Τι να πω τώρα εγώ για το βράδυ της Τετάρτης, τι να πω για τις πρώτες ώρες της Πέμπτης; Τι να πω για το πρώτο ευρωπαϊκό κύπελλο στο ποδόσφαιρο που κέρδισε ποτέ ελληνική ομάδα; Πενήντα τρία χρόνια ολόκληρα το περίμενα αυτό. Από το 1971, ντάλα δικτατορία, από εκείνο το καλοκαίρι που ο Παναθηναϊκός πήγε στο Γουέμπλεϊ, στον τελικό του Κυπέλλου Πρωταθλητριών Ευρώπης, όπου κι έχασε από τον Αγιαξ. Θα το ομολογήσω, είχα σκάσει από το κακό μου και τη ζήλια μου. Δεν θα πω ψέματα, δεν χαιρόμουν με τη διάκριση μιας ελληνικής ομάδας. Γιατί να χαρώ αφού δεν ήταν η δική μου ομάδα. Στο Δημοτικό πήγαινα, δεν μπορούσα ούτε να κατανοήσω ούτε να νιώσω τη διαφορά μεταξύ «οπαδού» και «φιλάθλου». Αλλά, και να μπορούσα, έχω την αίσθηση ότι πάλι το πρώτο θα επέλεγα. Γι’ αυτό και τις επόμενες, μετά το Γουέμπλεϊ, ημέρες συντονίστηκα απόλυτα με το ολυμπιακό σύνθημα «Φέρτε μας τον Αγιαξ» (και θυμάμαι ότι, τουλάχιστον στη Σύρο, το έλεγαν, τότε, ως «πείραγμα» – λόγω των συνειρμικών υπονοουμένων – στις κοπέλες οι μάγκες με τα μηχανάκια και δεν θεωρούνταν σεξουαλική παρενόχληση).

Τα έχει αυτά όχι, γενικά, ο αθλητισμός, ειδικά το ποδόσφαιρο. Σε βγάζει εκτός «εργοστασιακών ρυθμίσεων». Χάνεις την αίσθηση του μέτρου, της αυτοσυγκράτησης, της ευγένειας. Και αυτό είναι τόσο απελευθερωτικό να συμβαίνει πού και πού. Να αφήνεις το θυμικό να ξεσπάσει, να εκφραστεί χωρίς συμβάσεις και αυτοπεριορισμούς. Η ομάδα την οποία «ακολουθώ» από νήπιο και όχι λόγω οικογενειακής παράδοσης (ο πατέρας μου ήταν εντελώς άσχετος με το ποδόσφαιρο) μου έχει δώσει πολλές αφορμές για τέτοια ξεσπάσματα. Καμία όμως σαν την προχθεσινή.

Δεν πήγα στο γήπεδο. Προτίμησα να είναι εκεί τα ανίψια μου, 12 και 11 ετών, για να ζήσουν από πρώτο χέρι αυτό που θα διηγούνται αργότερα στα δικά τους παιδιά (εγώ έκανα το «χρέος» μου στην ομάδα μαθαίνοντάς τα από μωρά να φωνάζουν Ο-λυ-μπι-α-κός). Είδα τον αγώνα στο σπίτι μου με τους πολύ στενούς φίλους μου, όπως με τους πολύ δικούς σου ανθρώπους θέλεις να μοιράζεσαι τις μεγάλες σου στιγμές. Δεν χρειάζεται να πω τι έγινε όταν καρφώθηκε στα δίχτυα η κεφαλιά του Ελ Κααμπί. Ούτε ότι, όταν κατάφερα να κοιμηθώ, ο ήλιος ήταν ήδη ψηλά. Μεταξύ ύπνου και ξύπνιου πάντως, ήταν σαν να «παρέλασαν» μπροστά μου όλα τα είδωλα της ολυμπιακής αλλά και της προσωπικής μου μυθολογίας σε σχέση με την ομάδα.

Ο Σιδέρης και ο Γιούτσος που ήταν, ίσως, μια αφορμή, στη δεκαετία του 1960, να γίνω Ολυμπιακός. Εκείνος ο περιπτεράς στη Σύρο που φαίνεται ότι «λεηλατούσε» τις σοκολάτες που είχαν «χαρτάκια» με ποδοσφαιριστές και μου κρατούσε τους παίκτες της ομάδας μου. Οι πέντε αδελφοί Ανδριανόπουλοι που έστησαν την ομάδα τα πρώτα χρόνια της ίδρυσής της. Ο Μπούκοβι που, στην πραγματικότητα, τον έδιωξε η χούντα. Ο Νίκος Γόδας, κορυφαίος παίκτης της δεκαετίας του ’40, που εκτελέστηκε το 1948 επειδή δεν υπέγραψε δήλωση μετάνοιας και ζήτησε να φορά, στην εκτέλεσή του, τη στολή του Ολυμπιακού – κι αν συνεχίσω να αναφέρω ονόματα, διασήμων και μη, θα επεκταθώ και στην επόμενη σελίδα.

Η κοντινότερη απόσταση μεταξύ των ανθρώπων

Το ποδόσφαιρο είναι ή ούτως ή άλλως ένα άθλημα και ίσως η μοναδική συνθήκη που μπορεί να ενώσει εντελώς διαφορετικά άτομα. Συμβολικά θα έλεγα ότι είναι η κοντινότερη απόσταση μεταξύ των ανθρώπων. Και σίγουρα το σπορ που έχει τη μεγαλύτερη διεισδυτικότητα στην κοινωνία, και μάλιστα σε όλες τις τάξεις.

Ισως να μην είμαι αντικειμενική, αλλά έχω την εντύπωση ότι με τον Ολυμπιακό συμβαίνει κάπως πιο έντονα. Είμαι σίγουρη ότι αν ο Γιάννης Ανδριανόπουλος έβλεπε, περίπου εκατό χρόνια μετά την ίδρυση της ομάδας, αυτόν τον κόσμο που ξεχύθηκε προχθές στους δρόμους και στις πλατείες όλης της Ελλάδας, τους εκατοντάδες χιλιάδες που παρατάχθηκαν σε όλη τη διαδρομή του ανοιχτού πούλμαν που μετέφερε τους παίκτες στο Δημοτικό Θέατρο Πειραιά, θα έκλαιγε από συγκίνηση. Ο σπόρος που φύτεψε το 1925 στις καρδιές των Πειραιωτών, θέλοντας εξαρχής να καλλιεργήσει την κοινωνική διάσταση της ομάδας, έγινε δέντρο που τα κλαδιά του απλώθηκαν σε όλη τη χώρα.