Υπάρχουν αρκετές πληροφορίες στο Διαδίκτυο για τον Γιώργο Κουτλή, αν θέλει να ενημερωθεί κανείς για τον, ίσως, πιο ταλαντούχο σκηνοθέτη του ελληνικού θεάτρου. Ο νεαρός που τάραξε τα νερά της καλλιτεχνικής έκφρασης σχεδόν με το «καλημέρα σας» θα διαφωνούσε με τον χαρακτηρισμό, όχι από σεμνοτυφία, αλλά γιατί είναι απολύτως προσγειωμένος. Συμπέρασμα που βγαίνει αβίαστα – και όχι το μοναδικό – έπειτα από δύο ώρες συνομιλίας. Εύκολα διαπιστώνει κανείς δηλαδή, αν έχει την ευκαιρία ν’ ανταλλάξει δύο κουβέντες μαζί του, ότι αυτό που καταθέτει πάνω στη σκηνή βρίσκεται σε άμεση συνάφεια με τον εσωτερικό του κόσμο, τον απολύτως συνταγμένο με την ηθική του, τα οράματά του, τις επιθυμίες του, την αλήθεια του. Ολα όσα διαμορφώνουν την αισθητική του.

Ο ενεστώτας χρόνος δεν είναι τυχαίος αφού κατά τη διάρκεια της κουβέντας τόνισε πολλές φορές πως αφήνει χώρο για να συντελείται η αλλαγή. Αυτό δεν είναι άλλωστε και μία από τις ρίζες της τέχνης; Το αναγνωριστικό και ασφαλές ερώτημα δεν θα μπορούσε να είναι άλλο από το «τι κάνετε αυτόν τον καιρό;». «Οι παίκτες», η παράσταση που αγκαλιάστηκε με θέρμη από το κοινό και τον καλλιτεχνικό κόσμο, συνεχίζουν το ταξίδι τους σε καλοκαιρινή περιοδεία (πρώτη παράσταση στις 8 Ιουλίου στο Θέατρο της Πετρούπολης). «Τώρα διαβάζω, μεταφράζω και διασκευάζω το “Οξυγόνο” του Ιβάν Βιριπάεφ. Οι πρόβες αρχίζουν στις 10 Σεπτέμβρη. Επίσης μαζί με τα παιδιά από τους “Παίκτες” θα κάνουμε μια νέα δουλειά που θα ανέβει τον Ιανουάριο στο Δημοτικό Θέατρο του Πειραιά. Πρόκειται για ένα σύγχρονο έργο που γράφει ο Βασίλης Μαγουλιώτης και τη μουσική ο Γιάννης Νιάρρος, το οποίο σατιρίζει το ελληνικό θέατρο. Τη σκηνοθεσία μοιραζόμαστε με τον Βασίλη (Μαγουλιώτη). Στην πρώτη πράξη βλέπουμε έναν ψευτοκουλτουριάρη σκηνοθέτη ο οποίος θέλει ν’ ανεβάσει ένα αρχαίο έργο με σύγχρονο τρόπο, με έναν εμπορικό παραγωγό και ηθοποιό – με τα κλισέ των όρων. Στη δεύτερη πράξη παρακολουθούμε τις πρόβες και στην τρίτη την παράσταση. Μέσα σ’ αυτό το πλαίσιο σατιρίζει τα πάντα: τις ακροάσεις, τα λεφτά, τα οράματα, τους εμπορικούς, τους ποιοτικούς. Ο,τι ζούμε δηλαδή τα χρόνια που δουλεύουμε».

Ενα γαργαλιστικό θέμα που κέντρισε το ενδιαφέρον του Γιώργου Κουτλή από την πρώτη στιγμή που του το είπε ο συγγραφέας Βασίλης Μαγουλιώτης. «Αισθάνθηκα ότι δεν μπορούσε να με αφορά τίποτα περισσότερο από αυτό που βιώνω καθημερινά. Είναι αρκετά τραγελαφικές οι καταστάσεις που αντιμετωπίζουμε, οπότε κούμπωσε τέλεια. Φυσικά είναι όλα διογκωμένα – φτάνουμε σε παράλογα σημεία προς το τέλος –, αλλά με αναφορές σε περιστατικά και σκηνικά που έχουμε ζήσει. Οταν διάβασα το έργο, γελούσα δυνατά. Οι συναντήσεις αυτών των κόσμων, ποιοτικών – εμπορικών (με όλα τα εισαγωγικά που έχουν αυτές οι λέξεις), οι πρόβες, οι φιλοδοξίες οι εγωισμοί, οι μανίες και οι εγωπάθειες δημιουργούν σχήματα αδιανόητα αστεία. Είναι σπαρταριστό, νομίζω».

