιτικών αρχηγών με – δημοσκοπικά – μεγάλες αποστάσεις ασφαλείας. Στο τελευταίο γκάλοπ της Metron Analysis (Mega) εμφανίζεται για άλλη μία φορά να συγκεντρώνει υψηλότερη αποδοχή από το κόμμα του – τόσο στην μπάρα της δημοτικότητας των αρχηγών όσο και σε εκείνη του καταλληλότερου για τη θέση του πρωθυπουργού.
Αντίπαλοι με μονοψήφια ποσοστά
Ακόμα και στη δημοσκοπικά χειρότερη στιγμή του Μητσοτάκη, τον περασμένο Μάρτιο δηλαδή, όταν ο ίδιος έπεφτε στον δείκτη της καταλληλότητας για την πρωθυπουργία, έχανε από τον «κανένα» (39% έναντι του μητσοτακικού 33%, τότε, στην έρευνα της Metron Analysis), αφού όλοι οι υπόλοιποι πολιτικοί αρχηγοί εξακολουθούσαν να γράφουν μονοψήφια ποσοστά. Το μεγαλύτερο από αυτά ήταν το 7% του Στέφανου Κασσελάκη. Εναν μήνα μετά, τον Απρίλιο, η εικόνα δεν είχε αλλάξει δραματικά στις… ψαλίδες ανάμεσα στους πολιτικούς αρχηγούς, με ενδεικτικό το εύρημα μέτρησης της GPO, σύμφωνα με το οποίο το 45,8% είχε θετική γνώμη για τον Πρωθυπουργό και το 21,7% για τον αρχηγό της αξιωματικής αντιπολίτευσης.
Κατά την τελευταία πενταετία και με εξαίρεση τον «κανένα», που κατά περιόδους σηκώνει κεφάλι πιστοποιώντας τη δυσφορία των πολιτών και την έλλειψη… διεξόδων, ο δείκτης δημοφιλίας του Μητσοτάκη δεν έχει απειληθεί σοβαρά. Και αυτό δεν έχει συμβεί ούτε από κάποιο πρόσωπο στα δεξιότερα της ΝΔ, τον Κυριάκο Βελόπουλο για παράδειγμα, ακόμα και όταν το προσωπικό προφίλ του Πρωθυπουργού δεχόταν σοβαρά τραύματα με απογοήτευση στο δεξιό – κεντροδεξιό ακροατήριο. Τέτοιες περίοδοι πρωθυπουργικής φθοράς, οι οποίες τελικά ωφέλησαν κυρίως τον «κανένα», ήταν μεταξύ άλλων ο Αύγουστος του 2021 με τις φωτιές στην Εύβοια, ο Αύγουστος του 2022 με την υπόθεση των τηλεφωνικών παρακολουθήσεων, ο περασμένος Μάρτιος με τις εξελίξεις για την τραγωδία των Τεμπών.
Η στρατηγική του Μαξίμου
Την ώρα που στα ποιοτικά στοιχεία των γκάλοπ διακρίνεται δυσαρέσκεια για κυβερνητικούς χειρισμούς, ο Μητσοτάκης επιμένει να μιλάει για τη «μεγάλη εικόνα» της «συνετής» διακυβέρνησης και να κρατά εαυτόν στο πρώτο πλάνο, προσδοκώντας ότι με τον τρόπο αυτόν ενισχύεται το γαλάζιο αφήγημα περί έλλειψης αξιόπιστης εναλλακτικής. Είναι χαρακτηριστικό ότι, ενόψει μιας κάλπης που δεν βγάζει καν κυβέρνηση και ταυτόχρονα ευνοεί τη χαλαρότητα, εκείνος συνεχίζει με «σκληρά» διλήμματα, με βολές στα δεξιότερα χάριν της συσπείρωσης της γαλάζιας βάσης αλλά και με «προσκλητήρια» στην ευρύτερη κοινωνική πλειοψηφία που διαμορφώθηκε στις τελευταίες εθνικές εκλογές, ζητώντας επαναβεβαίωση της «εντολής» για εσωτερική σταθερότητα και για συνέχεια στο κυβερνητικό έργο.
Ούτε αυτό το μοτίβο τού είναι άγνωστο: σε κάθε έκτακτη επιχείρηση… διορθώσεων στους προσωπικούς δείκτες του (εκείνοι που συνήθως βελτιώνονται πιο γρήγορα σε σχέση με τις μπάρες του κόμματος – κυβέρνησης), ο Πρωθυπουργός επέλεγε κλιμακούμενες «εξόδους» προς τους πολίτες, δημόσιες παραδοχές λαθών και προβλημάτων μαζί με δεσμεύσεις για «προσπάθεια», έναν «θετικό» απολογισμό πεπραγμένων και, πρωτίστως, τις συγκρίσεις με τα πρόσωπα εκ δεξιών και αριστερών της παράταξής του.