Γιατί να ψηφίσω στις ευρωεκλογές; Δεν χωράει αμφιβολία ότι το ερώτημα αυτό πλανάται στη σκέψη εκατοντάδων εκατομμυρίων πολιτών της Ευρωπαϊκής Ενωσης καθώς έχουμε μπει στην τελική ευθεία προς τις κάλπες, οι οποίες θα ανοίξουν σταδιακά την ερχόμενη εβδομάδα στα 27 κράτη-μέλη – αρχής γενομένης από την Ολλανδία, την Πέμπτη 6 Ιουνίου, μέχρι την Κυριακή 9 Ιουνίου που ψηφίζει η πλειοψηφία. Είναι δε προφανές ότι πρόκειται για ένα ερώτημα πρωθύστερο εκείνου που έχει να κάνει με το «τι να ψηφίσω;», μιας και θα πρέπει πρώτα ο καθένας και η καθεμία να έχει επιλέξει να βρεθεί μπροστά στην κάλπη και να μην προτιμήσει την αποχή.
Θεωρητικά, βεβαίως, η απάντηση είναι απλή: διότι η ΕΕ βρίσκεται κυριολεκτικά κάτω από κάθε «πέτρα» που υπάρχει στην καθημερινή μας ζωή, καθορίζοντας ολοένα περισσότερες πλευρές της – από την οικονομία και την αγορά εργασίας, μέχρι την υγεία και το περιβάλλον και πολλά ακόμη. Κατά συνέπεια, οι άνθρωποι που βρίσκονται στην Ευρωβουλή, μαζί με τις κυβερνήσεις των κρατών-μελών που συγκροτούν το Συμβούλιο και την Κομισιόν η οποία παίζει τον ρόλο της «κυβέρνησης» (αν και ο όρος είναι υπερβολικός, με βάση τα σημερινά δεδομένα), αφορούν άμεσα τους ευρωπαίους πολίτες.
Κι όμως. Είτε επειδή πολλοί δεν έχουν πειστεί ακόμη ότι ο ρόλος της ΕΕ είναι σημαντικός είτε επειδή δεν θέλουν να τη νομιμοποιήσουν με την ψήφο τους είτε επειδή πιστεύουν ότι έτσι κι αλλιώς δεν θα αλλάξει τίποτα αφού όλα αποφασίζονται αντιδημοκρατικά και «εν κρυπτώ» είτε, ακόμη, επειδή μην ψηφίζοντας θεωρούν ότι εκφράζουν πιο αποτελεσματικά τη διαμαρτυρία ή και την οργή τους για τα κακώς κείμενα, επιλέγουν τελικώς την αποχή. Αυτή, δηλαδή, η οποία ενδέχεται να είναι ο μεγάλος νικητής των επικείμενων εκλογών, όπως εκτιμούν αρκετοί ειδικοί.
Από το 1979 στο 2019
Πολιτικοί, αναλυτές και δημοσκόποι συμφωνούν και στο εξής: ότι το τελικό ποσοστό της αποχής θα κριθεί σε μεγάλο βαθμό από τη στάση που θα τηρήσει η νέα γενιά των Ευρωπαίων. Δυσκολεύονται, ωστόσο, να κάνουν προβλέψεις, μια και έχει αποδειχθεί ότι οι επιλογές που κάνει η συγκεκριμένη κατηγορία συχνά δεν χωρούν στα δημοσκοπικά «καλούπια».
Αξίζει να σημειωθεί ότι μετά το 1979, όταν εξελέγησαν για πρώτη φορά οι ευρωβουλευτές με άμεση ψηφοφορία, η συμμετοχή των πολιτών έβαινε σταθερά μειούμενη (αν και η εικόνα δεν ήταν ομοιόμορφη σε όλες τις χώρες). Για του λόγου το αληθές, από τον μέσο όρο του 62% που καταγράφηκε την πρώτη χρονιά, το ποσοστό της προσέλευσης είχε υποχωρήσει το 2014 μόλις στο 42,5%. Το 2019, όμως, έγινε η «έκπληξη», καθώς η συμμετοχή ξεπέρασε πάλι το 50% (50,6% για την ακρίβεια), για πρώτη φορά μετά το 1999. Υπεύθυνοι δε γι’ αυτό ήταν, σύμφωνα με τις δημοσκοπήσεις, οι νέοι της Ευρώπης, καθώς σε σύγκριση με την προηγούμενη αναμέτρηση επέλεξαν να ψηφίσουν 14% περισσότεροι άνθρωποι ηλικίας κάτω των 25 ετών και 12% παραπάνω από τις τάξεις εκείνων με ηλικία από 25 έως 34 ετών.
Δεν αποκλείεται λοιπόν – χωρίς σε καμία περίπτωση να θεωρείται δεδομένο, ειδικά καθώς το «άστρο» της ΕΕ δείχνει να έχει ξεθωριάσει μετά τις αλλεπάλληλες κρίσεις και τη διαχείρισή τους – το φαινόμενο αυτό να επαναληφθεί και φέτος. Το σίγουρο είναι πως εάν κάτι τέτοιο συμβεί, τότε η αναδιάταξη του πολιτικού σκηνικού και των ισορροπιών στις Βρυξέλλες και το Στρασβούργο θα επιταχυνθεί και θα έχει μεγαλύτερη έκταση. Με τις έρευνες δε να συγκλίνουν στην εκτίμηση ότι οι θέσεις της Ακροδεξιάς ασκούν στους νέους της Ευρώπης μια επικίνδυνα μεγάλη έλξη, καθώς τα παραδοσιακά κόμματα έχουν φθαρεί σημαντικά και η Αριστερά δεν έχει παρουσιάσει εναλλακτικό «αφήγημα», η κατεύθυνση αυτών των αλλαγών αποτελεί αιτία έντονης ανησυχίας, αν όχι γενικού συναγερμού.
Ο ρόλος της Ευρωβουλής
Πρόκειται για τον πιο δημοκρατικό από τους θεσμούς της ΕΕ, καθώς είναι ο μοναδικός του οποίου τα μέλη εκλέγονται απευθείας από τους πολίτες των κρατών-μελών, με 5ετή θητεία. Ιδρύθηκε το 1962 (είχε προηγηθεί η Κοινή Συνέλευση στο πλαίσιο της ΕΚΑΧ, από το 1952), ενώ οι πρώτες άμεσες εκλογές διεξήχθησαν το 1979. Εχει τρεις έδρες – Στρασβούργο (Γαλλία), Βρυξέλλες (Βέλγιο) και Λουξεμβούργο.
Η Ευρωβουλή είναι αυτή που εκλέγει τον/την πρόεδρο της Κομισιόν, την οποία εγκρίνει στο σύνολό της, ενώ διαθέτει τη δυνατότητα να καταθέσει μομφή σε βάρος της και να την υποχρεώσει σε παραίτηση, κάτι που συνέβη ουσιαστικά το 1999 με την Επιτροπή Σαντέρ. Εχει αρμοδιότητες άσκησης ελέγχου σε όλα τα όργανα της ΕΕ, όπως και της επεξεργασίας και έγκρισης του προϋπολογισμού της. Σε συντονισμό με το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, που αποτελείται από τους αρχηγούς κρατών και κυβερνήσεων, εγκρίνει (ή απορρίπτει) τη νομοθεσία που προτείνει η Κομισιόν. Εχει καθοριστικό ρόλο στις διεθνείς συμφωνίες της ΕΕ (εμπορικές και άλλες), καθώς και στη διεύρυνση με νέα μέλη.