«Χαοτικό ντόμινο»

Το ερώτημα που απολύτως φυσικά αναδύεται από την αφήγησή του είναι «τι χαρακτηρίζει την ελληνική πραγματικότητα;». «Η έλλειψη σταθερότητας για τους ηθοποιούς. Οσοι είναι διάσημοι μπορούν να εργάζονται. Οι υπόλοιποι στην καλύτερη περίπτωση δουλεύουν έξι μήνες και μετά η πορεία τους είναι άγνωστη. Αυτό δημιουργεί ένα χαοτικό ντόμινο, μια τρέλα. Κάθε φορά που δημιουργείς έναν θίασο, οι περισσότεροι βρίσκονται σε πάρα πολλές δουλειές – πώς αλλιώς –, οπότε δημιουργείται ένα δύσκολο σταυρόλεξο να συντονίσεις τις πρόβες. Η ζωή στην Ελλάδα ειδικά για έναν ηθοποιό είναι σε μια τυχαιότητα».

Την ίδια στιγμή τονίζει ότι στην Ελλάδα υπάρχουν καλλιτέχνες με πολύ ταλέντο και μεράκι. «Εχουμε πολύ καλούς ηθοποιούς. Για τους σκηνοθέτες δεν ξέρω αν μπορώ να το πω. Δεν ξέρω πόσοι είναι ικανοί σκηνοθέτες στις 500 παραστάσεις που ανεβαίνουν κάθε χρόνο». Ικανός σκηνοθέτης για τον Γιώργο Κουτλή είναι εκείνος που έχει ένα όραμα, που μπορεί να διαχειριστεί το έμψυχο δυναμικό και τις καταστάσεις και να τα φέρει σε μια σκηνική πραγματικότητα. Να προσπαθεί δηλαδή προς μια κατεύθυνση, να ψάχνει κάτι. Μέσα σε αυτήν τη διαδικασία προτάσσει και το πώς διαχειρίζεται τους συνεργάτες του χωρίς να τους κακοποιεί. «Οταν οι καταστάσεις είναι έντονες λόγω άγχους και πίεσης, καθένας από μας βγάζει τον χειρότερο εαυτό του. Αν ο χειρότερος εαυτός σου είναι κακοποιητικός, υπάρχει πρόβλημα. Προσωπικά δεν έχω υποστεί ως ηθοποιός τέτοια συμπεριφορά. Τώρα ως σκηνοθέτης δεν νομίζω ότι είμαι κακοποιητικός. Δεν μπορώ όμως να το πω εγώ για τον εαυτό μου. Θα πρέπει να ρωτήσεις τους ηθοποιούς με τους οποίους συνεργάζομαι».

Επιμένει ότι η πορεία του μέχρι στιγμής είχε το άγγιγμα της τύχης. Σήμερα έχει τη δυνατότητα, όπως λέει, να επιλέγει όποιους θέλει, εκεί που θέλει. Τι σημαίνει αυτό; «Οι ηθοποιοί που παίζουν στις παραστάσεις τις οποίες ανεβάζω είναι εκεί γιατί τους θέλω, τους έχω επιλέξει. Ετσι όλα μέχρι στιγμής είναι ιδανικά και προστατευμένα. Δύσκολα μπορούν τα πράγματα να βγουν εκτός ελέγχου αν έχεις διαλέξει καλούς ηθοποιούς και καλά παιδιά. Ο,τι και να γίνει, στο τέλος θα συνεννοηθούμε». Επιμένει πολύ στο τελευταίο και αποκαλύπτει τον τρόπο με τον οποίο το διασφαλίζει. «Πριν συνεργαστώ μ’ έναν ηθοποιό, ρωτώ ασταμάτητα για εκείνον. Δεν έχω συνεργαστεί με κάποιον αν δεν πάρω πληροφορίες από δέκα ανθρώπους που έχουν δουλέψει μαζί του. Οσο καλός ηθοποιός και να είναι, δεν θα συνεργαστώ αν δεν είναι καλό παιδί. Θα φάω δυόμισι μήνες από τη ζωή μου με κάποιον που θα δημιουργεί πρόβλημα στη δουλειά μου;».

