Στις 2 Ιουλίου του 1974, ο Αρχιεπίσκοπος Μακάριος απέστειλε στον στρατηγό Γκιζίκη επιστολή με την οποία ζητούσε την ανάκληση των ελλήνων αξιωματικών της Εθνικής Φρουράς. Ταυτόχρονα, αποφάσιζε τη μείωση της δύναμής της κατά το ήμισυ.

Η συνεχής υπονόμευση του Μακάριου από τη χούντα με βραχίονα την ΕΟΚΑ Β και αξιωματικούς της Εθνικής Φρουράς δεν άφηναν άλλη επιλογή στον Μακάριο από τη δημοσιοποίηση της ρήξης.

Με την επιστολή προς Γκιζίκη, ο Μακάριος είχε αποκαλύψει τα προδοτικά σχέδια της χούντας. Η ώρα είχε αρχίσει να μετράει αντίστροφα για τον ίδιο αλλά και για την Κυπριακή Δημοκρατία. Το πραξικόπημα της χούντας του Ιωαννίδη εκδηλώθηκε το πρωί της 15ης Ιουλίου.

Το εγκληματικό πραξικόπημα οδήγησε την Κύπρο στο χάος και την Ελλάδα σε διπλωματική απομόνωση. Οι μεγάλες δυνάμεις, που θα μπορούσαν με παρέμβασή τους να αλλάξουν τη ροή της ιστορίας ένιψαν τας χείρας τους ως άλλοι Πόντιοι Πιλάτοι. Η αγγλική κυβέρνηση, που όφειλε ως εγγυήτρια δύναμη αλλά και μπορούσε με τις δυνάμεις που διέθετε στο νησί να αποθαρρύνει το πραξικόπημα κατά του Μακάριου, αλλά και την τουρκική εισβολή, αρκέστηκε σε συστάσεις για αυτοσυγκράτηση και διαμεσολαβητικές πρωτοβουλίες.

Στις ΗΠΑ, που βρίσκονταν σε πολιτική περιδίνηση μετά το Γουότεργκεϊτ, είχε επικρατήσει η σχολή της ρεαλπολιτίκ του Κίσινγκερ και της γεωπολιτικής σημασίας της Τουρκίας για τα δυτικά συμφέροντα στην ευρύτερη περιοχή. Το αποτρεπτικό διάβημα της επιστολής Τζόνσον σε Ινονού του 1964 δεν επρόκειτο να επαναληφθεί.

Η Τουρκία, με το πρόσχημα της αποκατάστασης της νομιμότητας και της προστασίας των Τουρκοκυπρίων, εισέβαλε στο νησί στις 20 Ιουλίου. Το πρόσχημα ήταν έωλο και η εισβολή της Τουρκίας αυθαίρετη και παράνομη καθώς, σύμφωνα με τη γνωμοδότηση του Νομικού Τμήματος του ΟΗΕ, της 19ης Μαΐου 1959, η Συνθήκη εγγυήσεως απέκλειε τη χρήση βίας.

Στην Ελλάδα, η κυβέρνηση εθνικής ενότητας που ανέλαβε στις 24 Ιουλίου, βρέθηκε μπροστά σε τετελεσμένα γεγονότα. Την εισβολή της Τουρκίας στην Κύπρο, την καταδικαστική απόφαση του Συμβουλίου Ασφαλείας, τη συμφωνία για κατάπαυση του πυρός και τη συμμετοχή της Ελλάδας στις ειρηνευτικές διαπραγματεύσεις της Γενεύης.

Στις 14 Αυγούστου, κι ενώ οι διαπραγματεύσεις ήταν σε εξέλιξη, οι Τούρκοι εξαπέλυσαν τον Αττίλα ΙΙ. Με την κατάρρευση των συνομιλιών, η ελληνική κυβέρνηση βρέθηκε ουσιαστικά χωρίς στρατιωτική επιλογή. Δεν ήταν μόνο η αριθμητική υπεροχή και το γεωγραφικό πλεονέκτημα της Τουρκίας στο κυπριακό θέατρο επιχειρήσεων. Ηταν η τραγική κατάσταση και η αποδιοργάνωση των ελληνικών ενόπλων δυνάμεων πρόδηλη και από το φιάσκο της επιστράτευσης. Οι στρατιωτικές αδυναμίες γίνονταν ακόμη οξύτερες για την κυβέρνηση της εθνικής ενότητας καθώς δεν είχε ακόμη πλήρως ελέγξει το στράτευμα και λειτουργούσε κάτω από τον φόβο ενός νέου πραξικοπήματος.

Παρά την επιμονή της πολιτικής ηγεσίας για στρατιωτική αντίδραση, οι αρχηγοί των Επιτελείων θεώρησαν κάθε στρατιωτική ενέργεια ως επιχείρηση αυτοκτονίας, που όχι μόνο δεν θα έφερνε αποτέλεσμα αλλά θα εξασθένιζε την άμυνα στο Αιγαίο και τη Θράκη.

Η κυβέρνηση εθνικής ενότητας υπό τον Καραμανλή, δεν είχε άλλη επιλογή παρά να προσπαθήσει να περισώσει διπλωματικά ό,τι μπορούσε να περισωθεί. Εκφράζοντας τη διαμαρτυρία της για την αδράνεια του ΝΑΤΟ στην τουρκική εισβολή στην Κύπρο, αποφάσισε την αποχώρηση της Ελλάδας από το στρατιωτικό σκέλος της Συμμαχίας. Ο σκοπός ήταν να ευαισθητοποιηθεί η διεθνής κοινή γνώμη για το δράμα της Κύπρου και να ασκηθεί πίεση στους συμμάχους για να επέμβουν ενεργά στο Κυπριακό.

Οι ενέργειες της ελληνικής κυβέρνησης οδήγησαν σε καταδικαστικές αποφάσεις του ΟΗΕ για την Τουρκία αλλά και την επιβολή του εμπάργκο από την Αμερική στην Τουρκία. Δεν αρκούσαν όμως αυτά για την ανατροπή των τετελεσμένων της εισβολής.

Το Κυπριακό μπορεί να είναι μια «Ιστορία χαμένων ευκαιριών», όπως έγραψε ο Ευάγγελος Αβέρωφ, ακόμη και λαθών, αλλά το εθνικό τίμημα που πληρώνουν η Κύπρος και η Ελλάδα πενήντα χρόνια μετά είναι το αποτέλεσμα του προδοτικού πραξικοπήματος της χούντας στην Κύπρο, της δεινής διπλωματικής θέσης που έφερε την Ελλάδα και της ταυτόχρονης αποστέρησης της στρατιωτικής επιλογής.

Ο Κωνσταντίνος Αρβανιτόπουλος είναι καθηγητής Διεθνούς Πολιτικής στο Πάντειο Πανεπιστήμιο, διευθυντής του Ιδρύματος Κωνσταντίνος Γ. Καραμανλής, πρώην υπουργός