Μια μεγάλη μέρα για την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα: για πρώτη φορά από τον Σεπτέμβριο του 2019, η ΕΚΤ θα μειώσει το κόστος δανεισμού αυτή την Πέμπτη. Ωστόσο, πέρα από την εκ των προτέρων ανακοινωθείσα μείωση των επιτοκίων κατά 25 μονάδες βάσης, η ΕΚΤ πιθανότατα θα παράσχει μικρή σαφήνεια σχετικά με τις περαιτέρω προοπτικές της νομισματικής της πολιτικής. Το ότι η ΕΚΤ θα κάνει νέα κίνηση (μείωσης) στις 18 Ιουλίου φαίνεται ήδη απίθανο. Ωστόσο δεν περιμένουμε από την τράπεζα να το αποκλείσει πλήρως. Η απάντηση στο ερώτημα πόσο γρήγορα θα χαλαρώσει την πολιτική η ΕΚΤ αφού μειώσει το επιτόκιο καταθέσεων από το 4,0% στο 3,75% στις 6 Ιουνίου, πιθανότατα θα συνοψιστεί σε «όλα εξαρτώνται από τα δεδομένα».

Διατηρούμε τη μακροχρόνια εκτίμησή μας ότι η ΕΚΤ θα περιμένει πριν κάνει δεύτερη μείωση κατά 25 μονάδες βάσης μέχρι να μπορέσει να εξετάσει τις νέες τριμηνιαίες προβλέψεις για την ανάπτυξη και τον πληθωρισμό, στις 12 Σεπτεμβρίου. Οπως και πριν, εξακολουθούμε να αναμένουμε από την ΕΚΤ να φέρει το επιτόκιο αποδοχής καταθέσεων από το τρέχον 4% στο 3,25% μέχρι το τέλος του 2024 με τριμηνιαίες κινήσεις 25 μονάδων βάσης (Ιούνιος, Σεπτέμβριος και Δεκέμβριος 2024).

Εάν το χαμηλότερο ενεργειακό κόστος των νοικοκυριών ωθήσει τον πληθωρισμό στο 2% στα τέλη του 2024 και στις αρχές του 2025, όπως προβλέπουμε, η ΕΚΤ μπορεί να φτάσει τα επιτόκια αποδοχής καταθέσεων στο 2,5% το επόμενο καλοκαίρι. Το 2026, ωστόσο, ο πληθωρισμός πιθανότατα θα ανακάμψει στο 2,5%. Μια επιδεινούμενη έλλειψη εργατικού δυναμικού πιθανότατα θα αποτρέψει τη διαρκή μείωση του πληθωρισμού των μισθών πολύ κάτω από το 4%. Ως αποτέλεσμα, η ΕΚΤ μπορεί να χρειαστεί να αυξήσει το επιτόκιο καταθέσεων στο 3% το 2026, στο επίπεδο που θεωρούμε ουδέτερο. Σε γενικές γραμμές, η οικονομία της ευρωζώνης βρίσκεται σε καλό δρόμο για μια σταδιακή σταθερή ανάκαμψη.

Ενώ είναι αξιοσημείωτο ότι η ΕΚΤ προηγείται αρκετά έναντι της Ομοσπονδιακής Τράπεζας των ΗΠΑ, η διατλαντική διαφορά στον πληθωρισμό και την ανάπτυξη το δικαιολογεί περισσότερο, κατά την άποψή μας. Αν μη τι άλλο, τα πέντε τρίμηνα της στασιμότητας στην οικονομία της ευρωζώνης από το φθινόπωρο του 2022 έως το τέλος του 2023 υποδηλώνουν ότι η ΕΚΤ μπορεί να είχε αντιδράσει υπερβολικά με τις αυξήσεις των επιτοκίων ως απάντηση στην προσωρινή άνοδο του εισαγόμενου πληθωρισμού στον απόηχο της εισβολής της Ρωσίας στην Ουκρανία. Από αυτή την οπτική, τα κάπως χαμηλότερα επιτόκια έχουν νόημα.

Ο Χόλγκερ Σμίντινγκ είναι επικεφαλής οικονομολόγος της επενδυτικής τράπεζας Berenberg