To περιστατικό με τον Στέφανο Κασσελάκη στη Ρόδο, όπου επειδή δεν του άρεσαν οι δημοσιογραφικές ερωτήσεις σε ραδιοφωνική συνέντευξη σηκώθηκε και έφυγε, κατηγορώντας τη δημοσιογράφο ως εγκάθετη της ΝΔ, θα μπορούσε να είναι ακόμα ένα αστείο με πρωταγωνιστή έναν ουρανοκατέβατο στην πολιτική. Αλλά δεν είναι αστείο. Και δεν είναι όχι μόνο επειδή ο κομματικός μηχανισμός του ΣΥΡΙΖΑ έβγαλε ανακοίνωση στήριξης του πληγωμένου από την ανάλγητη δημοσιογραφία αρχηγού ή επειδή διάφορα διακεκριμένα τρολ του ΣΥΡΙΖΑ έβριζαν τη δημοσιογράφο το διάστημα που ακολούθησε. Αυτά είναι αναμενόμενα σε περιβάλλοντα όπου οι οπαδοί οφείλουν να προσκυνάνε τον αρχηγό.
Αλλά δεν είναι λογικά σε δημοκρατίες όπου η δημοσιογραφία οφείλει να κάνει τη δουλειά της – και μία από τις πιο καθοριστικές δουλειές των δημοσιογράφων είναι να υποβάλλουν ερωτήσεις. Ερωτήσεις ενοχλητικές, ερωτήσεις που θα μπορούσαν να δυσκολέψουν τον ερωτώμενο. Σε όλες τις περιπτώσεις, φυσικά, κρίνεται και η ποιότητα των ερωτήσεων του δημοσιογράφου και η ακρίβεια των απαντήσεων του ερωτωμένου. Ετσι πάει το παιχνίδι.
Η εξέγερση Κασσελάκη εναντίον της δημοσιογράφου Ρένας Παυλάκη, που του επεσήμανε ότι απαντούσε ό,τι να ‘ναι χωρίς να έχει φροντίσει να έχει πληροφόρηση για την αντίδραση της πολιτείας μετά τις περσινές μεγάλες πυρκαγιές στη Ρόδο, δεν είναι πρωτοφανής ούτε μοναδική. Προσωπικά, όλη την προηγούμενη δεκαετία έζησα περιστατικά με ανάλογες αντιδράσεις, όλες από τον χώρο του ΣΥΡΙΖΑ και των ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ, τον καιρό της κυβερνητικής σύμπραξής τους. Οταν ζορίζονταν με ερωτήσεις που τους ενοχλούσαν, αντιδρούσαν έντονα, κατηγορούσαν τον συνομιλητή τους για αγένεια και αποχωρούσαν. Οι άνθρωποι που προπηλάκιζαν ή γιαούρτωναν δημοσίως πολιτικούς αντιπάλους κατηγορούσαν δημοσιογράφους οι οποίοι τύχαινε να διεκδικούν σοβαρές απαντήσεις και όχι αφέλειες και ανούσιες κουβέντες χωρίς νόημα.
Για να υπάρχει η αντίληψη αυτή, όμως, για να θεωρούν πρόσωπα της εξουσίας (μιας κακής εξουσίας) ότι οι δημοσιογράφοι δεν δικαιούνται να κάνουν ερωτήσεις, ότι το να ρωτάς είναι αγένεια, σημαίνει ότι και η δημοσιογραφία έχει δώσει δικαιώματα. Οτι σε μεγάλο βαθμό είναι εδραιωμένη μια πεποίθηση ότι η σχέση δημοσιογράφων και πολιτικών είναι αλληλεξαρτώμενη, γι’ αυτό οι μεν προστατεύουν τους δε.
Αυτό κατά κύριο λόγο στα ηλεκτρονικά ΜΜΕ, που ακόμα και σήμερα, παρά τις αλλαγές που έφερε η διάδοση της πληροφορικής, είναι τα Μέσα που διαμορφώνουν τις τάσεις της πληροφόρησης – και παράγουν τα μαζικά είδωλα.
Αλλά ζούμε στη χώρα όπου, ακόμα και σήμερα, έχοντας σωθεί από τη χρεοκοπία και την καταστροφή την οποία θα έφερνε τυχόν έξοδός της από το ευρώ και την ευρωζώνη, ελάχιστοι, μετρημένοι στα δάχτυλα, ομολογούν ότι τα Μνημόνια που υπέγραψε και εκτέλεσε η χώρα ήταν απαραίτητα, ότι χωρίς αυτά (και βέβαια χωρίς τις συνέπειές τους) η χώρα θα ήταν κάτι άλλο, σίγουρα δυστοπικό. Ακόμα και αυτοί που τα υπέγραψαν, έστω οι περισσότεροι, αν τους ρωτήσεις σήμερα, θα πουν ότι είναι αντιμνημονιακοί. Σε όλο το φάσμα της δημόσιας ζωής, από την πολιτική έως και τη δημοσιογραφία. Δεν ξεχνώ, άλλωστε, ότι τα σωματεία των δημοσιογράφων έστελναν στο Πειθαρχικό συναδέλφους οι οποίοι υποστήριζαν το Ναι στο δημοψήφισμα του 2015, που βγήκε Οχι, αλλά ο Τσίπρας, διά της κωλοτούμπας, το έκανε Ναι.
Τι μένει απ’ όλα τα παραπάνω; Οτι πρέπει να κάνουμε τη δουλειά μας – και ότι μέρος της δουλειάς μας είναι να κάνουμε ενοχλητικές ερωτήσεις.