Αυτός ο ρεαλισμός δεν βάζει σε δεύτερη μοίρα τον ρομαντισμό του, κάτι που γίνεται σαφές όταν τον ρωτάω πού σκόνταψε ο ενθουσιασμός του όταν επέστρεψε στην Ελλάδα μετά τις σπουδές του στο Gitis, με όνειρα και επιθυμίες. «Την ελληνική πραγματικότητα πρέπει να τη μάθεις και να τη συνηθίσεις. Αλλωστε όλοι οι φίλοι μου δουλεύουν στην Ελλάδα, οπότε γνώριζα περίπου τι γίνεται, και εδώ σπούδασα ηθοποιός πριν φύγω για τη Ρωσία. Δεν είχα συνειδητοποιήσει όμως πως δεν έχει καμία σημασία, για να δημιουργηθεί μια παραγωγή, το καλλιτεχνικό όραμα. Συνήθως δεν εξηγείς τη σκηνοθετική ιδέα σου για να πάρει ένας παραγωγός το έργο σου. Λες τον τίτλο, τους ηθοποιούς και πόσα λεφτά θες. Στο εξωτερικό προτείνεις μια καλλιτεχνική ιδέα, αναλύεις το σκεπτικό σου, περιγράφεις το σκηνικό. Κατά κύριο λόγο στην Ελλάδα μετράει αν θα παίζουν ηθοποιοί οι οποίοι θα φέρουν κόσμο ή πόσα χρήματα θα ζητήσεις. Μόνο αυτά αφορούν, όχι τι κάνεις και τις λες. Ευτυχώς σε μένα δεν έχει τύχει, για παράδειγμα, να μου πουν πόσους followers έχει ένας ηθοποιός. Η δεύτερή μου δουλειά, “Οι παίκτες”, σημείωσε επιτυχία. Αυτό μου έδωσε άλλη διαπραγματευτική δύναμη απέναντι στους παραγωγούς. Είμαι τυχερός γιατί πολύ νωρίς έκανα μια δουλειά που είχε αποδοχή καλλιτεχνικά και εμπορικά. Το τελευταίο ενδιαφέρει κατά κύριο λόγο τους ιδιώτες παραγωγούς».

«Εργα που μ’ αφορούν»

Η συζήτηση παραμένει στο θέμα του οράματος και στους λόγους για τους οποίους επέλεξε αυτή την τέχνη. «Αν δεν με καίει αυτό που κάνω, δεν το αγγίζω. Καταθέτουμε την τέχνη μας και έρχεται κόσμος για να μας δει. Αυτομάτως αναλαμβάνεις και μια ευθύνη για το τι επικοινωνείς. Δεν ξέρω πώς αλλιώς να εργαστώ. Αν δεν γίνεται έτσι, προτιμώ να κάνω άλλη δουλειά! Ολες οι παραστάσεις που θέλω ν’ ανεβάσω με αφορούν. Υπάρχουν έργα που μ’ αρέσουν, αλλά που δεν βρίσκω ότι έχουν κάποιο σκηνοθετικό ενδιαφέρον για μένα, τη στιγμή που τα διαβάζω. Πρέπει το έργο να κινητοποιεί τη φαντασία μου, αυτό είναι ιδανικό. Αν δεν βρίσκεις τι θες να πεις μέσα από το κείμενο που επιλέγεις, κατά την άποψή μου, δεν μπορείς να κάνεις παράσταση».

Το ερώτημα δηλαδή που θέτει πάντα όταν διαβάζει ένα έργο είναι «γιατί τώρα, γιατί εγώ και γιατί έτσι;». «Για παράδειγμα, θα μου πάρει πολύ καιρό ν’ ασχοληθώ μ’ ένα φεμινιστικό έργο, ως λευκός στρέιτ άντρας. Πιστεύω ότι μια γυναίκα μπορεί να το κάνει καλύτερα. Εχω ακόμη να μάθω πολλά μέχρι να είμαι σε θέση να το αγγίξω όπως θέλω». Ομως οι κεραίες των καλλιτεχνών δεν είναι στραμμένες προς κάθε αδικία που συμβαίνει γύρω τους; «Δεν χρειάζεται να τα κάνουμε όλοι όλα. Κάποια θέματα τ’ αντιλαμβάνομαι καλύτερα και με “καίνε” προσωπικά. Στον “Ασχημο”, για παράδειγμα, η βάση μου ήταν ο ετεροπροσδιορισμός. Οτι δηλαδή το τι είναι ωραίο, τι είναι καλό και πώς πρέπει να είσαι, μπορούν να σου το “φορέσουν” με τέτοιο τρόπο που να χάσεις τον εαυτό σου. Αυτό το αντιμετώπισα όταν άρχισα να εργάζομαι. Διαπίστωσα πόσο εύκολο είναι να σου φορτώσουν, να κάνουν, αν θέλεις, όλοι πάνω σου προβολές. Εχω μια φοβία ότι μπορεί να οδηγηθώ σε αυτά που θέλουν οι άλλοι και όχι σε αυτά που θέλω εγώ. “Ο άσχημος” ως θέμα ήταν στο “τώρα”. Το τι είναι στη μόδα ως θεματολογία δεν με αφορά. Υπάρχουν πολλοί άλλοι σκηνοθέτες που αντιλαμβάνονται την επικαιρότητα καλύτερα από μένα. Κάθε φορά απαιτείται να εξετάζεις σε ποια κατάσταση είσαι εσύ, η δημόσια κουβέντα, να δεις τι μπορείς να εκπροσωπήσεις και να είσαι τίμιος με τον εαυτό σου. Τα έργα δεν τα διαλέγουμε, μας διαλέγουν, έλεγε ένας καθηγητής μου στη Ρωσία».

