Ο τρόπος που πολιτεύεται ο Στέφανος Κασσελάκης έχει πυροδοτήσει αντιδράσεις ως υποκατάσταση της πολιτικής από το λαϊφστάιλ. Σε πρώτη ματιά, ίσως όχι άδικα: είναι δυνατόν να αντικαθίσταται η πολιτική από ένα κέλυφος χωρίς ουσία; Ομως, η πρώτη ματιά είναι, συνήθως, ρηχή: πέφτει στην παγίδα του προφανούς, το οποίο δεν είναι επαρκές. Γιατί στην πραγματικότητα το λαϊφστάιλ ουδέποτε ήταν η εξαίρεση. Σχεδόν πάντοτε ήταν ο κανόνας. Αρκεί να ξέρουμε για τι πραγματικά μιλάμε, καθώς εδώ υπάρχει μία σοβαρή σύγχυση.
Πρέπει πρώτα να διαχωριστεί η έννοια λαϊφστάιλ από την έννοια μη πολιτικό, με το συγκεκριμένο μάλιστα απαξιωτικό πρόσημο που δίνει η λογική των περιοδικών μόδας, των εκπομπών κουτσομπολιού κ.ο.κ. Αυτό που θέλουν να πουν όσοι μέμφονται τον Κασσελάκη επί του θέματος είναι ουσιαστικά ότι είναι εξωπολιτικός, άσχετος ή και αδιάφορος για την πολιτική, την οποία, κατ’ αυτούς, έχει αντικαταστήσει με τα παραπάνω. Ομως το κύριο πεδίο ενόχλησης είναι με τι την έχει υποκαταστήσει. Γιατί θα μπορούσε λ.χ. να το είχε πράξει κάνοντας πεζοπορία, ή ταΐζοντας πάπιες ως οικολόγος, ή σπάζοντας το κεφάλι του σε σκακιστικούς ομίλους. Ολα αυτά, ενώ θα ήταν, δεν θα λέγονταν λαϊφστάιλ: το λαϊφστάιλ είναι ο τρόπος ζωής, δεν είναι αποκλειστικά η απαξιωτική εκδοχή του.
Αν όμως ο Κασσελάκης έκανε δηλώσεις περί πολιτικής με τις γαλότσες περπατώντας από τον ένα βαλτότοπο στον άλλο για να βρει πιο πολλά παπιά, τότε τι; Θα ήταν καλός; Γιατί; Επειδή η φυσιολατρία δεν είναι όπως το να ζεις σαν μεγαλοαστός αλ’ αμερικέν; Τότε δεν θα πείραζε; Ομως, τότε, θα τον άκουγε κανείς; Ή αν μιλούσε περιμένοντας τον αντίπαλο να… κουνήσει τον πύργο να σώσει τη βασίλισσα;
Οι πολιτικοί κατασκευάζουν, συσκευάζουν και πουλάνε την εικόνα του εαυτού τους. Το λαϊφστάιλ τους είναι η ουσία αυτής της εικόνας. Τουλάχιστον λοιπόν ο Κασσελάκης δεν κρύβει ποιος είναι. Πόσοι μπορούν να το πουν αυτό; Οσοι τον μέμφονται θα προτιμούσαν να στρογγυλοκάθεται όλη την ώρα σε δήθεν σπουδαίες συσκέψεις βαρύς κι ασήκωτος ψευτοσυνομιλητής της Ιστορίας; Θα προτιμούσαν μια κοροϊδία; Οπως τόσων πολιτικών που μιλάνε μόνο για πολιτική, μα πολύ συχνά το δικό τους λαϊφστάιλ είναι σχεδόν ό,τι λένε να είναι κούφιο, μια κασέτα που παίζει ατελείωτα, ή… που άλλα λένε κι άλλα κάνουν; Ή θα τον προτιμούσαν αντί για τα μπαρ (ναι, όντως ασυνήθιστο εδώ), να υποδύεται τον λάτρη της κλασικής μουσικής που πηγαίνει στο Μέγαρο αλλά χασμουριέται, όπως τόσοι και τόσοι, από το πρώτο δεκάλεπτο; Εκτός κι αν θέλουν το άλλο: να παίρνει τις εκλογές με το «Μάνταμ Μέρκελ, γκόου χομ» και να καταλήγει ο πιο μεγάλος υμνητής της, αφού πρώτα έχει κλείσει τις τράπεζες επειδή «δεν κατάλαβε τον συσχετισμό δυνάμεων». Το λαϊφστάιλ του απόλυτου αμοραλιστή πολιτικού, που όμως τους δουλεύει όλους μια χαρά. Μήπως λοιπόν τα μπαρ είναι καλύτερα; Γιατί αν αυτό, το να το παίζεις Τσε του σαλονιού στην ΕΕ του 21ου αιώνα, είναι σεβαστό πολιτικό λαϊφστάιλ αφήνοντας πίσω σου ερείπια, τι να πει κανείς…
Υπάρχει κάτι ακόμα που ξεχνούν όσοι βλέπουν στον Κασσελάκη ως έναν αδιάφορο άσχετο που δεν ξέρει τι του γίνεται. Μέσα σε εβδομάδες πέτυχε ό,τι δεν κατάφεραν όλοι οι άλλοι μαζί σε χρόνια: πρώτον, απάλλαξε τη χώρα από μια δηλητηριώδη παρεούλα που είχε κάτσει στο σβέρκο της Αριστεράς και της Ελλάδας. Και που ακόμα και τώρα θεωρεί ότι δεν είναι και κανένα σπουδαίο κακό να έχεις διπλό νόμισμα, ούτε να κλείσουν οι τράπεζες. Που ηγεμόνευε για χρόνια ιδεολογικά, ενώ ποσοτικά είναι περίπου ανύπαρκτη. Κανείς δεν είχε καταφέρει να τους βάλει στην πραγματική τους κλίμακα. Ο Κασσελάκης στο άψε σβήσε: αυτό ήταν εθνικό έργο. Οπως το ίδιο ήταν και η απενοχοποίηση του εθνικού αισθήματος στην Αριστερά, που ήταν… απαγορευμένο. Και μόνον με αυτά, ο Κασσελάκης έχει ήδη βοηθήσει. Είτε με είτε χωρίς λαϊφστάιλ.