Αυτό που θα συμβεί αυτή την εβδομάδα μπορεί να είναι αναμενόμενο, αλλά δεν είναι συνηθισμένο. Για πρώτη φορά τις τελευταίες δεκαετίες θα ξεκινήσει ένας κύκλος νομισματικής χαλάρωσης χωρίς να υπάρχει η πίεση μια έκτακτης οικονομικής ανάγκης. Ή, πιο σωστά, δεν υπάρχει στην επιφάνεια αυτή η ανάγκη. Με τις μεγάλες ευρωπαϊκές οικονομίες να βρίσκονται στα όρια της ύφεσης (Γερμανία) ή με σημαντικά ελλείμματα (Γαλλία), την ασθενή παραγωγικότητα και τα φτωχά δημογραφικά, η απόφαση που αναμένεται να πάρουν την Πέμπτη η Κριστίν Λαγκάρντ και οι υπόλοιποι κεντρικοί τραπεζίτες μπορεί να δώσει νέα πνοή. Παράλληλα «σφυρίζει» και τη λήξη της χειρότερης περιόδου πληθωρισμού στη σύντομη ιστορία του κοινού ευρωπαϊκού νομίσματος. Πολλοί εκτιμούν ωστόσο ότι χωρίς ένα ισχυρό θεσμικό τράνταγμα η Ευρωπαϊκή Ενωση θα συνεχίσει να χάνει σε ισχύ ακόμα και με πολύ χαμηλότερα από τα σημερινά επιτόκια.
Το «χαστούκι» που έφαγε, για παράδειγμα, η Γαλλία την Παρασκευή από την S&P μόνο τυχαίο δεν ήταν. Εκτίμησε ο οίκος ότι η δεύτερη οικονομία της ευρωζώνης θα καταγράψει αύξηση του χρέους πάνω από το 110% του ΑΕΠ την επόμενη διετία. Μέτρησε προφανώς στην υποβάθμιση και ο πιθανότατος καταποντισμός του προέδρου Μακρόν στις προσεχείς ευρωεκλογές, γεγονός που εκτιμάται ότι θα αναστείλει την πρόοδο των μεταρρυθμίσεων.
Σε αυτό το κλίμα μάλλον ευχαριστημένοι πρέπει να είμαστε εμείς με όσα είπε στην αξιολόγησή του για την ελληνική οικονομία, χωρίς να συνοδεύεται από αναβάθμιση, ο οίκος Fitch, επίσης την Παρασκευή. Αναγνώρισε την πρόοδο στα δημοσιονομικά, όπου οι στόχοι των πρωτογενών πλεονασμάτων επιτυγχάνονται μάλλον εύκολα, κάτι που δεν ήταν ποτέ δεδομένο για την οικονομία μας. Οι τράπεζες αναγνωρίστηκε ότι επίσης πάνε καλά, ακόμα και στις ακραίες παραδοχές. Ισχυρές κεφαλαιακά, με άφθονη ρευστότητα, φαίνονται να αναζητούν περισσότερο κατάλληλα προς χρηματοδότηση σχέδια και λιγότερο φοβούνται το ρίσκο.
Αυτό που φαίνεται να θολώνει την εικόνα είναι η πορεία του ΑΕΠ. Βραχυπρόθεσμα θα συνεχίσει σε αυτά τα επίπεδα, του 2%-2,5%. Μεσοπρόθεσμα, μετά το 2026-2027, δεν φαίνεται για την ώρα η ίδια ορμή. Η αύξηση του ΑΕΠ είναι σημαντική, γιατί μέσω αυτής φαίνονται λιγότερο άσχημα από ό,τι στην πραγματικότητα είναι μια σειρά από αδυναμίες μας, όπως το δημογραφικό, η υποεπένδυση, το πρόβλημα της ανεργίας και του εργατικού δυναμικού. Υπό αυτή την έννοια, η μείωση των επιτοκίων από την ΕΚΤ έρχεται στην πιο κατάλληλη στιγμή.
Το άλλο μεγάλο πρόβλημα, ίσως το πιο διαχρονικά σημαντικό, το αναδεικνύει επίσης ο οίκος Fitch. Αναγνώρισε ότι ανήκουμε μεν στο κλαμπ των επενδύσιμων χωρών, αλλά τα πολύ υψηλά επίπεδα χρέους μάς κρατούν πίσω από τις δυνατότητες μεγαλύτερων αναβαθμίσεων, καθώς το χρέος φτάνει έως και διπλάσιο χωρών με παρόμοια αξιολόγηση. Η Fitch το λέει ξεκάθαρα: Πρέπει να μειώσετε τα ταμειακά διαθέσιμα των 35 δισ. («μαξιλάρι») αποπληρώνοντας χρέος. Με τις τωρινές προβολές το χρέος θα πέσει κάτω του 140% του ΑΕΠ το 2028. Μήπως ήρθε η ώρα να δούμε πώς θα μειωθεί ακόμα περισσότερο, τώρα που μπορούμε;