«Ονειρα χωρίς ταβάνι»

Δεν είναι όμως μόνο αυτά τα δώρα των σημαντικών σπουδών του στην κορυφαία Ακαδημία Θεάτρου. Ούτε βεβαίως μόνο η κατάρτιση, τα επαγγελματικά εργαλεία – όχι τα εμπειρικά και τυχαία, όπως τονίζει. «Μου έμαθαν να μην κάνω τίποτα χωρίς να με αφορά, να συνδέομαι μαζί του, να ονειρεύομαι χωρίς ταβάνι. Στη Ρωσία δεν σε ετοιμάζουν για να βγεις και να βρεις μια δουλειά. Σου εμφυσούν την αίσθηση ότι έχεις τη δύναμη ν’ αλλάξεις και τον κόσμο. Θυμάμαι ότι το τελευταίο πράγμα που μου είπαν πριν φύγω ήταν “όταν έρθει ο κυνισμός και όταν αυτό που κάνεις δεν σε αφορά, δεν είναι τέχνη. Ξέχνα το! Ο,τι και να κάνεις θα είναι πεθαμένο”. Ο καθηγητής μου ήταν συμμαθητής με τον Κροτόφσκι (σ.σ.: Γέζι Κροτόφσκι). Πάντα μας θύμιζε ότι αυτός ο σπουδαίος θεατράνθρωπος ήταν ένας από μας. Προσπαθούσε δηλαδή να μας πει ότι μπορούσαμε κι εμείς να δημιουργήσουμε έναν τέτοιο κραδασμό, καλλιτεχνικά ή κοινωνικά. Αυτό σου δίνει την πεποίθηση να προχωράς με θάρρος και πίστη για να δημιουργήσεις κάτι μεγαλύτερο από το να προσπαθείς απλά να επιβιώσεις».

Κατάφερε, άραγε, να βαδίσει αυτόν τον δρόμο που του έδειξαν οι καθηγητές του; «Δεν ξέρω, αλήθεια. Αυτό που επιθυμώ και επιδιώκω είναι κάθε παράσταση που κάνω να μπορεί να μετακινήσει έστω και έναν άνθρωπο. Και αυτό είναι μια αλλαγή στον κόσμο. Κανείς δεν μπορεί να φορτωθεί με την υποχρέωση να γίνει ο νέος Στανισλάφσκι. Το να προσπαθείς όμως προς αυτό σου δίνει τη δύναμη να μη συμβιβάζεσαι, να διεκδικείς. Αυτό που μπορώ να πω με βεβαιότητα είναι ότι πάντα προσπαθώ να είναι η καλύτερη παράσταση που έχει γίνει ποτέ και έχει δει άνθρωπος στη ζωή του. Δεν λέω ότι το πετυχαίνω, αλλά αυτή είναι η πρόθεση. Θέλω να δουλεύω με τέτοιο τρόπο που να δημιουργείται η δυνατότητα έστω και λίγους να τους μετακινήσει και να σκεφτούν αλλιώς. Εμένα δεν μ’ ενδιαφέρει το θέατρο, μ’ ενδιαφέρει το κοινό».

WALL STREET

Περικλέους 1, Πλατεία Ευτέρπης, Μαρούσι

Mainstreet chicken       €11,5

Pumpkin ravioli       €10,5

Cobb salad      €11,5

Κρασί Saint Modesto Κτήμα Μπαραφάκας            €25

Σύνολο €58,5