Την περασμένη Παρασκευή, την πρώτη ημέρα των Πανελλαδικών, οι μαθητές των Γενικών Λυκείων εξετάστηκαν στο μάθημα της Νεοελληνικής Γλώσσας και Λογοτεχνίας. Αυτής της δύσμοιρης γλώσσας που κακοποιείται καθημερινά σε ιδιωτικές και δημόσιες συζητήσεις, από επίσημα και ανεπίσημα χείλη, στα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης. Και όταν μιλάω για «κακοποίηση», δεν εννοώ τους γλωσσικούς ιδιωματισμούς των νέων, διότι αυτοί είναι που, στην πραγματικότητα, εξελίσσουν τη γλώσσα, διατηρώντας την έτσι ζωντανή. Αναφέρομαι σε αυτούς που θέλουν να παραστήσουν τους μορφωμένους και νομίζουν ότι όσο περισσότερες σπάνιες ή πολυσύλλαβες λέξεις χρησιμοποιείς τόσο περισσότερο κατοχυρώνεις αυτή την ιδιότητα – από νεότευκτους πολιτικούς έως ξανθιές παρουσιάστριες. Οσο για τη λογοτεχνία, ας μη μιλήσω καλύτερα σε μια χώρα που μπερδεύουν τον Καζαντζάκη με τον Καζαντζίδη.

Την Παρασκευή λοιπόν δόθηκαν στους υποψηφίους ένα κείμενο του Καζαντζάκη (όχι του Καζαντζίδη) από το «Ταξιδεύοντας», το ποίημα «Το ταξείδι» του Κωστή Παλαμά και ένα κείμενο της Ηλέκτρας Χατζηδημητρίου που είχε αναρτηθεί στο Διαδίκτυο. Οι εξεταζόμενοι έπρεπε, εμπνεόμενοι από αυτά, να γράψουν για το ταξίδι ως μέσον εκτόνωσης, εκπαίδευσης, αναζωογόνησης. Μόνο που το ποίημα του Παλαμά δόθηκε με λάθη. Ο ποιητής γράφει για ένα ταξίδι «…Ατέλειωτο, έρμο, σ’ αγνώριστη χώρα…». Και αυτό που πήραν οι μαθητές ανέφερε ένα ταξίδι «…Ατέλειωτο, έρμο, σ’ άγνωστη χώρα».

«Ελα, μωρέ, μια λέξη» είπαν πολλοί. Τι είναι μια λέξη; Στις καθημερινές μας συνομιλίες μπορεί να είναι το τίποτα (και αυτό όχι πάντοτε) αλλά στην ποίηση μπορεί να είναι τα πάντα. Αυτή άλλωστε είναι η ιδιαιτερότητα και η δύναμή της. Ο συμπυκνωμένος λόγος που μεγιστοποιεί τη σημειολογία των λέξεων. Εξάλλου το «αγνώριστη» από το «άγνωστη» έχει απολύτως διαφορετική έννοια και σημασία. Φτάνει να σκεφτούμε τα συναισθήματά μας απέναντι σε κάτι που μας είναι εντελώς άγνωστο και σε κάτι που ξέραμε πολύ καλά αλλά, πλέον, δεν το αναγνωρίζουμε. Το άλλο λάθος ήταν η «Αγάπη» με κεφαλαίο άλφα που γράφει ο Παλαμάς και το οποίο, στη μεταγραφή, έγινε πεζό. «Ελα, μωρέ, άνευ σημασίας λεπτομέρεια» είπαν πολλοί. Συγγνώμη, αλλά στην ποίηση οι λεπτομέρειες είναι σημαντικές, κάποιες φορές και αυτή καθαυτή η ουσία.

Η Κεντρική Επιτροπή Εξετάσεων υποστήριξε ότι έτσι ήταν γραμμένο το ποίημα, όχι στα αρχεία του Ιδρύματος Κωστή Παλαμά που όφειλε να είναι η πηγή της, αλλά σε μια έκδοση με τα 100 καλύτερα ελληνικά ποιήματα απ’ όπου και το αντέγραψε. Μία έκδοση όπου δεν υπάρχει καν όνομα επιμελητή. Και αυτό θεωρώ ότι είναι μεγαλύτερο φάουλ από τη λάθος μεταγραφή. Από τη μια, η προχειρότητα στην επιλογή των πηγών. Και από την άλλη, τι σημαίνει τα «100 καλύτερα ελληνικά ποιήματα»; Τι είναι αυτή η κατηγοριοποίηση που παραπέμπει σε τυφλοσούρτη του Διαδικτύου; Που διαχειρίζεται την ποίηση ως κατάλογο, ως πληροφορία και όχι ως γνώση. Ασε που η ποίηση «σκαλίζει» το συναίσθημα αφού σε αυτό απευθύνεται, όχι στη λογική. Το ίδιο ποίημα μπορεί να πυροδοτεί διαφορετικά συναισθήματα στον καθένα. Και διαφορετικής έντασης. Κάποιον να τον συγκινεί και κάποιον άλλον καθόλου. Να δεχτώ ως τίτλο και περιεχόμενο «Τα 100 πιο γνωστά ελληνικά ποιήματα». Οχι όμως τα 100 καλύτερα.

Το αμβλύ και το οξύ

Από την άλλη, η Ελληνική Εταιρεία Φιλολόγων εντόπισε ένα ακόμα λάθος στη διατύπωση μιας ερώτησης όπου αναφέρεται ότι «…τα ταξίδια αμβλύνουν τους πνευματικούς ορίζοντες». Το «αμβλύς» είναι το αντίθετο του «οξύς», δηλαδή αυτός που η άκρη του είναι στρογγυλεμένη. Και, μεταφορικά, εννοεί κάτι χαμηλής έντασης ή κάποιον αργόστροφο, για να το πω κομψά. Και «αμβλύνω» σημαίνει ότι αφαιρώ από κάτι την αιχμηρότητά του και, μεταφορικά, ότι μειώνω την έντασή του, το κάνω χειρότερο. Το εντελώς αντίθετο δηλαδή από αυτό που φαντάζομαι ότι εννοεί η ερώτηση.

Από τόσα μάτια υποθέτω ότι πέρασαν οι συγκεκριμένες ερωτήσεις. Δεν βρέθηκε ένας να «τσιμπήσει» το λάθος; Από την άλλη όμως, και που το «τσίμπησαν» οι φιλόλογοι δεν είδα να ιδρώνει κανένα αφτί. «Ελα, μωρέ, και τι έγινε;» είναι η περιρρέουσα αντίληψη. Και μετά γκρινιάζουμε για τη χαμηλή κατάταξη των μαθητών της χώρας στην PISA.