Μπορεί η περίπτωση Κασσελάκη να κινείται στα όρια της ευτραπελίας, αλλά στην Ιστορία έχουνε συμβεί πολύ πιο παράδοξα – όπως η περίπτωση του βυζαντινού αυτοκράτορα Θεοδοσίου (715-717), τουλάχιστον με βάση αυτά που καταγράφει ο Νικηφόρος, πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως (758-828) στο βιβλίο του «Ιστορία Σύντομος», εκδ. Κανάκη, μετάφραση Λίνας Κωσταρέλη.

Είμαστε στην εποχή του αυτοκράτορα Αναστασίου (713) οπότε έρχεται η πληροφορία στην Κωνσταντινούπολη πως οι Σαρακηνοί ετοιμάζουνε μεγάλο στόλο και ισχυρό στράτευμα στην περιοχή της Αιγύπτου για να επιτεθούν στην Πόλη. Ο Αναστάσιος στέλνει τον έπαρχο Δανιήλ για να διαπραγματευθεί δήθεν ειρήνη, αλλά στην πραγματικότητα για να διαπιστώσει τι σκέφτονται οι Σαρακηνοί. Επιστρέφοντας εκείνος είπε πως ετοιμάζουν πολύ μεγάλη επιδρομή – οπότε ο αυτοκράτωρ ανακαίνισε αμέσως τα τείχη της Πόλης, επισκεύασε τις πολεμικές μηχανές και αποθήκευσε μεγάλες ποσότητες προμηθειών. Κι όταν κυκλοφόρησε η φήμη πως ο στόλος των Σαρακηνών μετέβη από την Αλεξάνδρεια στον Φοίνικα (απέναντι απ’ τη Σύμη) για να βρει ξυλεία κυπαρίσσου, επέλεξε ο Αναστάσιος ταχύπλοα σκάφη κι επιβίβασε στρατό από το θέμα Οψικίου (ΒΔ Μικρά Ασία) και τα έστειλε στο νησί της Ρόδου ενώ διέταξε να μαζευτούν εκεί και άλλα βυζαντινά πλοία. Διόρισε διοικητή τους τον Ιωάννη, διάκονο της Μεγάλης Εκκλησίας και γενικό λογοθέτη, άνθρωπο συνετό και έμπειρο.

Αλλά οι στρατιώτες που είχαν πάει εκεί από διάφορα μέρη στασίασαν, σκότωσαν τον Ιωάννη, διέλυσαν τον στόλο, αμφισβήτησαν ως αυτοκράτορα τον Αναστάσιο κι άρχισαν να επιστρέφουν απειλητικά προς την Πόλη για να τον ανατρέψουν. Φτάνοντας στο Αδραμύττιο (απέναντι από τη Λέσβο) βρήκαν κάποιον τυχάρπαστο ονόματι Θεοδόσιο που ήταν εισπράκτορας δημοσίων φόρων, ο οποίος απεχθανότανε την πολιτική και προτιμούσε τον ιδιωτικό βίο. Αλλά οι στρατιώτες αποφάσισαν να τον κάνουνε με το ζόρι βασιλέα κι άρχισαν να τον «προτρέπουν στο αυτοκρατορικό αξίωμα». Αυτός, για να γλιτώσει, διέφυγε και κρυβότανε σε ένα όρος. Αλλά εκείνοι εξόρμησαν από παντού, τον ψάχνανε επί μέρες, τον βρήκαν, τον αναγόρευσαν αυτοκράτορα με το στανιό και τον πήραν μαζί τους. Ο Αναστάσιος πήγε στην πόλη Νίκαια της Βιθυνίας για να οργανώσει την ασφάλειά του. Απ’ την άλλη, ο στρατός που ήταν μαζί με τον Θεοδόσιο έφθασε έξω απ’ την Κωνσταντινούπολη κι άρχισε τις εχθροπραξίες που κράτησαν έξι μήνες – τελικά αφού δωροδόκησαν κάποιους μπήκαν με προδοσία την Πόλη μέσω της πύλης των Βλαχερνών, και την κυρίευσαν. Εγκατέστησαν ως αυτοκράτορα τον Θεοδόσιο κι άρχισαν να προκαλούν καταστροφές, ενώ συνέλαβαν τους άρχοντες και τον πατριάρχη και τους έστειλαν στον Αναστάσιο για να βεβαιωθεί περί του τι συμβαίνει στην Κωνσταντινούπολη.

