Πάντα πρέπει να μπαίνεις στη θέση του άλλου, όσο σοβαρό κι αν είναι αυτό που έχει κάνει, και να προσπαθείς να καταλάβεις τα κίνητρά του, τους στόχους του, την ψυχοσύνθεσή του. Μια από τις πιο ενδιαφέρουσες ταινίες των τελευταίων ετών είναι η «Ζώνη ενδιαφέροντος» του Τζόναθαν Γκλέιζερ, όπου παρακολουθούμε την καθημερινή ζωή της οικογένειας του Ρούντολφ Ες, δίπλα στο Αουσβιτς. Προφανώς ξέρουν τα πάντα. Κάθε τόσο, ακούνε τους κρατούμενους να ουρλιάζουν. Αν ήταν στο χέρι τους, θα τους έκαναν να το βουλώσουν για να μην τους ενοχλούν. Τους βλέπουμε να συζητούν δίπλα στην πισίνα και σκεφτόμαστε τι θα κάναμε εμείς στη θέση τους.
Ο Ζακ Κωστόπουλος δεν πήγε να κάνει διάρρηξη εκείνη τη μοιραία 21η Σεπτεμβρίου του 2018. Δεν ήταν υπό την επήρεια ναρκωτικών. Δεν επιτέθηκε με μαχαίρι εναντίον κανενός. Ζήτησε καταφύγιο σε ένα κοσμηματοπωλείο γιατί τον κυνηγούσαν. Και τότε – είπε ο εισαγγελέας στη χθεσινή αγόρευσή του ενώπιον των δικαστών του Μεικτού Ορκωτού Εφετείου – ο ιδιοκτήτης του καταστήματος και ένας μεσίτης έσπασαν την τζαμαρία και άρχισαν με μένος να τον χτυπάνε στο κεφάλι, «το οποίο ταλαντευόταν δεξιά και αριστερά με αποτέλεσμα να προσκρούσει στα τζάμια». Το δείχνουν τα βίντεο. Επειτα τον έσυραν στο πεζοδρόμιο και συνέχισαν να τον χτυπούν. Συνολικά ο Ζακ δέχθηκε 23 χτυπήματα στο κεφάλι. Από αυτά πέθανε, όχι από AIDS, ούτε από παθολογικά αίτια.
Είμαι ένας από τους ανθρώπους που τον χτύπησαν. Δεν ξέρω γιατί το έκανα, οικογενειάρχης είμαι, όχι δολοφόνος. Εκανα πολλές νύχτες να κοιμηθώ από τότε. Στην αρχή είχα καταληφθεί από άρνηση: δεν θυμάμαι τίποτα, δεν έκανα τίποτα, δεν ήμουν καν εκεί. Υστερα άρχισα να κατασκευάζω σενάρια: ήμουν εκεί αλλά δεν τον χτύπησα, τον χτύπησα λίγο, ίσα για να τον φοβερίσω, εντάξει, τον κλώτσησα στο κεφάλι δύο φορές μαξ, οι άλλες κλωτσιές ήταν στον αέρα. Και μετά κατέρρευσα: ναι, τον κλώτσησα μανιασμένα, δεν καταλαβαίνω τι με έπιασε, ήταν ανυπεράσπιστος, δεν με απειλούσε, τον σκότωσα στις κλωτσιές, είμαι ένοχος, ζητώ συγγνώμη από την οικογένειά του και τους φίλους του, κλείστε με στη φυλακή, μόνο έτσι θα μπορέσω να συνεχίσω να ζω.
Οι δύο κατηγορούμενοι σταμάτησαν γύρω στη μέση, κάπου εκεί στις κλωτσιές στον αέρα από αλτρουισμό. Την υπόλοιπη νοητική διαδρομή δεν την έκαναν ποτέ. Εξι σχεδόν χρόνια μετά, προσπάθησαν να πείσουν το δικαστήριο πως ό,τι έκαναν το έκαναν για καλό, είδαν το παιδί που κινδύνευε να κοπεί και ήθελαν να το προστατεύσουν, μαξ δύο κλωτσιές να τον βρήκαν, έντεκα δευτερόλεπτα η όλη δράση, πώς να σκοτώσεις σε έντεκα δευτερόλεπτα;
Εξι χρόνια μετά, δεν έχουν καμιά αμφιβολία, δεν νιώθουν καμιά τύψη, δεν ταράζει τίποτα τον ύπνο τους, δεν νιώθουν την ανάγκη να ζητήσουν συγγνώμη ούτε για τις δύο κλωτσιές μαξ. Πώς γίνεται;