Εκείνος μόλις τους είδε παραιτήθηκε απ’ το αυτοκρατορικό αξίωμα, φόρεσε το μοναχικό σχήμα και ζήτησε να μην πάθει κανένα κακό. Ο δοτός και πλήρως αδιάφορος Θεοδόσιος πράγματι, δεν τον πείραξε, απλώς τον έστειλε εξόριστο στη Θεσσαλονίκη.

Σε λίγο καιρό είχαν αρχίσει να αποσαθρώνονται τα πάντα στο κράτος, συνέβαιναν εξεγέρσεις, παραμελήθηκε η Παιδεία και διαλυόταν ο στρατός. Βάρβαροι λαοί λυμαίνονταν τις πόλεις, έκαναν αλώσεις, φόνους και ρήμαζαν ό,τι έβρισκαν μπροστά τους. Οι Σαρακηνοί που είχαν τη σχετική πληροφόρηση εφορμούν κατά της Βασιλεύουσας με αμέτρητο στρατό ξηράς και μεγάλο στόλο, πάνω από οχτακόσια πλοία – βλέποντας οι στρατιωτικοί άρχοντες τι συμβαίνει και γνωρίζοντας την απειρία του Θεοδοσίου, την ανικανότητά του να αντιπαρατεθεί στους εχθρούς, παρουσιάστηκαν σε αυτόν συμβουλεύοντάς τον να παραιτηθεί από το αυτοκρατορικό αξίωμα και να ιδιωτεύσει αβλαβώς. Εκείνος παραιτήθηκε πρόθυμα, ενώ είχε μείνει στον θρόνο από τον Νοέμβριο του 715 ως τον Μάρτιο του 717 και μάλιστα χωρίς καθόλου να το θέλει. Οι στρατηγοί επέλεξαν ως αυτοκράτορα τον Λέοντα τον Πατρίκιο, που ήταν στρατηγός του θέματος των Ανατολικών – εισέρχεται λοιπόν αυτός στην Κωνσταντινούπολη εν πομπή από τη Χρυσή Πύλη και αφού έφθασε στη Μεγάλη Εκκλησία στέφθηκε, εκεί, με το αυτοκρατορικό στέμμα.

Στο μεταξύ είχε φουντώσει η πολιορκία της Πόλης από τους Σαρακηνούς, έγιναν εξεγέρσεις στη Δύση, τις οποίες ο Λέων κατέστειλε και εν τέλει το 718 οι Σαρακηνοί, αφού υπέστησαν πολλές καταστροφές, αποφάσισαν να λύσουν την πολιορκία και να φύγουν – παράλληλα, ο Αναστάσιος που ζούσε εξόριστος στη Θεσσαλονίκη συνωμοτούσε κι αυτός σε συνεργασία με τους Βουλγάρους για να γυρίσει και να αρπάξει πάλι τον θρόνο. Τελικώς οι Βούλγαροι τον πρόδωσαν και τον έστειλαν σιδηροδέσμιο στον Λέοντα, ο οποίος φυσικά τον αποκεφάλισε στο Κυνήγιον, συνήθη τόπο των εκτελέσεων.

Αλλά, τι απέγινε άραγε εκείνος ο τυχαίος Θεοδόσιος, εισπράκτωρ δημοσίων φόρων και φίλος του ιδιωτεύειν, τον οποίο τα στρατεύματα συνέλαβαν στο Αδραμύττιο και τον αναγόρευσαν με το ζόρι αυτοκράτορα, ενώ ο άνθρωπος δεν είχε καμιά ιδέα από διοίκηση, κανένα προσόν, και καμιά διάθεση να φορέσει τα πορφυρά, αυτοκρατορικά πέδιλα και να υποδύεται τον βασιλέα στην Κωνσταντινούπολη; Αυτός, λοιπόν, μόλις ανέλαβε ο Λέων ο Πατρίκιος, εκάρη μοναχός, έφυγε από την Πόλη αθόρυβα, και πήγε και πέρασε το υπόλοιπο της ζωής του στην Εφεσο. Οταν απαλλάχτηκε του ρευστού βίου θάφτηκε στον Ναό του Αγίου Φιλίππου. Στο μνήμα του διέταξε να γραφεί μόνο μια λέξη: «ΥΓΕΙΑ». Ισως είναι ο πρώτος που επίσημα ισχυρίστηκε πως το νόημα της ζωής δεν είναι παρά το να πεθαίνει κανείς υγιής.